Η πρόσφατη έκδοση της «Νεοελληνικής Γραμματικής» του Αγαπητού Τσοπανάκη, ακαδημαϊκού και ομότιμου πανεπιστημιακού καθηγητή, αποτελεί ποσοτική και ποιοτική έκπληξη, ακόμη και για εκείνους που παρακολουθούν από κοντά τον ακάματο δάσκαλο, ερευνητή και συγγραφέα. Ήδη «Το Βήμα της Κυριακής» (28/8) πρόλαβε να πληροφορήσει τους αναγνώστες του για το μείζονος σημασίας γραμματολογικό αυτό γεγονός και προτίθεται, όσο ξέρω, να του αφιερώσει σύντομα πολυκριτική παρουσίαση.
Με τους όρους αυτούς το σημερινό φθινοπωρινό μονότονο θα μπορούσε να θεωρηθεί ανυπόμονο και βιαστικό, αν δεν συνέβαινε ο επιγραφόμενος να έχει, χρόνια τώρα, εγγύτερη και προσωπική γνώση του ανθρώπου και του δασκάλου που εξεπόνησε τον ώριμο άθλο της «Νεοελληνικής Γραμματικής». Κάποια σήματα αυτής της γνωριμίας προκαταβάλλονται εδώ, για να μην προϋπάρξουν και στην προκείμενη περίπτωση καλόπιστες ή κακόπιστες παρεξηγήσεις προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, εμποδίζοντας εξαρχής τη νηφάλια και δίκαιη κρίση και κριτική.
Προτού ανέβει, μετά τον πόλεμο, ο Αγαπητός Τσοπανάκης στην πανεπιστημιακή έδρα, για να διδάξει νεοελληνική γραμματική ως εντεταλμένος υφηγητής, υπηρέτησε κάμποσα χρόνια τη Μέση Εκπαίδευση. Θητεία που αφενός του εξασφάλισε άμεση γνώση των εκπαιδευτικών μας πραγμάτων και αμαρτημάτων, αφετέρου κέντρισε τη φροντίδα του για τη συγγραφή πρωτότυπων ή μεταφρασμένων εγχειριδίων προς υποστήριξη της πρακτικής διδασκαλίας. Ώριμος καρπός αυτής της επίμονης έγνοιας για διδάσκοντες και διδασκομένους είναι και η εξαντλητική τώρα «Νεοελληνική Γραμματική», που παρακολουθεί, κάποτε στο μικροσκόπιο, τις μεταπολεμικές τύχες της νεοελληνικής γλώσσας, με σταθερή όμως συμπάθεια προς τις στοχαστικές και τις αστόχαστες προσαρμογές της.
Η άλλη ρίζα της γραμματικής αφοσίωσης του Αγαπητού Τσοπανάκη πρέπει νομίζω να αναζητηθεί στη δημοτική, και δημοκρατική, πίστη του. Θέλω να πω ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με αγωνιστικό αλλά νηφάλιο δημοτικιστή, που έχει μελετήσει τις γλωσσικές, πολιτικές και εκπαιδευτικές περιπέτειες της γλώσσας μας, πριν και μετά από τις ιδρυτικές εισφορές του Μανόλη Τριανταφυλλίδη και του Αχιλλέα Τζαρτζάνου. Από την άποψη αυτή ο Τσοπανάκης διαχωρίζεται σαφώς από τους παραδοσιακούς, μοντέρνους και μεταμοντέρνους καθαρευουσιάνους.
Στη δημοτική εξάλλου νηφαλιότητα του Αγαπητού Τσοπανάκη οφείλονται, εκτός των άλλων, και: η απερίφραστη απόρριψη της γλωσσικής ιδεολογίας του Ψυχάρη και των επιγόνων του· η μεγαλύτερη ανοχή από εκείνη που επέδειξε ο Τριανταφυλλίδης για λόγια, μεικτά ή και ξενόγλωσσα στοιχεία, τα οποία απορρόφησε στο μεταξύ η νεοελληνική γλώσσα, για να προσαρμοστεί στις εκφραστικές απαιτήσεις της επιστήμης, της διοικητικής γραφειοκρατίας, αλλά και στις πιέσεις των ισχυρότερων σήμερα γλωσσών. Τελικώς οι γραμματικές προτάσεις του Αγαπητού Τσοπανάκη φαίνεται να αποδέχονται τη συμφιλίωση συντηρητικών και ριζοσπαστικών τάσεων της γλώσσας, αντί της εκβιαστικής ή της επαναστατικής ρήξης — επιλογή που χαρακτηρίζει και τη γενικότερη στάση και συμπεριφορά του.
Τόσο ως άνθρωπος όσο και ως δάσκαλος ο Αγαπητός Τσοπανάκης υπήρξε και είναι συνάμα συνεργατικός και ιδιόρρυθμος. Ίχνη της συνεργατικής αυτής ιδιορρυθμίας αναγνωρίζονται εύκολα και στη «Νεοελληνική Γραμματική»: διάλογος που καταλήγει σε αντίλογο, αντίλογος που εξελίσσεται σε διάλογο με προηγούμενους και σύγχρονους γραμματικούς· αμφισβήτηση της επιστημονικής αυθεντίας, έστω κι αν πρόκειται για τον Τριανταφυλλίδη· αναζήτηση λύσεων για επίμαχα γραμματικά ζητήματα ακόμη και στο περιθώριο της επίσημης γλωσσικής κοινότητας· έλεγχος κανόνων, όπου και όταν αποσιωπούν πολλαπλές εξαιρέσεις.
Με δύο λόγια: ο γραμματικός Τσοπανάκης φαίνεται να ερεθίζεται περισσότερο από τα αγκάθια παρά από τα άνθη της γλώσσας, που κάποτε αποδεικνύονται πλαστικά. Με τους όρους αυτούς σίγουρα θα προκαλέσει αντιδράσεις η «Νεοελληνική Γραμματική»· φτάνει να είναι ειλικρινείς και ωφέλιμες.
*Κείμενο του Δ. Ν. Μαρωνίτη, που έφερε τον τίτλο «Προσωπογραφικά» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 1994.
Ο ροδίτης Αγαπητός Τσοπανάκης, διακεκριμένος πανεπιστημιακός καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας και γλωσσολόγος, γεννήθηκε το 1908 και απεβίωσε στις 27 Οκτωβρίου 2005.
Ο Τσοπανάκης διετέλεσε πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών το 1998.