Χωρίς την Ελλάδα δεν θα υπήρχα: Οι Puressence για την ξεχωριστή σχέση με τη χώρα μας
Λίγο πριν την εμφάνισή τους στη Μονή Λαζαριστών στη Θεσσαλονίκη, στις 20 Σεπτεμβρίου, τα μέλη των Puressence μιλούν για την ξεχωριστή σχέση τους με την Ελλάδα.
Ως λαός έχουμε ένα ιδιαίτερο κόλλημα με τη μουσική – όχι μόνο την εγχώριο. Σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχουν διάφοροι μουσικοί και συγκροτήματα που τους θεωρούμε πιο… δικούς μας από ότι θα έπρεπε. Από τον Manu Chao και τους Archive μέχρι τους Placebo και τους Tindersticks. Και, πάνω από όλους, τους Puressence.
Τι κι αν μιλάμε για ένα συγκρότημα που «γεννήθηκε» στο Μάντσεστερ; Πάντα το ελληνικό κοινό τους έβλεπε ως «τα δικά του παιδιά», κομμάτια όπως τα I Suppose και Casting Lazy Shadows έγιναν hits στους ραδιοφωνικούς σταθμούς και τα μπαρ της πόλης, ενώ οι συναυλίες τους στα μέρη μας ήταν πάντα sold out.
Πέρσι, μετά από «απουσία» 11 χρόνων, οι Puressence επέστρεψαν στην Αθήνα και φέτος είναι η σειρά της Θεσσαλονίκης. Το αγαπημένο συγκρότημα θα εμφανιστεί στις 20 Σεπτεμβρίου στη Μονή Λαζαριστών και λίγο πριν τη συναυλία τους, αποκαλύπτουν την ξεχωριστή τους σχέση με την Ελλάδα.
Ο Tony στάθηκε στις μουσικές επιρροές του συγκροτήματος και στη βαθιά σύνδεση με την Ελλάδα: «Ναι, σίγουρα υπάρχει κάποια επιρροή. Λατρεύω την ελληνική μουσική, λατρεύω τον ρυθμό, τα κρουστά. Κάθε φορά που ερχόμαστε στην Ελλάδα, μου αρέσει πολύ να ακούω ελληνική μουσική. Νομίζω ότι ως μπάντα, είτε συνειδητά είτε υποσυνείδητα, έχουμε επηρεαστεί από την ελληνική κουλτούρα».
Μάλιστα, αποκαλύπτει πως η σχέση αυτή είχε ξεκινήσει προτού καν γνωρίσουν τη χώρα μας: «Πριν καν πατήσουμε το πόδι μας στην Ελλάδα, γράψαμε ένα κομμάτι που λέγεται Casting Lazy Shadows το οποίο σε μένα ακούγεται σαν ελληνικό τραγούδι. Η αέρινη αίσθηση, η μελαγχολική διάθεση, η ανάποδη κιθάρα, ο ρυθμός… όλα έχουν κάτι ελληνικό».
Όσο για το ελληνικό κοινό, δεν κρύβει τον θαυμασμό του: «Αν έπρεπε να αποτυπώσω την ενέργειά του σε έναν μόνο ρυθμό, θα έλεγα το ‘I Suppose’. Το κοινό απλώς παίρνει το τραγούδι και το κάνει δικό του, το ζωντανεύει. Ο Κεβ κι εγώ μπορούμε να πάμε στην άκρη για τσιγάρο και να το αφήσουμε πάνω τους, γιατί αυτοί κατέχουν πλήρως αυτόν τον δυνατό και έντονο ρυθμό – νομίζω τον καταλαβαίνουν καλύτερα από εμάς. Θα έβαζα και το ‘India’, γιατί έχει έναν παρόμοιο έντονο παλμό που το ελληνικό κοινό κάνει δικό του. Ανυπομονούμε να το ξαναζήσουμε μαζί σας στη Θεσσαλονίκη στις 20 Σεπτεμβρίου!».
Τη σκυτάλη παίρνει ο Kevin, στέλνοντας το δικό του μήνυμα: «Ναι, έχουμε τρελή όρεξη για αυτή τη συναυλία, ανυπομονούμε πολύ, γιατί οι αναμνήσεις μας από τη Θεσσαλονίκη είναι πάντα υπέροχες. Το ελληνικό κοινό… να το πω έτσι; Είναι τόσο μέσα στο κλίμα όσο κι εμείς! Και ο ίδιος ο χώρος, που είναι πραγματικά εμβληματικός, θα μας πάει όλους κάπου αλλού. Νομίζω ότι θα είναι μια πολύ ξεχωριστή εμπειρία».
Με χιούμορ και ενθουσιασμό, μιλά και για τη σχέση του με την πόλη: «Το πρωί λέω να κατηφορίσουμε προς τη θάλασσα, να πιω έναν ωραίο ελληνικό καφέ – που είναι σκέτη φωτιά, που… και νεκρούς ανασταίνει! Μετά, μπορεί να βουτήξω και καμιά ελιά μέσα – όταν είσαι στη Ρώμη… ή μάλλον στη Θεσσαλονίκη… έτσι παίζεται το παιχνίδι! Τρελαίνομαι για την ατμόσφαιρα της πόλης – όλη η παραλιακή είναι τίγκα στα μπαράκια, πίσω από τα κτίρια κουβαλάει ιστορία. Βασικά, θα κάνω μια γύρα στα μπαράκια, έτσι για να τσεκάρω αν είναι ακόμα τόσο καλά όσο τα θυμάμαι. Φροντίστε να έχετε αρκετά εφόδια για εμάς… τα λέμε σύντομα!»
Ο Lowell, με τη σειρά του, μιλά για την ατμόσφαιρα που περιμένει να ζήσει στη Θεσσαλονίκη:
«Ναι, απολύτως. Η Ελλάδα πάντα μας υποδέχεται με ανοιχτές αγκάλες. Οπότε είναι λίγο σαν να δουλεύουμε μαζί σαν ομάδα. Αν καταφέρουμε να δημιουργήσουμε κάτι ξεχωριστό με το κοινό, τότε θα είναι μια πραγματικά ξεχωριστή βραδιά».
Και για τη μακρόχρονη σχέση με τους Έλληνες φανς: «Ναι, είναι κάτι που σε συγκινεί πραγματικά, νιώθω ευγνώμων. Μπορούμε να εξαφανιστούμε για μια δεκαετία και ο κόσμος θα συνεχίσει να κρατά τη μουσική μας στην καρδιά του. Είναι πολύ συγκινητικό και ταπεινό. Είναι σαν να μην έχουμε τελειώσει ακόμα, έχουμε ακόμα πολλά να κάνουμε».
Τέλος, ο τραγουδιστής των Puressence, James Mudriczki μοιράστηκε μια πολύ προσωπική ιστορία:
«Δεν έχω καμία συγγένεια με την Ελλάδα, αλλά χωρίς αυτήν δεν θα υπήρχα. Οι γονείς μου γνωρίστηκαν όταν δούλευαν σε ένα ελληνικό εστιατόριο – ο πατέρας μου σεφ, η μητέρα μου σερβιτόρα. Άρα, χωρίς την Ελλάδα, απλώς δεν θα υπήρχα».