Μέχρι τώρα η κυβέρνηση μπορούσε να κάνει σχεδιασμό βασισμένη στην πραγματικότητα μιας κατακερματισμένης αντιπολίτευσης που αντιμετωπίζεται, στη σημερινή μορφή και «γεωμετρία» της, με μεγάλη επιφύλαξη από το εκλογικό σώμα.
Αυτό στην πραγματικότητα έδινε στη Νέα Δημοκρατία και στον Κυριάκο Μητσοτάκη δύο βασικά πλεονεκτήματα. Το ένα ήταν ότι εξασφάλιζε ότι ακόμη και με χαμηλό ποσοστό θα είχε μια καθαρή πρωτιά, που θα της επέτρεπε να πάει με αξιώσεις σε μια δεύτερη εκλογική μάχη στην οποία θα μπορούσε να πει ότι εκπροσωπεί τη «σταθερότητα». Το δεύτερο, ότι μια καθαρή πρωτιά ακόμη και εάν δεν εξασφάλιζε αυτοδυναμία, θα επέτρεπε πολύ ισχυρή διαπραγματευτική ισχύ στην αναζήτηση ενός κοινοβουλευτικού στηρίγματος.
Φαίνεται, όμως, ότι αυτό αρχίζει πλέον να μην φαντάζει μια βεβαιότητα. Ή τουλάχιστον αυτό προκύπτει από τον τρόπο που η κυβερνητική παράταξη – και ο επικοινωνιακός μηχανισμός της – αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο πολιτικής πρωτοβουλίας από τον Αλέξη Τσίπρα.
Δύσκολα μπορούν να κρύψουν το φόβο τους που πηγάζει από τη συνειδητοποίηση ότι αυτό θα ήταν κάτι που μπορεί να ανατρέψει τις υπάρχουσες ισορροπίες. Ενδεικτικό είναι, ότι παρά το γεγονός ότι ακόμη δεν έχει καταστεί πλήρως σαφές ποια μορφή θα πάρει, εντούτοις ήδη αντιμετωπίζεται ως κάτι που αλλάζει τα δεδομένα.
Όμως, επί του παρόντος δεν θέλω να σταθώ τόσο στο γενικό πλαίσιο. Άλλωστε, όλα αυτά θα έχουμε καιρό να τα συζητήσουμε.
Αυτό που θέλω να σχολιάσω είναι ο τρόπος που ήδη γίνεται προσπάθεια να οικοδομηθεί μια στρατηγική άμυνας απέναντι σε αυτό το ενδεχόμενο.
Η στρατηγική αυτή δεν έγκειται ούτε σε μια προσπάθεια πραγματικής αποτίμησης του τι έγινε στην τετραετία 2015-2019, ούτε σε μια συζήτηση των όποιων παρεμβάσεων γίνονται τώρα, του περιεχομένου τους.
Η στρατηγική αυτή έγκειται κατά βάση σε μια απλή αναπαραγωγή όλων των στερεοτύπων που ακούγαμε από την αντιπολίτευση στην περίοδο 2015-2019: από την «κωλοτούμπα» (παρότι η δημοσίευση των πρακτικών της Σύσκεψης των Πολιτικών Αρχηγών έδειξε ότι τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά) έως τις αβάσιμες κατηγορίες περί ενός τεράστιου κόστους (ενώ στην πραγματικότητα αυτό που έγινε ήταν ότι η χώρα το 2019 είχε μια ασφαλή δημοσιονομική θέση).
Και αυτές είναι οι σοβαρές εκδοχές πολεμικής.
Γιατί κατά τα άλλα, αυτό που κυριαρχεί είναι η εναλλαγή – ενίοτε και μέσα στην ίδια παράγραφο! – της κατηγορίας ότι αυτό που έγινε τότε ήταν πολύ αριστερό αλλά και πολύ… προδοτικό για τις αξίες της Αριστεράς (στον όποιο βαθμό οι ακροκεντρώοι υποστηρικτές του «μένουμε Ευρώπη» μπορούν να γνωρίζουν τις αξίες της Αριστεράς).
Στην πραγματικότητα όλα αυτά απλώς αποδεικνύουν έναν πραγματικό φόβο.
Γιατί, όμως, να υπάρχει ένας φόβος για ένα πολιτικό ενδεχόμενο που σε τελική ανάλυση διατείνονται ότι μπορούν τόσο εύκολα να ξορκίσουν;
Ο λόγος βρίσκεται σε αυτό που εκπροσωπεί η περίοδος 2015-2019 στη συλλογική σκέψη ενός σημαντικού μέρους του πολιτικού και μιντιακού κατεστημένου.
Αυτό δεν έχει να κάνει ούτε με την «κωλοτούμπα» ούτε με την εφαρμογή του τρίτου μνημονίου. Σε τελική ανάλυση, προφανώς και επ’ αυτού δεν έχουν κάποια διαφωνία.
Αυτό που εκπροσωπεί είναι η οδυνηρή – γι’ αυτούς… – διαπίστωση ότι για μια περίοδο κυβέρνησαν την Ελλάδα αυτοί που κανονικά δεν έπρεπε να κυβερνούν, αυτοί που έπρεπε να είναι σε μια αντιπολιτευτική γωνία, αυτοί που δεν κατοικοέδρευαν στους ίδιους διαδρόμους της εξουσίας και της διαπλοκής.
Αυτό το ενδεχόμενο φοβούνται. Και το φοβούνται ακριβώς επειδή ανοίγει το δρόμο για ένα άλλο μοντέλο διακυβέρνησης.
Και αυτό γιατί όσο αλήθεια είναι ότι το αντικειμενικό, εθνικό και διεθνές, πλαίσιο δεν αφήνει περιθώρια για μεγάλες ανατροπές, άλλο τόσο αλήθεια είναι ότι η χώρα βρίσκεται σε μια βαθιά κρίση από τον τρόπο που το μοντέλο διακυβέρνησης που έχει κυριαρχήσει από το 2019 έχει εξελιχθεί σε μια βαθιά καθεστωτική λογική, με μια αλαζονική αίσθηση ιδιοκτησίας της εξουσίας, περιφρόνησης και για το κράτος δικαίου και για τους «κανόνες του παιχνιδιού» και υποταγής του πραγματικού δημοσίου συμφέροντος σε κάθε λογής ιδιοτέλειες,
Η ελληνική κοινωνία μπορεί το 2025 να έχει μικρότερες προσδοκίες από το 2015, όμως την ίδια στιγμή όντως επιζητά την κανονικότητα, δηλαδή να μην υφίσταται αυτή την καθεστωτική λογική. Αυτή η παράμετρος αλλάζει το συσχετισμό.
Και αυτό αποτυπώνεται στον φόβο του καθεστώτος και των απολογητών του.