«Δεν μάθαμε τίποτα»: Ο θρυλικός πολεμικός ανταποκριτής Ντον ΜακΚάλιν νιώθει ενοχές -«Μια ζωή βόθρος»
Στα 90 του, ο Σερ Ντον ΜακΚάλιν, ο θρυλικός φωτογράφος και πολεμικός ανταποκριτής γλίτωσε από σφαίρες και αιχμαλωσία, όχι όμως από τις ενοχές. «Δεν κατάφερα τίποτα»
Ο θρύλος της φωτογραφίας, Ντον ΜακΚάλιν, δεν βρίσκει καμία παρηγοριά στους τίτλους τιμής που του αποδόθηκαν.
«Αισθάνομαι σαν να έχω υπερ-ανταμειφθεί μόνο που ζω», λέει ο εμβληματικός πολεμικός ανταποκριτής και φωτορεπόρτερ εξηγώντας γιατί οι πιο εμβληματικές του φωτογραφίες θα τον στοιχειώνουν για πάντα.
Στα 90 του, ο Ντον ΜακΚάλιν έχει απαθανατίσει επτά δεκαετίες συγκρούσεων και τραγωδιών και έχει γίνει μάρτυρας σε ανείπωτο πόνο και θανάτους αλλά ο ίδιος γλίτωσε από ελεύθερους σκοπευτές, βλήματα όλμων -ακόμη και αιχμαλωσία.
«Η μοίρα είχε τη ζωή μου στα χέρια της», λέει στον The Guardian, αδιάφορος για κάθε αναγνώριση.
«Στο τέλος της ημέρας, δεν έκανα απολύτως κανένα καλό», λέει με έντονη απογοήτευση. «Κοιτάξτε την Ουκρανία. Κοιτάξτε τη Γάζα. Δεν άλλαξα ούτε ένα πράγμα. Το εννοώ. Αισθάνομαι σαν να έχω ταξιδέψει επάνω στον πόνο άλλων ανθρώπων τα τελευταία 60 χρόνια, και ο πόνος τους δεν βοήθησε στην πρόληψη τέτοιας τραγωδίας. Δεν μάθαμε τίποτα».
«Είναι ένας βόθρος, πραγματικά, η ζωή μου», λέει, απορρίπτοντας κάθε διάκριση για το έργο του, συμπεριλαμβανομένου του τίτλου του Iππότη που του αποδόθηκε το 2017
Αυτή η απελπισία είναι και η αφορμή για τον φωτογράφο να έχει στρέψει πλέον τον φακό του στις όμορφες νεκρές φύσεις που δημιουργεί στο υπόστεγό του ή στα τοπία γύρω από το σπίτι του στο Σόμερσετ.
Άλλωστε μπορεί οι πιο σπαρακτικές φωτογραφίες να είναι και οι πιο γνωστές του, αλλά η καριέρα του, που ξεκίνησε πριν από 67 χρόνια, αγκαλιάζει πολλά είδη. Για το αφιέρωμα στον The Guardian ο φωτογράρος κάθεται στο τραπέζι, περιτριγυρισμένος από βιβλιοθήκες, σε ένα όμορφο δωμάτιο με θέα στη γη όπου έχει φυτέψει πολλά δέντρα, και ξεδιπλώνει τη ζωή του μέσα από τις εικόνες.
Από τη Συμμορία του Φίνσμπουρι Παρκ στον Εμφύλιο της Κύπρου
Ο ΜακΚάλιν μεγάλωσε στο Βόρειο Λονδίνο, σε ένα υγρό υπόγειο ενός πολυκατοικίας. Ο πατέρας του πέθανε από χρόνιο άσθμα όταν ο Ντον ήταν 14, και ο ίδιος εγκατέλειψε το σχολείο λίγο μετά.
Η θητεία του στη Βασιλική Αεροπορία (RAF) σε Σουδάν, Αίγυπτο και Κύπρο ήταν εκείνη που τον έφερε στη φωτογραφία. Η πρώτη του δημοσιευμένη φωτογραφία, το 1958, ήταν των The Guvnors, μιας συμμορίας νέων με τους οποίους μεγάλωσε στο Φίνσμπουρι Παρκ. Όταν η φωτογραφία δημοσιεύτηκε από τον Observer, η καριέρα του ξεκίνησε.
The Guvnors
«Ήμουν περικυκλωμένος από τη βία και τη μισαλλοδοξία, και αυτό με επηρέαζε», θυμάται, προσθέτοντας ωστόσο ότι το υπόβαθρο της «μη εκπαίδευσης» και της «φρίκης» τον κάνει να αισθάνεται σαν τον «απατεώνα» μέσα στο δωμάτιο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο ΜακΚάλιν ήταν ανεξάρτητος ρεπόρτερ για τον Observer και άλλα περιοδικά. Από το Βερολίνο το 1961, όπου πήγε με δικά του έξοδα και μια φθηνή φωτογραφική μηχανή (Rolleicord), κερδίζοντας το British Press Award για το οπτικό του δοκίμιο για το Τείχος, ο ΜακΚάλιν βρέθηκε σύντομα στον πρώτο του πόλεμο.
«Κλέβω εικόνες νεκρών ανθρώπων, οι οποίοι δεν μου έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους. Όχι κάτι απολύτως σωστό»
Λεμεσός
Το 1964, καλύπτοντας τον ελληνοκυπριακό πόλεμο στη Λεμεσό, βρέθηκε στη μέση μιας μάχης. «Ένιωσα σαν να αιωρούμαι», λέει για τη στιγμή που του ζητήθηκε να πάει.
«Ένιωσα ότι είχα επιλέξει το σωστό, γιατί αυτό που φωτογράφιζα ήταν τόσο εξωφρενικό που ανυπομονούσα να επιστρέψω στην Αγγλία για να δημοσιεύσω τις φωτογραφίες μου, ώστε να δείξω στον κόσμο πόσο λάθος ήταν» λέει, έχοντας απόλυτη επίγνωση του κινδύνου.
«Κατά κάποιον τρόπο είσαι ένας κλέφτης, κλέβεις τις συναισθηματικές τραγωδίες άλλων ανθρώπων. Κλέβεις εικόνες νεκρών ανθρώπων, οι οποίοι δεν σου έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους. Ήμουν ενήμερος ότι δεν ήταν απολύτως σωστό, και το πιστεύω μέχρι σήμερα. Γι’ αυτό επιστρέφω εδώ και φωτογραφίζω το αγγλικό τοπίο. Αισθάνομαι ότι πρέπει να απελευθερωθώ από την ενοχή μου, την οποία κουβαλάω ακόμα» λέει σπαρακτικά.
Βαθιά τσακισμένη ψυχή
Κονγκό
Το 1964, στο Κονγκό, παριστάνοντας τον μισθοφόρο, φωτογράφισε μαχητές πιστούς στον Πατρίς Λουμούμπα να βασανίζονται και να εκτελούνται. «Βασάνιζαν αγόρια 17 ετών, ίσως και νεότερα. Τους πυροβολούσαν στο πίσω μέρος του κεφαλιού και τους κλοτσούσαν στο ποτάμι» θυμάται με πόνο.
Όμως, δύο από τις πιο εμβληματικές και βασανιστικές του εικόνες ήρθαν μερικά χρόνια αργότερα, από τον πόλεμο του Βιετνάμ. Το πορτρέτο ενός βαθιά σοκαρισμένου Αμερικανού πεζοναύτη στο Χουέ το 1968, που τον δείχνει να κοιτάζει στο κενό μετά από μέρες μάχης, θεωρείται πλέον κλασική.
Αυτό το εμβληματικό πορτρέτο που δείχνει έναν στρατιώτη με τα μάτια «γεμάτα βροχόνερο» να κοιτάζει στο κενό μετά από 12 μέρες, είναι μια από τις πιο γνωστές του. Ο ΜακΚάλιν νιώθει «κάπως κουρασμένος» με τις πιο αναγνωρίσιμες φωτογραφίες του, φοβούμενος ότι η «τέλεια» σύνθεσή τους ίσως εκλαμβάνεται ως «καλλιτεχνική» και όχι ως αντιπολεμικό μήνυμα.
Αμερικανός πεζοναύτης στο Χουέ
«Το μυαλό μου δεν έχει ελευθερωθεί ποτέ από ορισμένες εικόνες», λέει, αποκαλύπτοντας ότι παρόλο που δεν έπαθε μετατραυματικό στρες (PTSD), «κολύμπησα σε μια δίνη τεράστιων ατυχιών, και η ζωή μου ήταν πραγματικά μια χαβούζα».
«Δεν έβλαψα κανέναν από τους ανθρώπους στις φωτογραφίες μου. Δεν τους σκότωσα. Δεν τους βασάνισα, με τον τρόπο που αυτός ο άνδρας έχει βασανιστεί από τη δική του κατάρρευση» προσθέτει ο ΜακΚάλιν που αν και αναγνωρίζει την αδρεναλίνη σε ένα πεδίο μάχης, έχει το σθένος να την ορίσει ως «εγωιστική, ανόητη» και πραγματικά περιττή.
«Καταραμένα ένοχος»
Αν υπάρχει μια φωτογραφία που τον στοιχειώνει περισσότερο είναι αυτή που απαθανάτισε στη Μπιάφρα το 1968, την επομένη της γέννησης του τρίτου του παιδιού.
Καταγράφοντας τον εμφύλιο πόλεμο, ο ΜακΚάλιν βρέθηκε σε ένα νοσοκομείο για ορφανά, όπου εκατοντάδες παιδιά («τουλάχιστον 600») πέθαιναν από την πείνα.
«Αυτή είναι ίσως η πιο φρικτή φωτογραφία που έχω τραβήξει στη ζωή μου»
Μπιάφρα
«Αυτή είναι ίσως η πιο φρικτή φωτογραφία που έχω τραβήξει στη ζωή μου», λέει για την εικόνα ενός αγοριού που κρατά ένα κονσερβοκούτι. «Είχε γλέιψει κυριολεκτικά μια κονσέρβα με κορν μπιφ, του έδωσα ένα γλυκό, κι εκείνος έφυγε, γλείφοντάς το. Λίγο μετά, ένιωσα κάποιον να με κρατάει από το χέρι. Ήταν το αγόρι. Με έκανε να αισθανθώ τόσο καταραμένα ένοχος».
Ο θρυλικός φωτογράφος δεν έχει εκτυπώσει αυτή τη φωτογραφία εδώ και σχεδόν 30 χρόνια και αισθάνεται ενοχή ακόμη και για την ύπαρξη των 70.000 αρνητικών στο σπίτι του.
Ο ΜακΚάλιν παραλαμβάνει το Βραβείο World Press Photo το 1964
Ταξικός πόλεμος
Πέρα από τα πολεμικά μέτωπα και τις ζώνες του θανάτου ανά τον κόσμο, ο ΜακΚάλιν έστρεψε τον φακό του στους «κοινωνικούς πολέμους» της χώρας του. «Ο πόλεμος είναι στην πόρτα σου», συνήθιζε να λέει σε όσους ήθελαν να γίνουν πολεμικοί ανταποκριτές. «Βοηθήστε τον εαυτό σας – είναι στις πόλεις σας».
Ιρλανδός άστεγος στο City
Ένα πορτρέτο του από Ιρλανδό άστεγο στο Σπίταλφιλντς του Λονδίνου το 1969, κοντά στο City του Λονδίνου, είναι ακόμη μια εικόνα ακραίας αντίθεσης που τον στοιχειώνει. «Η μια πλευρά έχει τα πάντα, και η άλλη πλευρά έχει τίποτα».
Σε άλλο πορτρέτο του ο φωτογράφος απαθανατίζει καθολικούς νέους που ξεφεύγουν από τα δακρυγόνα, στο Λοντοντέρι του 1971, κατά τη διάρκεια των Ταραχών στη Βόρεια Ιρλανδία.
«Αισθάνομαι σαν να έχω χτίσει μια φήμη επάνω στον πόνο άλλων ανθρώπων… Και όμως, δεν άλλαξα ούτε ένα πράγμα»
Ιρλανδοί διαδηλωτές σε συγκρούσεις με τον στρατό στις Ταραχές το 1969
Σε αυτές τις ταραχές ο ΜακΚάλιν δέχτηκε δακρυγόνα και χτυπήθηκε από πλαστική σφαίρα αλλά εκείνος επέμενε να φέρει στο φως τη βία εναντίον των αμάχων στις γειτονιές τους. Αυτά τα στιγμιότυπα έχουν την ίδια αξία με αυτά που έβγαλε στο πεδίο πολέμου.
Για τον ΜακΚάλιν, ο πόλεμος είναι διαρκής, ανάμεσα στις τάξεις και η ακραία αντίθεση μεταξύ πλούτου και ανέχειας το επιβεβαιώνει.
Ο ΜακΚάλιν, έχοντας επισκεφθεί τον Λίβανο πολλές φορές τη δεκαετία του 1960, όταν η Βηρυτός ήταν ένα παρακμιακό θέρετρο για τους πλούσιους, επέστρεψε για να καλύψει τον εμφύλιο πόλεμο στα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Φτάνοντας στην πόλη, αποφάσισε ότι έπρεπε να προσεγγίσει το κόμμα Καταέμπ, τη χριστιανική μαρωνιτική παραστρατιωτική οργάνωση νεολαίας που ήταν γνωστοί και ως Φαλαγγίτες και είχε ιδρυθεί από τον Πιερ Τζεμαγιέλ και τέσσερις φίλους του στα πρότυπα της ισπανικής Φάλαγγας και του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος της Ιταλίας.
Ο ΜακΚάλιν φωτογράφισε τις σφαγές σε μια συνοικία της Ανατολικής Βηρυτού όπου κατοικούσαν κυρίως Παλαιστίνιοι – γεγονός που έθεσε το όνομα του ΜακΚάλιν σε λίστα θανάτου.
Έμφύλιος πόλεμος στη Βηρυτό
«Ένα πρωί μου είπαν: “Πάμε στην Καραντίνα και θα καθαρίσουμε τους αρουραίους”», αφηγείται ο φωτογράφος, «εννοούσαν τους Παλαιστίνιους. Κοιμήθηκα στο νεκροτομείο εκείνο το βράδυ και νωρίς το πρωί επιτέθηκαν στην περιοχή».
Οι Χριστιανοί τον διέταξαν να φύγει από την περιοχή, λέγοντας: «Αν σε δούμε να τραβάς άλλη φωτογραφία, θα σε σκοτώσουμε». Είχε παρακολουθήσει τους μαχητές να σκοτώνουν Παλαιστίνιους κατά ομάδες, αδειάζοντας γεμιστήρες στα κεφάλια των ανδρών.
Καθώς αποχωρούσε, άκουσε μια παράξενη μουσική και αντίκρισε τη σκηνή: μια νεκρή Παλαιστίνια κοπέλα κειτόταν στη βροχή, ενώ ένα αγόρι κρατούσε ένα μαντολίνο που βρήκε σε ένα από τα σπίτια. Δεν μπορούσε να παίξει, αλλά έδινε την εντύπωση ότι αποχαιρετούσε τη νεκρή. «Κοίταζα τριγύρω, σκεφτόμουν ότι έπρεπε να απαθανατίσω αυτή τη στιγμή», λέει ο ΜακΚάλιν. «Το έκανα πολύ γρήγορα».
Ήταν μετά τον τραυματισμό του στην Καμπότζη (1970) και την αιχμαλωσία του στην Ουγκάντα (1972) από τον Ίντι Αμίν, όταν η δουλειά του ΜακΚάλιν άρχισε να πέφτει σε δυσμένεια στον Sunday Times. Άλλωστε η εφημερίδα είχε πλέον περάσει στα χέρια του βαρώνου των media Ρούπερτ Μέρντοχ στα μέσα της δεκαετίας του 1980, καθώς οι εφημερίδες άρχισαν να προτιμούν «όμορφες γυναίκες, πλούσιους, διασημότητες».
Μετακομίζοντας στο Σόμερσετ, βρήκε την ειρήνη φωτογραφίζοντας το τοπίο και τις νεκρές φύσεις, όπως τις τουλίπες που «χορεύουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις».
Αυτές οι φωτογραφίες του «δεν έχουν κόστος, είναι η απόλυτη χαρά», λέει. Ο ΜακΚάλιν, του οποίου η Nikon F δέχτηκε κάποτε μια σφαίρα, θεωρεί το τοπίο τη μεγαλύτερή του σωτηρία.
«Αισθάνομαι ότι πρέπει να απελευθερωθώ από την ενοχή μου, την οποία κουβαλάω ακόμα», λέει. «Μπορώ να στέκομαι σε αυτά τα χωράφια για δύο ή τρεις ώρες και να μην τραβήξω φωτογραφία. Αυτό δεν σημαίνει ότι απογοητεύομαι, είχα το προνόμιο να στέκομαι εκεί. Δεν υπάρχει τίποτα σπουδαιότερο».
Ο Ντον ΜακΚάλιν, ο οποίος λέει ότι δεν θα είχε πετύχει τις φωτογραφίες του χωρίς ευαισθησία και ευγένεια, αφήνει μια κληρονομιά που ισορροπεί ανάμεσα στη βαρβαρότητα και την ομορφιά -νιώθοντας πάντα προδομένος. Από όσα μας έδειξε, εμείς δεν μάθαμε τίποτα.
Η έκθεση Don McCullin: A Desecrated Serenit» παρουσιάζεται στη Χάουζερ & Βιρθ της Νέας Υόρκης μέχρι τις 8 Νοεμβρίου. Το νέο του βιβλίο με νεκρές φύσεις και τοπία, The Stillness of Life, κυκλοφορεί από τις Gost Books στην τιμή των 93,25 ευρώ (80 λίρες Αγγλίας).