Νέα Υόρκη: Η πρόσληψη χημικών ουσιών, όπως τα χλωροαιθυλένια, μέσω του νερού της βρύσης είναι πιθανόν να επηρεάζει το βάρος των εμβρύων σε εγκύους, οι οποίες είναι μεγαλύτερες των 35 ετών και έχουν ιστορικό αποβολών, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό American Journal of Epidemiology.
Νέα Υόρκη: Η πρόσληψη χημικών ουσιών, όπως τα χλωροαιθυλένια, μέσω του νερού της βρύσης είναι πιθανόν να επηρεάζει το βάρος των εμβρύων σε εγκύους, οι οποίες είναι μεγαλύτερες των 35 ετών και έχουν ιστορικό αποβολών, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό American Journal of Epidemiology.
Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του New England στο Μπίτεφορντ της Πολιτείας Μέιν μελέτησαν 12.000 βρέφη που γεννήθηκαν από το 1968 έως το 1985 στο Camp Lejeune της Βόρειας Καρολίνας. Το 50% εξ αυτών είχε μητέρες που είχαν προσλάβει υψηλές δόσεις χλωροαιθυλενίου, το οποίο προερχόταν από τοπικό καθαριστήριο και μόλυνε το δίκτυο ύδρευσης έως το 1985.
Οι ερευνητές εξέτασαν το βάρος νεογνών που ήταν πρόωρα (είχαν γεννηθεί πριν από την ολοκλήρωση των 37 εβδομάδων κύησης), καθώς και αυτά που ήταν τελειόμηνα (φυσιολογική κύηση 40 εβδομάδων), αλλά είχαν μικρό βάρος για την ηλικία κύησης.
Η επικεφαλής της έρευνας Δρ Νάνσι Σόνενφελντ δήλωσε στο Reuters: «Σε γενικές γραμμές δεν εμφανίστηκαν διαφορές στο βάρος των νεογνών ανάμεσα σε γυναίκες που κατανάλωσαν μολυσμένο νερό και σε άλλες που δεν προσέλαβαν χημικές ουσίες. Όμως, εκείνες που ήπιαν από το μολυσμένο νερό και είχαν ιστορικό με δύο αποβολές ή ηλικία μεγαλύτερη των 35 ετών είχαν διπλάσια πιθανότητα να γεννήσουν βρέφος με μικρό βάρος, συγκριτικά με όσες δεν κατανάλωσαν το μολυσμένο νερό».
Η Δρ Σόνενφελντ τόνισε όμως ότι «πρέπει να διεξαχθούν περαιτέρω έρευνες και να μελετήσουμε και άλλους παράγοντες που σχετίζονται με το βάρος του εμβρύου προτού καταλήξουμε σε οριστικά συμπεράσματα για το ρόλο των χλωροαιθυλενίων».
Η παραπάνω έρευνα σχετίζεται με παλαιότερη, στην οποία Αμερικανοί επιστήμονες επισημαίνουν ότι το περιβάλλον της μήτρας και χημικές ουσίες, όπως χλωριούχες οργανικές ουσίες που συγκεντρώνονται στον πλακούντα, εμποδίζουν την παραγωγή ορμονών και επηρεάζουν προγεννητικά το ανοσοποιητικό σύστημα του εμβρύου.