Στις περισσότερες κωδικοποιήσεις ενός μαρξιστικής έμπνευσης ιστορικού υλισμού δεν υπάρχει μεγάλο περιθώριο για μια ηθική θεωρία. Σε τελική ανάλυση, η βασική θέση ότι είναι εφικτή μια επιστήμη της ιστορίας, που τεκμηριώνει ότι ο επαναστατικός κοινωνικός μετασχηματισμός αποτελούσε μια αντικειμενική δυνατότητα, που πρόκυπτε από την ίδια τη θεωρητική προσέγγιση των εμμενών αντιφάσεών του, φαινόταν να υπερβαίνει κάθε προσπάθεια να αντιμετωπιστεί ο κομμουνισμός ως ένα κανονιστικό πρόταγμα. Όφειλε να διατυπωθεί ως ένα πραγματικό ενδεχόμενο, ή ακόμη περισσότερο ως μια δυναμική που ήδη υπάρχει και καταγράφεται, και όχι απλώς ως ένα «πρέπει». Άλλωστε, δεν ήταν οι Μαρξ και Ένγκελς αυτοί που με κάθε τρόπο διαχώρισαν τη δική τους αντίληψη του κομμουνισμού από κάθε ηθικολογική εκδοχή σοσιαλισμού, επιμένοντας ότι την κοινωνική αλλαγή θα έφερνε η επαναστατική διεκδίκηση και δράση στη βάση πραγματικών υλικών συμφερόντων και όχι κάποιο φιλανθρωπικό αίσθημα ή μια γενική αίσθηση του ηθικά ορθού;
Ωστόσο, την ίδια στιγμή όλη η ιστορία των πολιτικών μορφών και των κοινωνικών κινημάτων που συνδέθηκαν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με τη μαρξιστική θεωρία αποτυπώνουν ότι ουδέποτε απουσίασαν, από τους ανθρώπους που στρατεύτηκαν σε αυτά, τα ηθικά προτάγματα, οι αξίες, αλλά και – ιδίως στις στιγμές που συνδύασαν τη μέγιστη αδιαλλαξία με τη μέγιστη αυτοθυσία – και μια σαφής αναφορά σε αυτό που μόνο ως μια κομμουνιστική αρετή μπορούσε να περιγραφεί, για να μην αναφερθούμε σε όλες τις παραλλαγές ότι αυτό που επιδιώκεται είναι ένας «νέος άνθρωπος» αλλά και την υπόσχεση μιας «νέας ζωής», όσες φορές και εάν αυτή διαψεύστηκε στην πράξη.
Για τον Michael Lazarus, ερευνητή στο Πανεπιστήμιο Deakin, το θέμα δεν είναι η αναζήτηση των ηθικών επιτονισμών στη σοσιαλιστική και κομμουνιστική ρητορική. Ο Λάζαρους επιμένει ότι ο μαρξισμός δεν μπορεί να περιοριστεί απλώς σε ένα προγραμματικό αίτημα για την κοινή ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, καθώς η κοινωνική θεωρία του Μαρξ έχει μια έντονη κανονιστική και ηθική πλευρά που δεν μπορούμε να την αγνοήσουμε. Γιατί μπορεί όλο το πλέγμα της κοινωνικής ζωής υπό το κεφάλαιο να κυριαρχείται από την μορφή της αξίας, όμως η υπέρβαση του κεφαλαίου περιλαμβάνει με εμμενή τρόπο τους κοινωνικούς όρους για την υλοποίηση μιας πραγματικής ελευθερίας. Σε αυτή τη βάση ο Λάζαρους επιμένει ότι μια ορισμένη ιδέα της ηθικής ζωής κινητοποιεί τη σκέψη του Μαρξ εξαρχής.
Έτσι το βιβλίο του Absolute Ethical Life. Aristotle, Hegel and Marx (Απόλυτη ηθική ζωή. Αριστοτέλης, Χέγκελ και Μαρξ) που κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, ξεκινά καταρχάς με μια αναμέτρηση με το έργο της Χάνα Άρεντ και την αντίληψη της καλής ζωής ως ενεργής πολιτικής ζωής, αλλά και τον τρόπο που ο Άλασντναιρ Μακιντάιρ μετατοπίστηκε από τον μαρξισμό σε μια νεοαριστελική έμφαση στην αρετή. Σκοπός του Λάζαρους είναι να δείξει ότι εάν αναζητούμε μια σύλληψη της χειραφέτησης ως ηθικής ζωής δεν χρειάζεται να κάνουμε μια έξοδο από τον μαρξισμό, όπως επιλέγουν επί της ουσίας οι Άρεντ και Μακιντάιρ, αλλά να επιστρέψουμε στον τρόπο που στον Αριστοτέλη, τον Χέγκελ αλλά και τον Μαρξ η ηθική έχει να κάνει με ένα όραμα κοινωνικής ευδαιμονίας που δεν περιορίζεται στην ατομική επιλογή ή βούληση. Έτσι, συνδυάζει την κριτική του Χέγκελ στην καντιανή ηθική, με τον τρόπο που στον Αριστοτέλη βρίσκουμε μια αντίληψη του καλού που προκύπτει στην ανάπτυξη τόσο των πολιτικών όσο και των ηθικών διαστάσεων της ανθρώπινης δράσης.
Αυτή την έμφαση στην καλή ζωή ως κατεξοχήν πολιτική και κοινωνική υπόθεση και όχι ως ατομική στάση και επιλογή, ο Λάζαρους τη συνδέει καταρχάς με την πολεμική του Μαρξ ενάντια στις «ροβινσονιάδες» της αστικής πολιτικής οικονομίας. Στον τρόπο που ο νεαρός Μαρξ προτείνει μια ορισμένη αντίληψη του ανθρώπινου είδους, εντοπίζει την εμμενή δυνατότητα να γίνουν πράξη οι ανθρώπινες δυνατότητες, πάνω από όλα μια εμμενής δυνατότητα ελευθερίας. Γι’ αυτό θεωρεί ότι το όραμα του Μαρξ για τον κομμουνισμό είναι ένα όραμα κοινωνικής ευδαιμονίας, ακριβώς επειδή τα ανθρώπινα όντα είναι πρωτίστως κοινωνικά και κοινοτικά. Σε αυτή την αντίληψη των δυνατοτήτων που μπορούν να γίνουν πράξη εντοπίζει και αναλογίες με τον τρόπο που στον Αριστοτέλη η ανάπτυξη μιας ουσίας ή μορφής είναι η ενεργοποίηση μιας δυνατότητας. Αυτό σημαίνει ότι για τον Λάζαρους η μαρξική έννοια της αλλοτρίωσης και της αλλοτριωμένης εργασίας προϋποθέτει αντίστοιχα μια ορισμένη έννοια της ανθρώπινης ζωής στην πλήρη άνθισή της.
Όμως, εάν στον νεαρό Μαρξ μπορούμε να δούμε το κανονιστικό φορτίο που έχουν έννοιες όπως η ουσία του ανθρώπου ως είδους ή η αλλοτρίωση, το ερώτημα σε σχέση με το έργο του ώριμου Μαρξ και κυρίως το «Κεφάλαιο» παραμένει, ιδίως από τη στιγμή που σε πρώτη ανάγνωση η προβληματική της αλλοτρίωσης εγκαταλείπεται. Μέσα από μια πολύ προσεκτική ανάγνωση του «Κεφαλαίου», που σε μεγάλο βαθμό εμπνέεται από όλη την πρόσφατη εκτεταμένη έρευνα και συζήτηση γύρω από την αξιακή μορφή, ο Λάζαρους επιμένει ότι στο «Κεφάλαιο» ο Μαρξ εμπλουτίζει την αρχική του σύλληψη για την ανθρώπινη ουσία. Αντιπαραθέτοντας την ειδικά καπιταλιστική εκδοχή εκμετάλλευσης και φετιχιστικής παραγνώρισης, με τον τρόπο που αναδύεται μια συνεργατική δυναμική μέσα στην παραγωγή, ο Μαρξ βλέπει το πώς μπορεί να μετασχηματιστεί η ανθρώπινη κοινωνικότητα και να απελευθερωθούν δυνατότητες και με αυτόν τον τρόπο διαβάζει τον τρόπο που ο Μαρξ αναφέρεται στην αντίληψη του Αριστοτέλη για τον άνθρωπο ως «ζώον πολιτικόν» ως μια αντίληψη του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος. Σε αυτή τη βάση θεωρεί ότι μπορούμε στο «Κεφάλαιο» να βρούμε μια ισχυρή κανονιστική διάσταση στην αντίληψη ότι η χειραφέτηση της εργασίας σημαίνει μια απελευθερωμένη κοινωνικότητα ικανή να υλοποιήσει μια ηθική ζωή.
Για τον Lazarus, «εάν πρόκειται να έχει μέλλον η μαρξική κριτική θεωρία της κοινωνίας, θα πρέπει να τη σκεφτούμε ως ανανέωση του σχεδίου του να υποβληθεί ο σύγχρονος κόσμος σε μια κριτική ικανή να αμφισβητήσει εμμενώς το κεφάλαιο. Η απόλυτη ηθική ζωή βλέπει αυτή την πρόκληση να κατανοήσουμε τον κόσμο, ως μια από τις δυνατότητες της ανθρώπινης ορθολογικότητας, δράσης και ελευθερία που είναι παρούσες στην ανθρώπινη κοινωνικότητα. Η ζωντανή εργασία καθιστά δυνατό το ζωντανό καλό».