Παίρνοντας αφορμή από γραφόμενα για το —ήδη πολυσυζητημένο— βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», ο Μίμης Κουγιουμτζής, στέλεχος, ως γνωστόν, του Θεάτρου Τέχνης, μας έστειλε το ακόλουθο σημείωμα, με —δικό του— τίτλο «Αυτοί που δεν σκοτώθηκαν νωρίς…»:
«Σ’ αυτή τη χώρα του φωτός που ζούμε συμβαίνει να διαβάζουμε κατ’ επανάληψη στον Τύπο για βιασμούς, απάτες, για απεργίες υπαλλήλων τραπεζών, ΟΤΕ, ΔΕΗ, πιλότων, αεροσυνοδών, ΤΑΞΙ, φορτηγατζήδων, για αναρχικούς, για ΜΑΤ, για ποιητές όταν πεθάνουν, για Βάσεις ΝΑΤΟ, για βυζιά που κόβονται για τον κινηματογράφο, αλλά σπανίως ή ποτέ για κάποιους ζωντανούς που δεν σκοτώθηκαν νωρίς και που υπάρχουν κάπου ανάμεσά μας. Αυτοί που δεν σκοτώθηκαν νωρίς είναι οι τυχεροί άτυχοι του Ονείρου. Είναι οι αγνοί, οι αφελείς, οι ιδεολόγοι, οι συνεπείς πατριώτες, οι πραγματικά ελεύθεροι Έλληνες που πίστεψαν στο Όνειρο, σε μια κοινωνία ανθρώπινη χωρίς τα παραπάνω.
Αυτές τις κοινότυπες σκέψεις έκανα τελειώνοντας το βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου ΚΑΛΑ, εσύ σκοτώθηκες νωρίς. Και στη συνέχεια αναρωτήθηκα. Εμείς τι κάνουμε. ΚΑΛΑ, εξακολουθούμε να μιλάμε για Τέχνη, για Σοσιαλισμό, για Ανθρώπινα Δικαιώματα και οι Αόρατοι διοργανωτές των Ονείρων να διαμαρτύρονται δριμύτατα για τις Βάσεις, να εκφράζουν τον αποτροπιασμό τους για τις επεμβάσεις, να καταδικάζουν μετά βδελυγμίας τους τρομοκράτες, να συγκλονίζονται από τα γεγονότα (βαθύτατα) να υποκρίνονται (βαθυστόχαστα)».
*Δημοσίευμα των «Νέων» της 18ης Απριλίου 1986. Έφερε τον τίτλο «Ο Μ. Κουγιουμτζής για το βιβλίο του Χ. Μίσσιου».
Ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και θεατρικός δάσκαλος Μίμης Κουγιουμτζής (1936-2003) υπήρξε βασικό στέλεχος του Θεάτρου Τέχνης και στενός συνεργάτης του Καρόλου Κουν.
Ο Μίμης Κουγιουμτζής
Ο Χρόνης Μίσσιος, συγγραφέας, αντιστασιακός και αγωνιστής της Aριστεράς, γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές, κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά η οικογένειά του κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη, και ο Μίσσιος εργάστηκε ως μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού λόγω οικονομικής ανέχειας.
Λίγο αργότερα στάλθηκε από τον Ερυθρό Σταυρό στα Γιαννιτσά μαζί με άλλα παιδιά, για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής. Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση.
Με την απελευθέρωση επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και οργανώθηκε στο Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων.
Το 1947 συνελήφθη, βασανίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο για τη συμμετοχή του στον Εμφύλιο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε από το θάνατο χάρη σε ένα τυχαίο γεγονός.
Φυλακίστηκε έως το 1953 και από το 1962 έζησε εξόριστος στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη.
Ύστερα από ένα διάστημα ελευθερίας μεταξύ των ετών 1962 και 1967, ο Μίσσιος υπήρξε και πάλι πολιτικός κρατούμενος κατά τη διάρκεια της χούντας, έως τον Αύγουστο του 1973.
Με τη λογοτεχνία ο Μίσσιος ασχολήθηκε σε μεγάλη ηλικία.
Το πρώτο του βιβλίο «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού από τους πρώτους ήδη μήνες της κυκλοφορίας του. Πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό κείμενο γραμμένο σε συνειρμική και λαϊκή γλώσσα, που εντάσσεται στην παράδοση της απομνημονευματογραφίας.
Ο Μίσσιος μπόρεσε να μετατρέψει τις οδυνηρές πολιτικές εμπειρίες του σε ζωντανό λογοτεχνικό μύθο, καταγγέλλοντας τόσο τα βασανιστήρια και τους βασανιστές του όσο και τους κομματικούς γραφειοκράτες της Αριστεράς και το δογματισμό τους.
Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του «Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε;» (Γράμματα, 1988).
Στα επόμενα βιβλία του διατηρήθηκε η θερμότητα των αισθημάτων του και το ανθρωπιστικό του μήνυμα για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο χωρίς καμία ιδεολογική διόπτρα («Τα κεραμίδια στάζουν», 1991, «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι», 1996, «Ντομάτα με γεύση μπανάνας», 2001).
Ο Μίσσιος υπήρξε εμπνευστής μιας λογοτεχνίας που, παρά το σκληρό κόσμο που απεικονίζει, δε χάνει ποτέ την αισιοδοξία και την πίστη της στις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου, ο οποίος είναι ικανός υπό συνθήκες ελευθερίας να ζήσει σε μια δημοκρατία που θα εγγυάται τόσο τα ατομικά δικαιώματα όσο και την ευδαιμονία της κοινότητας.
Ο Χρόνης Μίσσιος απεβίωσε σε ηλικία 82 ετών, στις 20 Νοεμβρίου 2012, έχοντας πρώτα παλέψει επί μακρόν με τον καρκίνο.