Κετογενής δίαιτα κατά των παιδικών επιληπτικών κρίσεων
Λονδίνο: Μια συγκεκριμένη μορφή δίαιτας, πλούσια σε λιπαρά, αποδείχθηκε ικανή να ελαττώσει σημαντικά τις κρίσεις των παιδιών που πάσχουν από επιληψία, σύμφωνα με μελέτη ερευνητών του Νοσοκομείου Great Ormond Street της Βρετανίας.
Λονδίνο: Μια συγκεκριμένη μορφή δίαιτας, πλούσια σε λιπαρά, αποδείχθηκε ικανή να ελαττώσει σημαντικά τις κρίσεις των παιδιών που πάσχουν από επιληψία, σύμφωνα με μελέτη ερευνητών του Νοσοκομείου Great Ormond Street της Βρετανίας.
Πρόκειται για την κετογενή δίαιτα, η οποία χαρακτηρίζεται από υψηλά λιπαρά και χαμηλή ποσότητα υδατανθράκων. Απαντάται σε δύο μορφές: την κλασική, κατά την οποία το μεγαλύτερο μέρος των λιπαρών συστατικών λαμβάνεται από τροφές όπως την κρέμα, το βούτυρο και το λάδι και την εναλλακτική, όπου οι λιπαρές ουσίες προέρχονται κατά ένα μέρος από τις τροφές και κατά ένα άλλο μέρος από συμπληρώματα που περιέχουν τριγλυκερίδια μεσαίας αλύσου.
Στο πλαίσιο της μελέτης, οι Βρετανοί επιστήμονες δοκίμασαν την επίδραση της κετογενούς δίαιτας σε μια ομάδα 14 επιληπτικών παιδιών. Αυτό που διαπίστωσαν ήταν ότι οι κρίσεις μεταξύ των μισών παιδιών της μελέτης ελαττώθηκαν σε ποσοστό έως και 50%.
Μάλιστα, σε τέσσερις περιπτώσεις οι κρίσεις ελαττώθηκαν έως και 75%, ενώ αρκετοί γονείς των παιδιών ανέφεραν ότι τα τέκνα τους βρίσκονταν σε μεγαλύτερη εγρήγορση όσον αφορά τη νόσο και είχαν καλύτερη ανταπόκριση στη φαρμακευτική αγωγή.
Ωστόσο, υπήρξε και ο αντίλογος από μια άλλη ομάδα ερευνητών, οι οποίοι τόνισαν ότι η κετογενής δίαιτα, που πρωτοαναπτύχθηκε το 1920, δεν λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο για όλα τα επιληπτικά παιδιά και μπορεί να αποδειχθεί έως και επικίνδυνη.
«Στην ουσία η λειτουργικότητα της δίαιτας έγκειται στην αλλοίωση του μεταβολισμού, μέσω της αντικατάστασης της γλυκόζης με λιπαρά ως βασική πηγή ενέργειας. Το λίπος διασπάται και παράγει κετονικά σώματα, τα οποία βοηθούν στην αποτροπή των κρίσεων.
Ωστόσο, ο συγκεκριμένος τύπος δίαιτας θα πρέπει να χρήζει της διαρκούς παρακολούθησης ειδικών ιατρών που ασχολούνται αποκλειστικά με αυτήν και όχι οποιοδήποτε διαιτολόγου, διότι ενδέχεται να προκαλέσει ακριβώς το αντίθετο του επιθυμητού αποτέλεσμα», αναφέρει χαρακτηριστικά ένα εκ των μελών της ερευνητικής ομάδας.