Ημέρες τραγικές της Κατοχής θυμίζει η προληπτική λογοκρισία που επιβάλλεται στα θέατρα. Γιατί όσο ο τόπος αυτός ήταν ελεύθερος —σε περιόδους ομαλές— ποτέ καμμιά κυβέρνηση κοινοβουλευτική, κανένας Υπουργός όχι δεν τόλμησε αλλά ούτε σκέφτηκε καν να εισηγηθή ή να επιβάλη την λογοκρισία. Μόνο σε εποχές ανώμαλες —την κωμικοτραγική εκείνην εποχή της δικτατορίας Μεταξά— ο λογοκριτής εγκαταστάθηκε στο θέατρο.
— Βγάλτο αυτό.
— Γιατί;
— Γιατί λέει Γιάννης. Επομένως εννοεί τον Ιωάννη Μεταξά.
Η λογοκρισία είναι μια εφεύρεση των τυράννων και τα κατώτερα όργανά της είναι κατά κανόνα άνθρωποι ηλίθιοι. Και ηλίθιοι αν δεν είναι, όμως, το είδος της δουλειάς και η αποστολή τους είναι τέτοια, ώστε προσπαθώντας ν’ ανακαλύψουν τον υπαινιγμό, και εκεί ακόμα όπου δεν υπάρχει, αποδεικνύονται πάντα ηλίθιοι, και μάλιστα σε σημείο εξοργιστικό. Και δεν υπάρχει τραγικώτερη δοκιμασία από το να νταραβερίζεσαι με ηλιθίους. Θυμάμαι όταν είχα βγάλει το πρώτο μου ευθυμογραφικό βιβλίο «Η Θέμις έχει κέφια» επί Τετάρτης Αυγούστου — τράβηξα στον λογοκριτή, για να δη τα δοκίμια. Το κείμενο αποτελούσαν δικαστηριακά ευθυμογραφήματα, που είχε σκιτσάρει ο Φ. (σ.σ. Φωκίων) Δημητριάδης. Ο λογοκριτής είδε το κείμενο, ύστερα σταμάτησε σ’ ένα σκίτσο και συνωφρυώθηκε.
Επρόκειτο για ένα ευθυμογράφημα που περιέγραφε μια κλοπή δαχτυλιδιού από ένα δουλικό, κι’ ο σκιτσογράφος σκιτσάρισε το δουλικό και έναν αρειμάνιο τύπο —τον φίλο της— που είχε δασκαλέψει την κλοπή. Σ’ αυτόν, λοιπόν, τον τύπο ο λογοκριτής ανακάλυψε σατανική πολιτική αποστολή (!)
— Μα χρυσέ μου άνθρωπε, του είπα, τι μπορεί να θέλη ο Κονδύλης μέσα σ’ ένα τέτοιο βιβλίο; Κι’ ύστερα από πού κι’ ως πού του μοιάζει;
— Άστα τώρα Δημήτρη! Σε μένα; Δεν τρώω άχερα εγώ! Έξυπνος είμαι κι’ εγώ Δημήτρη μου! Δεν είμαι κανένας κουτός… Ολόφτυστος ο Κονδύλης είν’ αυτός! Γιατί τον φτιάξατε εδώ; Για να μας θυμίσετε την παρουσία του Κονδύλη;
— Μα χρυσέ μου άνθρωπε…
— Άστα τώρα Δημήτρη! Μη μου κάνεις τον κουτό!
— Μα δεν σου κάνω ούτε τον έξυπνο ούτε τον κουτό. Ένα πράμα σε ρωτώ μονάχα: Τι μπορεί να θέλη ο Κονδύλης σ’ ένα βιβλίο όπως αυτό;
— Άστα τώρα Δημήτρη! Αυτό το σκίτσο θα πεταχτή. Δεν είμαστε από τα Γκράβαρα εμείς! Αθηναίοι είμαστε κι’ εμείς Δημήτρη μου!
Η ηλιθιότης του λογοκριτή μ’ έκανε να πάω στον ίδιο τον Υπουργό —αν θυμάστε τον μακαρίτη Νικολούδη— που πείσθηκε ότι το σκίτσο δεν παρίστανε τον Κονδύλη κι’ έτσι το άφησε. Το επεισοδιάκι αυτό, ασήμαντο εντελώς, δείχνει τις μοιραίες υπερβολές όπου φτάνει πάντα η λογοκρισία, που καταντά πάντα να γίνεται τυραννική και εξοργιστική. Άλλη φορά στην Κατοχή —οπότε είχαμε τρεις λογοκρισίες, γερμανική, ιταλική κι’ ελληνική— ήλθε ο «Έλληνας» λογοκριτής στην γενική δοκιμή της κωμωδίας «Ο Εαυτούλης μου». Στο έργο αυτό ο Λογοθετίδης, που έκανε έναν τύπο εγωιστή, ήθελε να χωρίση την γυναίκα του κι’ έλεγε σ’ ένα σημείο:
— Θέλω ελευθερία! Ελευθερία θέλω, αδερφέ!
Όπου τινάζεται απάνω ο «Έλληνας» λογοκριτής:
— Σταθήτε!
— Τι συμβαίνει, κ. λογοκριτά;
— Να φύγη η λέξη ελευθερία. Πειράζει τους Γερμανούς και τους Ιταλούς.
Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι η λέξη «ελευθερία», όπως ήταν τοποθετημένη εκεί, δεν είχε καμμιά σχέση με την ελευθερία της Ελλάδος.
— Άσχετο! επέμενε. Η λέξη ελευθερία σήμερα χτυπάει… άσκημα τ’ αυτιά!
Και επέμενε μέχρις ότου διέγραψε την… σόκιν λέξη κι’ έβαλε αντί της ελευθερίας την λέξη «ξενοιασιά», που είναι σήμερα τυπωμένη στο κείμενο εις ανάμνησιν των ωραίων εκείνων ημερών. Δεν θα μου έφταναν στήλες ολόκληρες ν’ αραδιάσω ανάλογα επεισόδια που δείχνουν την τυραννία και την ηλιθιότητα του θεσμού της λογοκρισίας είτε στα έντυπα είτε στο θέατρο.
Λογοκρισία επιβάλλουν μόνο τα καθεστώτα που φοβούνται την ελευθερία του λόγου. Τι φοβούνται σήμερα εκείνοι που μας ξαναφέρνουν πίσω τον απαισίας μνήμης τυραννικό θεσμό; Θα πήτε ότι στα θέατρα καμμιά φορά υπάρχει πολλή ελευθεροστομία σε θέματα πολιτικά. Γιατί να μην υπάρχη όμως; Σ’ έναν τόπο όπου η πολιτική διαφθορά κι’ ο πολιτικαντισμός —ας πούμε— αποτελούν μόνιμες σχεδόν πληγές, αλλοίμονο αν δεν υπάρχει κι’ αυτή η ελευθεροστομία. Δεν το καταλαβαίνουν εκείνοι που εισηγούνται μέτρα δικτατορικά σε εποχές «κοινοβουλευτικής ελευθερίας»;
*Κείμενο του Δημήτρη Ψαθά, που έφερε τον τίτλο «Λογοκρισίες» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» τη Δευτέρα 1η Αυγούστου 1955.
Ο Δημήτρης Ψαθάς γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου το 1907 και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1923.
Εκεί ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του και εργάστηκε από το 1925 ως δημοσιογράφος με ειδίκευση στο δικαστικό ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα». Από το 1937 και επί σαράντα περίπου χρόνια συνεργάστηκε με τα «Αθηναϊκά Νέα» και «Τα Νέα», παράλληλα δε με πολλά έντυπα, ελληνικά και της ομογένειας.
Ο Ψαθάς εργάστηκε επίσης ως χρονογράφος σε αθηναϊκές εφημερίδες, ενώ υπήρξε και παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών.
Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1937 με την έκδοση της συλλογής ευθυμογραφημάτων «Η Θέμις έχει κέφια». Ακολούθησαν πολλά ανάλογα έργα, όλα στο χώρο της σατιρικής ευθυμογραφίας, με κορυφαίο τη «Μαντάμ Σουσού» (1940).
Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε το 1940 με την κωμωδία «Το στραβόξυλο», που ανέβηκε από το θίασο του Βασίλη Αργυρόπουλου και γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Ακολούθησαν έργα όπως τα «Φον Δημητράκης», «Μικροί φαρισαίοι», «Ένας βλάκας και μισός», «Η χαρτοπαίχτρα», «Ξύπνα Βασίλη», που γνώρισαν επιτυχία στη σκηνή, ενώ πολλά μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο με ανάλογη επιτυχία.
Ο Ψαθάς εξέδωσε και ταξιδιωτικά κείμενα, που συνδυάζουν δημοσιογραφικά και ευθυμογραφικά στοιχεία με κοινωνικά και πολιτικά σχόλια. Έγραψε επίσης και τις εμπειρίες του από τον πόλεμο και την Αντίσταση, καθώς και το βιβλίο «Γη του Πόντου» (1968) για την ιδιαίτερη πατρίδα του.
Για πρώτη φορά, η ζωή του Νίκου Ξυλούρη ανεβαίνει στο θεατρικό σανίδι από τη Stages Network και τα Αθηναϊκά Θέατρα, με το έργο Ο Αρχάγγελος της Κρήτης. Έως τις 31 Ιανουαρίου στο θέατρο ΗΒΗ.
Σύνταξη
WIDGET ΡΟΗΣ ΕΙΔΗΣΕΩΝΗ ροή ειδήσεων του in.gr στο site σας