Σε όσα έχουμε ήδη αναφέρει για τα χαρακτηριστικά εκείνα που διαφοροποιούν τους Νόμους από τα προηγηθέντα πλατωνικά συγγράμματα οφείλουμε να προσθέσουμε το ύφος. Εδώ, στην κατάληξη πλέον μιας πορείας που ακολουθεί ο μεγάλος φιλόσοφος στα όψιμα έργα του, το ύφος γίνεται ούτως ειπείν γεροντικό, στρυφνό και άκαμπτο, αποστασιοποιημένο από το δροσερό και χαρίεν ύφος, τη γνήσια αττική «χάριν», που εξασφάλισε στον Πλάτωνα μια θέση ανάμεσα στους μεγάλους κλασικούς του ελληνικού πεζού λόγου.
Ξεχωριστής αναφοράς χρήζει η Επινομίς, που εξετάζεται ως παράρτημα των Νόμων. Σύμφωνα με τον Διογένη τον Λαέρτιο, το μικρό αυτό σύγγραμμα –αναφέρεται στην επιστήμη των αριθμών και περιλαμβάνει στοιχεία αστρονομικής θεολογίας, υπό τη σαφή επίδραση του πυθαγορισμού– είναι έργο του γραμματέα της Ακαδημίας και μαθητή του Πλάτωνος, του Φιλίππου του Οπουντίου. Ο τελευταίος, πάντα κατά την ίδια πηγή, ήταν εκείνος που εξέδωσε τους Νόμους αξιοποιώντας τις διαθέσιμες πρόχειρες σημειώσεις –μια τέτοια εκδοχή θα μπορούσε να εξηγήσει αρκετές από τις ιδιαιτερότητες του έργου–, τους κατένειμε σε δώδεκα βιβλία και πρόσθεσε την Επινομίδα.
Στην όψιμη συγγραφική περίοδο του Πλάτωνος, δηλαδή στα χρόνια μετά την οριστική επιστροφή του στην Αθήνα, κατατάσσεται τέλος και η Έβδομη Επιστολή ή Επιστολή Ζ’, όπου ο ηλικιωμένος φιλόσοφος προβαίνει σε έναν απολογισμό των τριών ταξιδιών του στη Σικελία. Στην επιστολή αυτήν ο Πλάτων βεβαιώνει μάλιστα ότι ποτέ δεν έγραψε σχετικά με το σκοπό της προσπάθειάς του, ποτέ και πουθενά δεν έγραψε την προσωπική του διδασκαλία.
Η θέση του αυτή, σε συνδυασμό με την αναφορά του στον Φαίδρο για την περιορισμένη αξία της γραφής, την κατωτερότητα του γραπτού λόγου έναντι του ζωντανού, παιδευτικού λόγου, έστρεψε το ενδιαφέρον πολλών μελετητών στα στοιχεία εκείνα της πλατωνικής διδασκαλίας που είτε δεν περιλαμβάνονται είτε υποδηλώνονται μόνο στους διαλόγους. Με άλλα λόγια, στο κέντρο της πλατωνικής έρευνας τέθηκε το ζήτημα εάν πίσω από τα δημοσιευμένα συγγράμματα υφίσταται μια διδασκαλία που μεταδόθηκε μόνο προφορικά, μια διδασκαλία την οποία υπαινίσσεται ο Αριστοτέλης κάνοντας λόγο για τα «λεγόμενα άγραφα δόγματα» (στο πρωτότυπο, Φυσικά ή Φυσικής ακροάσεως Δ’, 209b, «εν τοις λεγομένοις αγράφοις δόγμασιν») του Πλάτωνος.
*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, έκδοση των «Νόμων» του Πλάτωνος στη γερμανική γλώσσα (2011).