Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες: πώς βλέπει ένας μυθιστοριογράφος την τέχνη του
Στη συλλογή «Η μετάφραση του κόσμου» συγκεντρώνονται διαλέξεις του Ισπανού συγγραφέα Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες για τη γέννηση και την ιστορία του μυθιστορήματος, τη σχέση του με την κοινωνία και τη θεμελιώδη «ασάφεια» της ανθρώπινης ζωής
Η Άννα Καρένινα συναντά τον Βρόνσκι στο νυχτερινό τρένο από τη Μόσχα προς την Πετρούπολη. Μέχρι τα ξημερώματα έχει επέλθει μια σημαντική ανατροπή: βλέπει με άλλα μάτια πλέον τον σύζυγό της, Καρένιν. Και αυτό ο Τολστόι το αποτυπώνει με μια φαινομενικά ανεπαίσθητη λεπτομέρεια. Όταν η Άννα αντικρίζει το πρόσωπο του άντρα της σκέφτεται: «Αχ, Θεέ μου, πώς έγιναν έτσι τ’ αυτιά του;». Παρατηρεί τους χόνδρους τους, «που υποστήριζαν τα μπορ του στρογγυλού καπέλου του». Η μεγάλη λογοτεχνία διαφέρει από τη ζωή, καθώς η δεύτερη είναι ένας ωκεανός από αταξινόμητες λεπτομέρειες. Οι συγγραφείς, ωστόσο, μας κατευθύνουν προς αυτές. Μας μαθαίνουν να τις εντοπίζουμε και να τις παρατηρούμε. Πιθανότατα κανένας αναγνώστης δεν θα φτάσει στο μεγαλείο του Μπαλζάκ, αλλά έστω κι έτσι αυτή η μαθητεία στη λογοτεχνία γίνεται μαθητεία ζωής. Στην πορεία, δηλαδή, ασκούμαστε στην ίδια την πραγματικότητα (αυτή που έστω προσλαμβάνουμε). Την αξία της παρατήρησης στα μεγάλα κείμενα αναδεικνύει, εκτός άλλων, στη «Μετάφραση του κόσμου» (εκδ. Ίκαρος, 2024, μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης) ο Ισπανός μυθιστοριογράφος Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες. Και έχει ξεχωριστή αξία ότι ένας δόκιμος -και δημοφιλής, κατά τεκμήριο- συγγραφέας της εποχής μας κάνει τη δική του ενδοσκόπηση για ζητήματα που αφορούν το σινάφι του, αλλά κυρίως τους αναγνώστες. Για το κατά πόσο η λογοτεχνική σκέψη αποτελεί μία διακριτή κατηγορία δίπλα στην επιστημονική, τη φιλοσοφική, τη μαθηματική ή την πολιτική (η απάντηση είναι ότι αποτελεί μια μορφή σκέψης που διαπερνά το «κέλυφος» της γνώσης και αποκαλύπτει το αόρατο και άρρητο). Για το αν η λογοτεχνία μπορεί να ερμηνεύσει και να «μεταφράσει» τον κόσμο, έτσι όπως ήθελε ο Προυστ. Για το αν εκθέτει την πολυπλοκότητα, τη συνθετότητα και την αμφισημία της ανθρώπινης ύπαρξης (ναι, χωρίς αμφιβολία).
Οι τέσσερις διαλέξεις του Βάσκες στην Έδρα Συγκριτικής Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας Weidenfeld του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, τον Οκτώβριο και Νοέμβριο του 2022, είναι ένα συναρπαστικό σλάλομ ανάμεσα σε ιδρυτικά και κομβικά έργα, αλλά και σε ορισμένους από τους καλύτερους κριτικούς του μυθιστορήματος. Δεν είναι, προφανώς, τυχαίο, ότι ο Βάσκες παραπέμπει συχνά στον Μίλαν Κούντερα, οι «Προδομένες διαθήκες» του οποίου αποτελούν μαζί με τον «Πέπλο» δοκίμια εφάμιλλα με τα καλύτερα μυθιστορήματά του. Στο πρώτο, άλλωστε, καταγράφει μία σκέψη που ενδιαφέρει τον Βάσκες στη δική του συλλογή και με αυτήν ξεκινάει. «Μυθιστόρημα είναι η περιοχή όπου αναστέλλεται η ηθική αποτίμηση» γράφει ο Τσέχος συγγραφέας. «Το ανώτερο αφήγημα [της κοινωνίας] είναι κατασκευασμένο από βεβαιότητες. Η λογοτεχνία αντιπαραθέτει σ’ αυτό ένα χώρο φτιαγμένο με τις αβεβαιότητές μας, τις αμφιβολίες μας, τις αμφισημίες μας» γράφει ο Ισπανός.
Ο συγγραφέας του «Ήχου των πραγμάτων όταν πέφτουν», της «Μορφής των λειψάνων» και του «Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω» (όλα από τον «Ίκαρο», σε μετάφραση Αχ.Κυριακίδη) στρέφεται στις πηγές και τα καταγωγικά κείμενα της δυτικής λογοτεχνίας έχοντας λόγο σοβαρό. Με αφορμή το «Λαθαρίγιο δε Τόρμες» του 16ου αιώνα ο Βάσκες υπενθυμίζει ότι «η μυθοπλασία είναι μια απάτη, αλλά χάρη σ’ αυτή την απάτη ενεργοποιούμε μηχανισμούς γνώσης που είναι εφικτοί μόνο στη γλώσσα και διά της γλώσσας». Με έμπνευση από τον πίνακα «Las meninas» του Βελάθκεθ, όπου αναπαρίστανται ο βασιλιάς Φίλιππος, η σύζυγός του Μαριάννα της Αυστρίας και η συνοδεία της, ενώ οι οπτικές γωνίες πολλαπλασιάζονται μέσα στο έργο, αναπτύσσει μία από τις πλέον πρωτότυπες αναγνώσεις του: «Ο Βελάθκεθ δε λέει μόνο ότι όλοι εμείς είμαστε άξιοι της οξυδέρκειας και της τέχνης του, αλλά και ότι είναι διατεθειμένος να μας τοποθετήσει εκεί όπου είναι η Εξουσία, να μας επιτρέψει να κοιτάξουμε τον κόσμο από τη θέση που έχει καταλάβει η Εξουσία, και να κοιταχτούμε όπως κοιτάζεται και η Εξουσία· μ’ άλλα λόγια, ν’ αμφισβητήσουμε τον έλεγχο της Εξουσίας επί της οπτικής μας γωνίας». Οι σκέψεις του Βάσκες για τη μυθοπλασία που γράφεται πάνω στην Ιστορία και την τροφοδοτεί μοιάζουν με συμπύκνωση όσων περιγράφει εκτενέστερα ο Ιβάν Ζαμπλονκά στο «Η Ιστορία είναι μια σύγχρονη λογοτεχνία» (εκδ. Πόλις, 2017, μτφ. Ρίκα Μπενβενίστε). «Το μυθιστόρημα δεν είναι μόνο ο τόπος όπου ανακαλούμε το παρελθόν και το φυλάμε· είναι και η επικράτεια του δυνητικού, όπου η κρυφή πλευρά της ανθρώπινης εμπειρίας μπορεί ν’ αναδυθεί στην επιφάνεια, όπου το αόρατο γίνεται ορατό και όπου, υπό ευρύτερη έννοια, τις εκδοχές της Ιστορίας που μας έχουν επιβληθεί μπορούμε να τις αντιμετωπίσουμε, να τις αμφισβητήσουμε, να τις διαψεύσουμε, να τις απαξιώσουμε».
Φόρμα και ηθική
Η φόρμα δεν θα μπορούσε να μείνει εκτός του πεδίου ενδιαφερόντων του. «Η συγγραφή ενός μυθιστορήματος είναι πάνω απ’ όλα η ανακάλυψη μιας φόρμας. Αυτή είναι η βασική δοκιμασία που πρέπει να περάσει ένας μυθιστοριογράφος, κι ίσως η πιο σκληρή». Κι αυτό επειδή η μορφή που δίνει στο έργο απηχεί και αποκρυσταλλώνει τις δικές του αξίες προσδιορίζοντας τη θέση του στον αφηγημένο κόσμο. «Κάθε ποιητική προϋποθέτει πάντα μια ηθική στάση». Εδώ ο συνομιλητής του Βάσκες από τον χώρο της σύγχρονης κριτικής θα μπορούσε να είναι ο Τζέιμς Γουντ με το «Πώς δουλεύει η λογοτεχνία» (εκδ. Αντίποδες, 2023, μτφ. Κώστας Σπαθαράκης), ο οποίος αφιερώνει ένα κεφάλαιο στη «Μορφή» («Πλοκή είναι αυτό που συμβαίνει· μορφή είναι αυτό που έχει συμβεί»).
Η λογοτεχνία δεν παύει να είναι ένα μυστήριο και να αναπαράγει τη δική μας αβέβαιη θέση στον πραγματικό κόσμο. Φέρνει, λοιπόν, στο προσκήνιο την περιέργεια ή το ενδιαφέρον που δείχνουμε για τη ζωή των άλλων, όπως υποδεικνύουν τρία καταγωγικά έργα από τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού: η «Καρδιά του σκότους» του Κόνραντ, ο «Καλός στρατιώτης» του Φορντ Μάντοξ Φορντ και ο «Μεγάλος Γκάτσμπι» του Φιτζέραλντ, απ’ τον οποίο μας χωρίζει φέτος ακριβώς ένας αιώνας. Τι επιδιώκουν οι τρεις «ιδρυτές», αλλά και οι επίγονοί τους; Σύμφωνα με τον Βάσκες, ακολουθούν την ίδια στρατηγική: «Ένας άνθρωπος, πάντα ο αφηγητής, διερευνά το μυστήριο -και τα μυστικά και τις σκοτεινές πλευρές- της ζωής ενός άλλου. Κι αυτό που ανακαλύπτει τον μεταμορφώνει αναπόφευκτα, γιατί, όταν ανακαλύπτεις τα μυστικά του άλλου, σημαίνει ότι ανακαλύπτεις και τα μυστικά της δικής σου χώρας: της συλλογικής σου ιστορίας».