Παρίσι: Δύο ακόμα έρευνες προσφέρουν στήριξη στη θεωρία ότι οι ψυχικές διαταραχές οφείλονται σε συνδυασμό γενετικής προδιάθεσης και συνθηκών ζωής.
Αμερικανοί ερευνητές ανακάλυψαν ποικιλίες ενός γονιδίου που σχετίζεται με τις ορμόνες του στρες οι οποίες φαίνεται ότι προστατεύουν τα κακοποιημένα παιδιά από την εμφάνιση κατάθλιψης στην ενήλικη ζωή τους.
Στη δεύτερη μελέτη, ερευνητές στη Βρετανία διαπιστώνουν αυξημένο κίνδυνο σχιζοφρένειας στα παιδιά γυναικών οι οποίες βρίσκονταν σε πένθος κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης.
Και οι δύο έρευνες δημοσιεύονται στο Archives of General Psychiatry.
«Δεν υπάρχει θέμα ‘γονίδια ή περιβάλλον’. Το θέμα είναι πώς τα γονίδια αλληλεπιδρούν με τους εκάστοτε περιβαλλοντικούς παράγοντες. Και αυτό πιθανότατα ισχύει για όλες τις διαταραχές που ονομάζουμε ψυχικές ασθένειες» σχολίασε στο Reuters ο Τόμας Ίνσελ, διευθυντής των αμερικανικών Εθνικών Ινστιτούτων Ψυχικής Υγείας. «Πρέπει να υπάρχει κάποιος γενετικός παράγοντας που δημιουργεί προδιάθεση. Αλλά τα πάντα εξαρτώνται από το τι θα συμβεί στη ζωή του καθενός» εξηγεί.
Στην πρώτη μελέτη, η Δρ Κέρι Ρέσλερ του Πανεπιστημίου Emory εντόπισε μια προστατευτική ποικιλία του γονιδίου της ορμόνης που προκαλεί την έκκριση κορτικοτροπίνης, μιας ορμόνης του στρες.
Οι ερευνητές αρχικά εξέτασαν δείγματα DNA από 422 ενήλικες, οι περισσότεροι μαύροι και φτωχοί, από τους οποίους το ένα τρίτο έφερε την προστατευτική ποικιλομορφία.
Τα άτομα αυτής της ομάδας που είχαν και ιστορικό κακοποίησης είχαν τα μισά από τα συμπτώματα κατάθλιψης σε σχέση με άτομα που είχαν παρόμοιες εμπειρίες αλλά δεν έφεραν το προστατευτικό γονίδιο.
Τα ίδια αποτελέσματα έδωσε η επανάληψη του πειράματος σε 199 πλουσιότερους λευκούς ενήλικες.
Η δεύτερη μελέτη αφορά τη σχέση της σχιζοφρένειας όχι με τα γονίδια, αλλά με έναν «περιβαλλοντικό» ή «επιγενετικό» παράγοντα, το χημικό περιβάλλον της μήτρας.
Εξετάζοντας στοιχεία για 1,38 εκατ. μωρά που γεννήθηκαν στη Δανία, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ο κίνδυνος σχιζοφρένειας ήταν μεγαλύτερος κατά δύο τρίτα στα παιδιά γυναικών οι οποίες είχαν χάσει κάποιο συγγενικό πρόσωπο στο πρώτο τρίμηνο της κύησης.
Η συσχέτιση εξαφανιζόταν μετά τους πρώτους τρεις μήνες, πιθανώς επειδή το έμβρυο σταδιακά αναπτύσσει μέσα προστασίας από τις μητρικές ορμόνες του στρες.
Οι ερευνητές επισημαίνουν επίσης ότι η συσχέτιση ήταν ορατή μόνο στα σποραδικά κρούσματα σχιζοφρένειας, δηλαδή σε οικογένειες που δεν είχαν ιστορικό της ασθένειας.
Σε κάθε περίπτωση, οι επιστήμονες φαίνονται πεπεισμένοι ότι οι ψυχικές ασθένειες δεν μπορουν αποδοθούν μόνο στην κληρονομικότητα ή μόνο στο περιβάλλον. «Αυτό που πιστεύουμε σήμερα είναι ότι δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στη φύση και την ανατροφή [nature and nurture]» δήλωσε η Κάθριν Αμπελ, επικεφαλής της μελέτης στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ.