Ένας νέος Αμερικανός έχει να κάμει στη ζωή του τούτο το έργο: να διδάξει τα Ισπανικά. Γι’ αυτό τα έμαθε. Για έργο ζωής. Όμως στα 1936, στην Ισπανία ακριβώς, αρχίζει το δράμα του κόσμου. Ο νέος Αμερικανός πιστεύει στην Ελευθερία, πιστεύει στη φωνή που του λέει, που λέει σε τόσους και τόσους, πως αξίζει να υποφέρεις, αξίζει να προσφερθείς αν είνε να λιγοστέψει η πίκρα των ανθρώπων. Έτσι, η μοίρα του καθηγητή της Ισπανικής που θα είχε να τελειώσει τη ζωή του διδάσκοντας τα κείμενα του Θερβάντες, ιστορίες πάθους και χιμαιρών, κάνει απότομη στροφή. Η ζωή του γίνεται η ίδια ένα ταξίδι πάθους, ένα ταξίδι προς τις χίμαιρες. Είνε τόσο συχνά αντίθετοι οι πόλοι στη ζωή των ανθρώπων — ο πόλος που είνε ο αρχικός σκοπός, και ο πόλος όπου τέλος θα στηθεί, αν πρόκειται να στηθεί, το τρόπαιο, στην κατακτημένη αιωνιότητα της ερημιάς!
Ο νέος Αμερικανός πηγαίνει και προσφέρεται στην υπηρεσία των Δημοκρατικών. Γίνεται σαμποτέρ, δυναμιτιστής. Παίρνει την εντολή να περάσει στη ζώνη του Φράνκο, και σε μια ορισμένη στιγμή —αυτή και όχι άλλη— όταν θα έχει εκδηλωθεί η επίθεση των Δημοκρατικών, να ανατινάξει ένα γεφύρι. Στο βουνό, πάνου απ’ το γεφύρι, συναντά μια μικρή ομάδα αντάρτες που θα τον βοηθήσουν στο έργο του. Ζουν σε μια σπηλιά. Μαζί τους είνε δυο γυναίκες: μια τσιγγάνα επαναστάτρια και ένα νέο κορίτσι που οι άνθρωποι της Φάλαγγος τού είχαν σκοτώσει τους γονείς, το βίασαν, το βασάνισαν, και που τους ξέφυγε ενώ το κουβαλούσαν μ’ ένα τραίνο που ανατινάχτηκε. Ο Αμερικανός ζει μαζί τους τρεις μέρες, ώσπου νάρθει η ορισμένη ώρα να ανατινάξει το γεφύρι. Κι’ έπειτα, τελικά, αφού έχει κάμει το έργο του, λαβωμένος, μένει να πεθάνει στο δάσος, μόνος, τελειώνοντας εκεί την ιστορία του πάθους, αυτήν που θα δίδασκε, αυτήν που ήταν να γίνει έργο ζωής.
Αυτό είνε όλος ο μύθος: Ένα γεφύρι που θα ανατιναχτεί, ελάχιστοι άνθρωποι, τρεις μέρες. Κι’ όμως τόση λίγη ύλη —που κανονικά θα μπορούσε να δώσει ένα διήγημα κάπως εκτεταμένο— συνθέτει ολόκληρο το περίφημο μυθιστόρημα του Έρνεστ Χεμινγουαίη «Για ποιον χτυπά η καμπάνα». Το βιβλίο αυτό για μας έχει και τούτο το ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ότι στην κινηματογραφική του διασκευή παίζει έναν απ’ τους πρώτους ρόλους, την τσιγγάνα Πιλάρ, μια Ελληνίδα, η Κατίνα Παξινού.
[…]
Την «εισβολή» (σ.σ. στην Ελλάδα και εν γένει στην Ευρώπη) του αμερικανικού μυθιστορήματος εξηγεί η βίαιη αναταραχή που φέρνει τα ογκώδη και οικουμενικά θέματα, ο επικός και ο τραγικός χαρακτήρας του. Είναι η σύγκρουση του φυσικού ανθρώπου με τις νέες δυνάμεις που προβάλλουν στη ζωή με την παντοκρατορία της μηχανής, ο αφανισμός που ζητά η μια δύναμη από την άλλη. Και, όπως στην περίπτωση τού «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», είναι το αιώνιο θέμα της ζωής και του θανάτου, η απελπισμένη έξαρση του θαύματος της ζωής εναντίον κάθε θανάτου, με οποιοδήποτε σχήμα και αν γίνεται αυτός ο θάνατος. Γιατί το βιβλίο που μιλούμε, μ’ όλον που φαίνεται να είνε το χρονικό μιας στιγμής του Ισπανικού εμφυλίου πολέμου, μένει τελικά ένα χρονικό της αποχαλινώσεως των ενστίκτων και, πέραν από αυτό, ένα χρονικό της αντιμετρήσεως της ζωής με το θάνατο. Υπάρχουν σελίδες αυτής της κρίσιμης ώρας δοσμένες από τέτοια υψηλή σκοπιά, όπου όλα, ιδέες, αιτίες, σκοποί, συμφέροντα, όλα ατονούν για να μείνει μόνη παρούσα η φρίκη. Και τότε δεν υπάρχει πια περιθώριο ν’ ανερωτηθείς πού είνε το καλό, πού είνε το κακό. Γιατί πανύψηλο και φοβερό έχει στηλωθεί αυτό το θηρίο, ο άνθρωπος που θέλει να κατασπαράξει αυτό το θαύμα, τον άνθρωπο. Και το πιο σπαραχτικό ακόμα είνε πως μες στη δίνη της πάλης σιγά σιγά η συνείδηση ατροφεί, και όλα παίρνουν τον τόνο του αναπόφευκτου, τον τόνο της πανάρχαιης θεότητας: της Ανάγκης.
Τι λύτρωση ν’ αντιπαραθέσει το πνεύμα σ’ αυτή τη θεότητα του σκοταδιού; Δεν έχει άλλο: αντιπαραθέτει την κορυφαία στιγμή του σύμπαντος, τη θεότητα της δημιουργίας, τον Έρωτα. Το ίδιο όπως και σ’ ένα άλλο βιβλίο τρικυμίας των ενστίκτων, στην «Ευρωπαϊκή Αγωγή» του Γκαρύ, έτσι και εδώ ό,τι πιο φωτεινό υπάρχει είνε η ιστορία ενός κοριτσιού που ζει στη σπηλιά με τους αντάρτες. Από πάνω της έχει περάσει όλη η αθλιότητα του κόσμου, όμως αυτή στο βάθος της ύπαρξής της έμεινε ανέγγιχτη. Η ώρα της ήρθε όταν ήρθε στη σπηλιά ο ξένος δυναμιτιστής. Ο ξένος θα μείνει τρεις μέρες, και την τρίτη μέρα μέλλει να πεθάνει. Η Πιλάρ η τσιγγάνα το ξέρει. Το διάβασε στα χέρια του, το μυρίζει στο σώμα του. Γιατί, για όσους έχουν το προνόμιο, ο άνθρωπος μυρίζει στους ανθρώπους που πλησιάζει. Και η Πιλάρ, φύλακας του κοριτσιού του τριγυρισμένου απ’ τα ένστικτα και τα πάθη, το στέλνει με τα χέρια της στον ξένο. Έτσι τυλιγμένη απ’ το θάνατο, τυλιγμένη απ’ τα πάθη, θα έρθει η εξαίσια ώρα. Δεν είνε πια εδώ η ύλη που ζει, η αποθέωση των αισθήσεων. Εδώ από τα έγκατα, απ’ τις ίνες της δημιουργίας, ξεπηδά αυτή η φωνή που θέλει να τα σκεπάσει όλα, θέλει να πει τον πανάρχαιο σκοπό, θέλει να ικετέψει. Είνε η gloria, είνε ο Αίνος, στην ολότελα θρησκευτική σημασία τους.
— Η γη σάλεψε, λέει το κορίτσι έκθαμβο, και είνε το μόνο που έχει να πει για τη μεγάλη του ώρα.
— Αλήθεια το αιστάνθηκες αυτό; Η γη σάλεψε; Αυτό δε γίνεται παρά μονάχα τρεις φορές στη ζωή του ανθρώπου. Αλήθεια σάλεψε;
— Ναι, η γη σάλεψε.
Σκεφθείτε αυτόν το λόγο του Τζων Ντον που μπαίνει στην προμετωπίδα του βιβλίου:
«Κανένας άνθρωπος δεν είνε ένα νησί ακέραιο, απομονωμένο μέσα στον ίδιο τον εαυτό του. Κάθε άνθρωπος είνε ένα μέρος της Ηπείρου, ένα μέρος του Όλου. Ο θάνατος κάθε ανθρώπου εξασθενίζει εμένα τον ίδιο, με ελαττώνει, γιατί είμαι μέλος του ανθρωπίνου Γένους. Γι’ αυτό ποτέ μη στέλνεις να ρωτήσεις: Για ποιον χτυπά πένθιμα η καμπάνα. Χτυπά για σένα».
*Φιλολογικό σημείωμα του Ηλία Βενέζη, που έφερε τον τίτλο «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 3 Νοεμβρίου 1946.
Ο Ισπανικός Εμφύλιος, η μέχρις εσχάτων αναμέτρηση της «κόκκινης» και της «μαύρης» Ισπανίας, που είχε ξεσπάσει τον Ιούλιο του 1936, έληξε τυπικά ύστερα από δύο χρόνια και 254 ημέρες, στις 28 Μαρτίου 1939 (τότε εισέβαλαν οι δυνάμεις του Φράνκο στη Μαδρίτη), με βαρύτατο τίμημα για τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα: οι συνολικές απώλειες (πεσόντες σε μάχες, φονευθέντες σε βομβαρδισμούς και εκτελεσθέντες) υπολογίζονται –κατ’ ελάχιστον– σε περισσότερες από 400.000.