Με τον αρμόδιο υπουργό να πανηγυρίζει ότι επανήλθε στη γλώσσα των επίσημων κρατικών εγγράφων η ορολογία «λαθρομετανάστης» αντί του παράτυπος μετανάστης ή πρόσφυγας, την πρωτοφανή απόφαση για αναστολή του δικαιώματος στο άσυλο συλλήβδην για όσους έρχονται από συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, και την θετική αντιμετώπιση του κυνηγιού μεταναστών στο οποίο έχει επιδοθεί η σημερινή αμερικανική κυβέρνηση, αντιλαμβανόμαστε ότι ήδη παγιώνεται ένα νέο «παράδειγμα» για το μεταναστευτικό και το προσφυγικό στη χώρα μας. Μια αμιγώς κατασταλτική λογική βλέπει στις αφίξεις μεταναστών και προσφύγων μόνο μια «απειλή» θεωρώντας ότι δεν έχει ανάγκη κάποιου ανθρωπιστικού προσωπείου. Πλέον η βαναυσότητα θεωρείται ως αναπόσπαστο στοιχείο μιας αποτελεσματικά αποτρεπτικής πολιτικής.
Άλλωστε, μιλώντας το καλοκαίρι ο αρμόδιος υπουργός Μετανάστευσης υποστήριξε ότι αντιμετωπίζουμε μια «εισβολή», ενώ αναρωτήθηκε «εάν θέλουμε να αντικαταστήσουμε ως Ευρωπαίοι τον πληθυσμό μας». Δηλαδή υιοθετείται, ακόμη και από αρμόδια κυβερνητικά χείλη, η ρατσιστική και συνωμοσιολογική θεωρία της «μεγάλης αντικατάστασης», που υποστηρίζει ότι η μετανάστευση είναι οργανωμένη προσπάθεια να αντικατασταθεί ο ευρωπαϊκός – λευκός – πληθυσμός από μουσουλμάνους. Σε αυτό το φόντο ολοκληρώνεται στις μέρες μας όχι μόνο η ακύρωση του δικαιώματος στο άσυλο η ποινικοποίηση της μετανάστευσης, μια διαδικασία που έχει σημαντικό ιστορικό βάθος σε όλες τις μορφές συντήρησης της «παρανομίας» των μεταναστών που αξιοποιήθηκαν συστηματικά ως τρόπος για να υφίστανται μεγαλύτερη εκμετάλλευση.
Όλα αυτά καθιστούν εξαιρετικά ενδιαφέρον το βιβλίο της Ειρήνης Βλάχου «Το Άσυλο» που κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα από τις εκδόσεις Αντίποδες, με πρόλογο του Χρήστου Κρυστάλλη. Δικηγόρος με πολύχρονη ενασχόληση με το προσφυγικό ζήτημα, η Βλάχου καταθέτει μια αποκρυπτογράφηση της διαδικασίας των αιτήσεων για άσυλο, από την οπτική γωνία ενός ανθρώπου που διαμεσολαβεί ανάμεσα στο νομικό σύστημα και τους ανθρώπους υφίστανται τις συνέπειές του. Σύντομο και βιωματικό, αλλά όχι γι’ αυτό λιγότερο τεκμηριωμένο, το βιβλίο αυτό έρχεται να συμπληρώσει άλλες πιο εκτενείς μελέτες (ας σημειώσουμε εδώ την κυκλοφορία πέρσι της ελληνικής μετάφρασης του κλασικού πλέον βιβλίου της Heth Cabot «Στο κατώφλι της Ευρώπης. Το άσυλο και η ιδιότητα του πολίτη στην Ελλάδα» από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια), προσφέροντας συνάμα τη ματιά όχι του ερευνητή αλλά του ανθρώπου που έχει άμεση εμπλοκή στη διαδικασία.
«Η μετανάστευση είναι παράνομη γιατί δεν μπορεί να είναι νόμιμη». Με αφοπλιστική απλότητα η Βλάχου θέτει εξαρχής τον πυρήνα του προβλήματος. Γιατί η πραγματικότητα που κάνουμε ότι δεν υπάρχει είναι ότι πολύ απλά ένας μετανάστης ή ένας πρόσφυγας δεν μπορούν να φτάσουν νόμιμα στη χώρα μας, οπότε η παράτυπη (και πλέον παράνομη) είσοδος και το αίτημα ασύλου καθίσταται μονόδρομος, για ανθρώπους που ταλαιπωρούνται, δανείζονται τα ποσά που πρέπει να δώσουν στους διακινητές, συναντούν πλήθος κακουχίες στη διαδρομή και υφίστανται κάθε είδους βαναυσότητα.
Η Βλάχου παρουσιάζει τη διαδρομή της: μια δικηγόρος που θέλοντος να αποφύγει την παραδοσιακή δικηγορικό καριέρα, περνάει πρώτα από τις επιτροπές ασύλου και μετά, στην κορύφωση των μεγάλων προσφυγικών ροών προς την Ελλάδα, στο ευρύτερο οικοσύστημα των μη κυβερνητικών οργανώσεων. Βρέθηκε, έτσι, στο τοπίο μετά τη Κοινή Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας, αντιμέτωπη με τη νέα συνθήκη που μετέτρεπε τη χώρα μας σε τόπο όχι διέλευσης αλλά εγκλεισμού και αναμονής, αλλά και που σήμαινε ότι ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων βρέθηκαν να εργάζονται γύρω από το μεταναστευτικό.
Η περιγραφή που κάνει στο οικοσύστημα των μη κυβερνητικών οργανώσεων, αποφεύγει και τη δαιμονοποίησή τους – που εκτός των άλλων έχει οδηγήσει και σε διάφορες απόπειρες ποινικοποίησής τους – αλλά και την εξιδανίκευσή τους. Υπογραμμίζει ότι μεγάλος αριθμός ανθρώπων εκεί εργάστηκαν και εργάζονται με πραγματική διάθεση αλληλεγγύης, όμως άλλοι την αντιμετώπισαν ως μια ακόμη καριέρα. Κυρίως, όμως, δείχνει τα όρια μιας πολιτικής που ουσιαστικά ανέθεσε σε ιδιωτικές εταιρείες τη «διοικητική διαδικασία προσδιορισμού, καταμερισμού και οργάνωσης των αιτημάτων των μεταναστών». Σημειώνει, παράλληλα, τη σημασία ιδιαίτερων στιγμών της διαδικασίας όπως αυτή της συνέντευξης για κάθε άνθρωπο μέσα στο σύστημα ασύλου, ως της μοναδικής στιγμής «κατά την οποία το κράτος είναι υποχρεωμένο να ακούσει όσα και ό,τι έχει αυτός να πει».
Μέσα σε όλα αυτά η ευρωπαϊκή πολιτική επέβαλε μια «στάθμιση της ευαλωτότητας», ως εάν να μην αρκούσε το γεγονός ότι κάποιος πήρε την απόφαση να κάνει ένα τόσο μεγάλο ταξίδι, να κινδυνέψει να πνιγεί και να τον ξεβράζει μια ακυβέρνητη βάρκα στα ελληνικά παράλια για να θεωρηθεί ευάλωτος. Το γεγονός ότι από τον βαθμό ευαλωτότητας εξαρτιόταν το εάν κάποιος θα ξέφευγε από τον εγκλωβισμό στα κέντρα κράτησης, οδηγούσε και σε αντίστροφη εργαλειοποίηση. Όπως σημειώνει η Βλάχου «πρέπει να προσπαθήσουμε να σκεφτούμε τη βίαιη αλλαγή που φέρνει μια τέτοια διαδικασία στο μυαλό και στο σώμα μιας γυναίκας που φτάνει την Ευρώπη από τα περίχωρα της Καμπούλ και χρειάζεται να μείνει έγκυος για να αποδείξει την ευαλωτότητά της». Σαν να μην έφτανε αυτό, ακόμη και η «στρόφιγγα της ευαλωτότητας» έκλεισε σταδιακά μετά το 2019, με αποτέλεσμα πλέον μια συνθήκη διαρκούς παρανομίας που διαρκώς σταθμίζεται με τη σειρά της σε μια ατέρμονη σειρά διοικητικών διαδικασιών, ένα διαρκές γραφειοκρατικό εμπόριο βαρβαρότητας με το οποίο αναμετριούνται οι μετανάστριες/στες και όσες/οι επιμένουν στην αλληλεγγύη, που με τη σειρά τους είναι αντιμέτωπες/οι με ενδεχόμενη ποινικοποίηση της δικής τους δράσης. Άλλωστε, όπως σημειώνει επιλογικά: «Είμαι ένοχη γιατί βλέπω κάτι που πρέπει να μείνει αόρατο, πατάω για χρόνια εκεί που οι Ευρωπαίοι δεν πρέπει να βάζουν τα πόδια τους».
Όπως σημειώνει η Βλάχου, «οι μετανάστες και οι μετανάστριες είναι οι περισσότερο ταξιδεμένοι άνθρωποι που γνωρίζω, είναι οι κοσμοπολίτες του 21ου αιώνα, από ανάγκη όχι από επιλογή, ταξιδεύουν καταναγκαστικά, είναι στην ουσία τους διεθνικοί και πολύπλοκοι, έχουν δουλέψει παντού και έχουν κάνει όλες τις πιθανές δουλειές, συνεννοούνται συνήθως σε περισσότερες γλώσσες και καταλαβαίνουν διαλέκτους, έχουν κοιμηθεί στα πιο παράξενα μέρη και ξέρουν καλύτερα τα βουνά και τις θάλασσες κι από τους πιο έμπειρους ντόπιους»