Εδώ και αρκετό καιρό καλλιεργείται στη χώρα μας η αντίληψη ότι για να μπορέσει να αναβαθμιστεί στη διεθνή σκηνή θα πρέπει κατά βάση να διαλέξει μια συμμαχία και να προσκολληθεί σε αυτή. Με αυτόν τον τρόπο υποτίθεται θα καταστεί «αξιόπιστη σύμμαχος».
Αυτό έχει διατυπωθεί πρωτίστως σε σχέση με την κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Σύμφωνα με αυτή τη συλλογιστική τα πράγματα ήταν απλά: η Ρωσία έκανε μια παράνομη εισβολή στην Ουκρανία και η μόνη ανεκτή εκδοχή ειρήνης είναι να ηττηθεί και να επιστρέψει τα εδάφη που κατέλαβε στην Ουκρανία. Διαφορετικά η Ρωσία θα συνεχίσει να επιτίθεται και σε βάρος άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Η Δύση θα πρέπει να στρατευτεί στο πλευρό της Ουκρανίας, να τη βοηθήσει να νικήσει τη Ρωσία και να προετοιμαστεί για μεγαλύτερης κλίμακας πολεμική σύρραξη. Η Ελλάδα θα πρέπει να συστρατευτεί σε αυτή την προσπάθεια και να τοποθετηθεί με τη «σωστή πλευρά της ιστορίας».
Βεβαίως με αυτό το αφήγημα υπάρχουν ορισμένα σοβαρά προβλήματα και κενά, που έχουν επισημανθεί από ειδικούς αλλά και πρώην Έλληνες πρωθυπουργούς που έχουν διαφωνήσει ανοιχτά με αυτή την επιλεκτική ανάγνωση των γεγονότων, την οποία υιοθέτησε απερίσκεπτα και η ελληνική κυβέρνηση. Σαφώς η εισβολή της Ρωσίας ήταν μια παράνομη πράξη, που ανοίγει τον δρόμο για επικίνδυνες ατραπούς αλλαγής συνόρων. Όμως, το ουκρανικό ζήτημα δεν αφορούσε ποτέ απλώς τη ρωσική επιθετικότητα, η Δύση με τη στάση της δεν είναι αθώα για ό,τι συνέβη, ενώ υπήρξαν πολλές ευκαιρίες να είχε αποφευχθεί η κλιμάκωση, τις οποίες η Ευρώπη άφησε ανεκμετάλλευτες, εμπλεκόμενη στην κρίση με μεγάλο κόστος. Ωστόσο, το πιο βασικό πρόβλημα με αυτό το αφήγημα είναι ότι αυτή τη στιγμή, καλώς ή κακώς, έχει διαμορφωθεί ένας συσχετισμός. Δύσκολα, μπορεί κανείς να φανταστεί να αλλάζει, παρά μόνο εάν η Δύση ή ένα σημαντικό μέρος εμπλακεί άμεσα (και όχι απλώς έμμεσα) στην πολεμική αντιπαράθεση με μια χώρα που ως προς το πυρηνικό οπλοστάσιο παραμένει πραγματική υπερδύναμη. Επομένως, αυτό που χρειάζεται είναι προσπάθεια για έναν συμβιβασμό, με αμοιβαίες εγγυήσεις ασφάλειας, και προσπάθεια για μια ειρηνική συνύπαρξη. Μια παρατεταμένη πολεμική σύγκρουση απλώς θα σημαίνει περισσότερα θύματα και μεγαλύτερες καταστροφές.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι αυτή τη στιγμή το αφήγημα αυτό αποδέχονται πλήρως μόνο ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες και όχι η Δύση στο σύνολό της. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μια κυβέρνηση που θεωρεί ότι δεν μπορεί να υπάρχει ένας διαρκής πόλεμος και δεν θέλει να αναλάβει πλήρως το κόστος και ξεκίνησε διαπραγμάτευση και με τη Ρωσία και με την Ουκρανία, κάτι που οι ευρωπαίοι δεν είχαν κάνει μέχρι τώρα.
Την ίδια στιγμή μέσα στην Ευρώπη το μέτωπο δεν είναι τόσο ενιαίο. Π.χ. γύρω από το θέμα του τι θα γίνει με τα παγωμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία υπήρξαν χώρες που διαφοροποιήθηκαν. Και ούτως ή άλλως η μεταστροφή της αμερικανικής πολιτικής έχει απήχηση και σε ελίτ και σε τμήματα της κοινής γνώμης.
Σε αυτό το τοπίο είναι σαφές ότι η «σωστή πλευρά της ιστορίας» είναι κάπως πιο σύνθετο να βρεθεί και οι προσεγγίσεις της εξωτερικής πολιτικής με όρους άσπρου – μαύρου, αξόνων καλού – κακού, διαχωρισμού του κόσμου σε στρατόπεδα και άκριτης προσχώρησης στο άρμα του -πρόσκαιρα;- ισχυρού είναι περισσότερο από ποτέ συνταγές αποτυχίας. Η ανάγκη πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, με βάση τη θέση, τις ιδιαιτερότητες και κυρίως το εθνικό συμφέρον είναι πιο επιτακτική από ποτέ και οι ερμηνείες και «με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ», η περί «επιτήδειων μπαγάσηδων» εντυπωσιακές για την απλοϊκότητα και τον λαϊκισμό τους.
Σίγουρα κάποιες ευρωπαϊκές δυνάμεις και κάποιοι ευρωπαίοι ηγέτες σήμερα -επενδύοντας και στη βολική για τους λίγους επικίνδυνη για τους πολλούς οικονομία του πολέμου- προκρίνουν μια κλιμάκωση ή τουλάχιστον παράταση της αντιπαράθεσης με τη Ρωσία, παρουσιάζοντάς τη μάλιστα και ως τρόπο ώστε η Ευρώπη να δείξει ότι διαφοροποιείται από τις ΗΠΑ ή ότι «δεν ακολουθούν το λανθασμένο δρόμο του Τραμπ». Βεβαίως, συνήθως πρόκειται για ηγέτες που έχουν υψηλά ποσοστά αποδοκιμασίας εντός των χωρών τους. Και σίγουρα, δεν αποτελεί λύση η Ευρώπη να εμπλακεί σε μια πολεμική σύγκρουση.
Και εδώ να ξεκαθαρίσουμε κάτι: σίγουρα η Ευρώπη εάν θέλει να αποτελέσει έναν διακριτό πόλο, πρέπει να αποκτήσει και στρατιωτική ισχύ. Μόνο που αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να περικόψει κοινωνικές δαπάνες για να ενισχύσει τις αμυντικές. Γιατί σε αυτή την περίπτωση θα υπονομεύσει την κοινωνική συνοχή, άρα και την πραγματική δύναμή της. Άρα, η στρατιωτική της ενίσχυση πρέπει να συνδυαστεί με την προσπάθεια για μείωση των ανισοτήτων στο εσωτερικό της.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι η χώρα μας εάν πρόκειται να κινηθεί σε αυτό το τοπίο, δεν μπορεί απλώς να συμφωνεί, να πηγαίνει, με τον συρμό, να είναι «τμήμα της πλειοψηφίας». Γιατί τότε δεν θα ταυτιστεί με τη «σωστή πλευρά της ιστορίας», αλλά με μία μερίδα δυνάμεων και πιθανώς ούτε καν αυτή που τελικά θα δώσει τον τόνο – και για να είμαστε ειλικρινείς η χώρα μας παραλίγο να πληρώσει υψηλό κόστος για τον εύκολο «αντιτραμπισμό» ορισμένων ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Αυτό που χρειάζεται είναι να αποκτήσει δική της φωνή. Και αυτό σημαίνει να έχει μια εξωτερική πολιτική με γνώμονα τα δικά της συμφέροντα και όχι απλώς να κοιτάζει να δει τι θα ψηφίσουν οι υπόλοιποι. Αυτό θα σήμαινε για παράδειγμα να στηρίξει τα βήματα για ειρήνη στην Ουκρανία, να μην ακολουθήσει φιλοπόλεμες φωνές, να μην δει ως «προδοσία» την αμερικανική μεταστροφή και προφανώς να μην ακολουθήσει τον δρόμο μιας «ρωσοφοβίας» -στα όρια αντιρωσικής υστερίας- σε επόμενη στιγμή, όταν ο πόλεμος θα έχει τελειώσει και η Ρωσία θα έχει επανενταχθεί σε ένα πλέγμα διεθνών σχέσεων, γιατί θα το βρούμε μπροστά μας ως κόστος. Θα σήμαινε επίσης ότι σε κρίσιμες στιγμές θα έλεγε όχι ή θα έκανε αντιπροτάσεις στο ευρωπαϊκό επίπεδο, όταν τα πράγματα πηγαίνουν σε αδιέξοδες αποφάσεις. Και βέβαια θα σήμαινε ότι θα είχε και ένα όραμα για το πώς θα ήθελε να είναι το διεθνές τοπίο. Και αυτό θα ήταν ένα σχέδιο για λιγότερες εντάσεις και συγκρούσεις, μεγαλύτερους διαύλους επικοινωνίας και λιγότερες επεμβάσεις. Μόνο σε μια τέτοια προοπτική θα μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε πραγματικά και θετικές εξελίξεις που υπήρξαν το τελευταίο διάστημα, όπως η ένταξη της Ελλάδας στον αμερικανικό ενεργειακό σχεδιασμό.
Μόνο εάν μια χώρα έχει τη δική της φωνή, εάν στις επιλογές της επιδεικνύει ρεαλισμό αλλά και μια σαφή εκτίμηση για το πού θέλει να πάνε τα πράγματα, εάν δεν διστάζει να υψώσει ανάστημα και να επιμένει, μπορεί να είναι «αξιόπιστη σύμμαχος». Διαφορετικά είναι «πελάτης», που στην καλύτερη των περιπτώσεων μοιράζεται τα κόστη, αλλά όχι τα οφέλη και στη χειρότερη μπορεί να καταλήξει και ο «χρήσιμος ηλίθιος».
Σε ένα κόσμο πολυπολικό και σύνθετο, προφανώς και χρειάζεται και μια εξωτερική πολιτική αντίστοιχα πολυδιάστατη και σύνθετη. Η λογική ότι μπορούμε να αγοράσουμε εξασφάλιση των συμφερόντων μας είτε με τις αμυντικές μας δαπάνες είτε με τη μόνιμη συμπόρευση, δεν θα μας πάει μακριά σε έναν κόσμο που αλλάζει. Ούτε θα μας πάει μπροστά μια εσωτερική πολιτική που αποδιαρθρώνει τον κοινωνικό ιστό, κάνει τους νέους να θέλουν να φύγουν, και τους εργαζομένους να νιώθουν κάποιες στιγμές ανεπιθύμητοι στην ίδια τους τη χώρα.
Κοινωνική συνοχή, αναδιανομή, νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα, ρεαλιστικές συμμαχίες και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, αποτελούν τελικά αναπόσπαστες πλευρές μιας άλλης πορείας για τη χώρα. Γιατί «σωστή πλευρά της ιστορίας» είναι τελικά μόνο αυτή που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της ελληνικής κοινωνίας.