Χρήση απαγορευμένων ουσιών κάνει το 3% των Ελλήνων εφήβων αθλητών
Αθήνα: Το 3% των παιδιών ηλικίας 16 ετών που ασχολούνται με τον αθλητισμό στην Ελλάδα, κάνουν χρήση απαγορευμένων ουσιών (doping) ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά στις ΗΠΑ και τη Γερμανία είναι 11% και 21%, σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Ανδρολογικής Εταιρείας.
Αθήνα: Το 3% των παιδιών ηλικίας 16 ετών που ασχολούνται με τον αθλητισμό στην Ελλάδα, κάνουν χρήση απαγορευμένων ουσιών (doping) ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά στις ΗΠΑ και τη Γερμανία είναι 11% και 21%, σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Ανδρολογικής Εταιρείας.
Σε ανακοίνωσή της με αφορμή τα κρούσματα doping στους Ολυμπιακούς της Αθήνας επισημαίνει ότι χρήση απαγορευμένων ουσιών από κορυφαίους αθλητές αποτελεί απλώς την κορυφή του παγόβουνου καθώς φαίνεται ότι γίνεται εκτεταμένη χρήση ουσιών από εφήβους.
Αναφέρει ακόμη ότι το φαινόμενο του doping τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο είναι σαφέστατα αρνητικό και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με την δέουσα προσοχή και αυστηρότητα, ενώ παράλληλα τονίσει ότι υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι το doping κάθε μορφής προκαλεί σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες στον οργανισμό του αθλητή.
«Η πολιτεία εκφράζοντας ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης καλείται να λάβει πρωτοβουλίες υπέρ του Ολυμπιακού ιδεώδους και της όσο της δυνατόν μεγαλύτερης αποσύνδεσης του αθλητισμού από τη μάστιγα του doping» επισημαίνεται μεταξύ άλλων στην ανακοίνωση.
Η Ελληνική Ανδρολογική Εταιρεία θέλοντας να προσφέρει στην κοινή γνώμη μια τεκμηριωμένη ενημέρωση σχετικά με το doping αναφέρει τα εξής:
1. To doping, δηλαδή η χρήση φαρμακευτικών ή άλλων απαγορευμένων μεθόδων με σκοπό την αύξηση των αθλητικών επιδόσεων, αποτελεί ένα παγκόσμιο φαινόμενο με πολύπλοκες κοινωνικές, οικονομικές αλλά και πολιτικές προεκτάσεις, που οφείλεται κυρίως στον πρωταθλητισμό «πάσει θυσία».
2. Το φαρμακευτικό doping μπορεί να επιτευχθεί [WADA (World Anti-Doping Agency), Μάρτιος 2004] με μεγάλο αριθμό ουσιών, που περιλαμβάνουν διεγερτικά του κεντρικού νευρικού συστήματος (π.χ. αμφεταμίνη, εφεδρίνη), ναρκωτικές ουσίες, αναβολικές ουσίες (π.χ. νανδρολόνη, τεστοστερόνη), πεπτιδικές ορμόνες (π.χ. ερυθροποιητίνη, αυξητική ορμόνη), β2-αγωνιστές, αντι-οιστρογόνα (π.χ. ταμοξιφένη, κλομιφένη), ουσίες που αποκρύπτουν την ύπαρξη άλλων ουσιών (masking agents, π.χ. διουρητικά) και γλυκοκορτικοειδή. Επιπρόσθετα, υπάρχει μια σειρά από απαγορευμένες μεθόδους που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τις μεταγγίσεις αίματος ή παραγώγων του καθώς και το γενετικό doping (gene doping, π.χ. τροποποίηση γονιδίων, χρήση κυττάρων).
3. Το doping χορηγείται βέβαια για την αύξηση της επίδοσης του αθλητή. Η αύξηση αυτή θεωρείται αποδεδειγμένη για τις γυναίκες ενώ λιγότερο σαφή είναι τα στοιχεία για τους άνδρες στους οποίους απαιτούνται πολύ μεγάλες δόσεις αναβολικών ουσιών. Η χρησιμοποίηση της τεστοστερόνης για σκοπούς σχετικούς με την αύξηση της επίδοσης του αθλητού αποτελεί αντικείμενο γνώσης των ασχολουμένων με τον χώρο της αναπαραγωγής και των δύο φύλων και ειδικότερα των ενδοκρινολόγων και των ανδρολόγων.
4. Το doping δεν θα πρέπει να συγχέεται με τη χορήγηση ορμονών για αμιγώς θεραπευτικούς σκοπούς (π.χ. τεστοστερόνη για τον υπογοναδισμό, αυξητική ορμόνη για τον υποφυσιογενή νανισμό). Η θεραπευτική χορήγηση ορμονών από τον ενδοκρινολόγο μετά από σχολαστικό κλινικό και εργαστηριακό έλεγχο εξασφαλίζει το μέγιστο όφελος για τον ασθενή με το ελάχιστο των ανεπιθύμητων ενεργειών.
5. Η τεστοστερόνη παράγεται στους όρχεις και παρουσιάζει στα ενήλικα άτομα σταθερή έκκριση με ημερήσιες διακυμάνσεις. Αποκλίσεις από το φυσιολογικό μπορεί να παρατηρηθούν σε μια σειρά καταστάσεων: αιτίες υπερβολικής παραγωγής τεστοστερόνης αποτελούν οι διαταραχές (υπερπλασίες, νεοπλασίες) κυρίως των όρχεων και σε μικρότερο βαθμό των επινεφριδίων.
6. Επιπρόσθετα, αύξηση των επιπέδων της τεστοστερόνης μπορεί να συμβεί από τη χορήγηση φαρμακευτικών σκευασμάτων τεστοστερόνης (από του στόματος, ενέσεις, αυτοκόλλητα, κρέμες) ή άλλων παραγόντων που διεγείρουν τη λειτουργία των όρχεων (ενέσεις γοναδοτροπινών).
7. Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι το doping προκαλεί μια σειρά από σοβαρές βραχυπρόσθεσμες, μεσοπρόσθεσμες και μακροπρόσθεσμες συνέπειες στην υγεία των αθλητών. Αυτές περιλαμβάνουν προβλήματα από το καρδιαγγειακό σύστημα (π.χ. καρδιομυοπάθεια, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου), από το ήπαρ (π.χ. χολοστατικός ίκτερος, ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα) και από το κεντρικό νευρικό σύστημα (π.χ. αύξηση επιθετικότητας, ψύχωση, κατάθλιψη).
8. Η χρήση του doping επεκτείνεται εκτός από τους κορυφαίους αθλητές και στον σχολικό και ερασιτεχνικό αθλητισμό. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat το 3% των Ελληνοπαίδων ηλικίας 16 ετών κάνουν χρήση απαγορευμένων ουσιών, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 11% στις ΗΠΑ και 21% στη Γερμανία. Σε αυτά τα ποσοστά πρέπει να προστεθεί ο μεγάλος αριθμός των αθλουμένων που κάνει χρήση συμπληρωμάτων διατροφής και παραφαρμακευτικών προϊόντων αμφίβολης προέλευσης.
9. Σήμερα, σε τεχνολογικό επίπεδο, διεξάγεται καθημερινός αγώνας μεταξύ της χρήσης απαγορευμένων ουσιών (doping) και της ανίχνευσής τους (anti-doping). H παγκόσμια αθλητική κοινότητα με οργανισμούς όπως η WADA έχει θεσπίσει αυστηρούς κανόνες και έχει καταφέρει να ανιχνεύει αποτελεσματικά μεγάλο αριθμό ουσιών. Ταυτόχρονα, είναι δυνατή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις να διευκρινισθεί αν μια ουσία, όπως η τεστοστερόνη, παράγεται φυσιολογικά από τον οργανισμό ή έχει χορηγηθεί εξωγενώς. Από την άλλη μεριά, υπάρχει διαρκής παραγωγή νέων ουσιών από τη φαρμακευτική βιομηχανία καθώς και μεθόδων για την αποτροπή της ανίχνευσης αυτών των ουσιών.