Ανατρέχοντας στο παρελθόν της Ορθοδοξίας, στις μεγάλες μορφές των δεσποτάδων της Τουρκοκρατίας, […] θυμηθήκαμε τον Κυδωνιών Γρηγόριο, τον δεσπότη του Αϊβαλιού, τον σφαγιασθέντα απ’ τους Τούρκους στα 1922. Ο μέγας αδελφός του, ο Σμύρνης Χρυσόστομος, ήταν ο προωρισμένος απ’ την Ιστορία να συγκεντρώση απάνω του το φως: να τον θυμούνται οι Έλληνες, να του κάνουν αγάλματα, να διδάσκουν το παράδειγμά του στα παιδιά, στα σχολεία, να τον ανακηρύξουν αύριο, κατά πως πρέπει, Όσιο και Άγιο. Ο Κυδωνιών Γρηγόριος και οι άλλοι δεσποτάδες της Ανατολής που πορευθήκανε τον ίδιο δρόμο με τον Σμύρνης, με το ίδιο υψηλό φρόνημα, με την ίδια πίστη, με το ίδιο μαρτύριο, έρχονται δεύτεροι. Και τελείωσε πια — θα μείνουν δεύτεροι διά παντός. Ώσπου να λησμονηθούν, μένοντας απλώς ένα όνομα στον ατέλειωτο κατάλογο των μαρτύρων. Και αν τύχη, κατά λάθος, να τους στήσουμε κάπου κανένα άγαλμα, αυτό δεν θα ενοχλήση κανέναν. Ενώ το άγαλμα του Σμύρνης Χρυσοστόμου που στήσαμε στη Νέα Σμύρνη έκαμε τους Τούρκους να φρυάξουν και να απειλούν το Πατριαρχείο. Επειδή ο Σμύρνης Χρυσόστομος έγινε σύμβολο. Και τα σύμβολα είχαν πάντοτε τη δύναμη των θεών.
Γνώρισα στα εφηβικά μου χρόνια τον Κυδωνιών Γρηγόριο. Ενέπνεε σέβας και ηρεμία. Και ακτινοβολούσε αγαθότητα: τίποτε το ηρωικό, τίποτε το βίαιο. Δεν είχε στη ματιά του τη φλόγα των ασκητών, των φανατικών και των μαρτύρων. Και αυτό είναι το μεγαλείο του: δεν φώναζε, δεν έδειχνε καν τι ήταν άξιος να πράξη αν εσήμαινε η ώρα.
Στα 1914, την άνοιξη, άρχισαν οι πρώτοι διωγμοί των Ελλήνων των μικρασιατικών παραλίων. Ο τουρκικός τύπος στην Πόλη έρριχνε τη φωτιά. Προπαντός τα είχαν με το Αϊβαλή, μια πόλη 35.000 όλο χριστιανών Ελλήνων. Θέλαν να την ξερριζώσουν. Ο δεσπότης συγκρατούσε το ποίμνιό του, συνεννοημένος με την Ελληνική Κυβέρνηση. Οι Τούρκοι βάλαν έναν φονιά να σκοτώση το δεσπότη, ο φονιάς τον πυροβόλησε δυο φορές, δεν τον πέτυχε. Ο διαβόητος Ταλαάτ πασάς, υπουργός των Εσωτερικών τότε, έφτασε στο Αϊβαλή για να δώση ο ίδιος οδηγίες πώς να ξερριζώσουν τη χριστιανική πόλη. Ο δεσπότης γύρεψε να τον ιδή, παρουσιάσθηκε μπροστά του, είχε μαζί του το παλαιό φιρμάνι το σουλτανικό που έδινε προνόμια στην πόλη, μίλησε γλώσσα αυστηρή, ο Ταλαάτ πασάς έμεινε να κοιτάζη αυτόν το χριστιανό που τολμούσε να του μιλά τέτοια γλώσσα. Το ίδιο βράδυ τού είχε του Ταλαάτ πασά ο Καϊμακάμης τραπέζι. «Ντρέπομαι για σένα», είπε ο πασάς στον Καϊμακάμη, «που ένας δεσπότης, ένας Γκιαούρ-παπάς σε εξευτέλισε τόσο, που να είσαι ανίκανος να αποτελειώσης το έργο που σου αναθέσαμε. Θ’ απολυθής».
Την άνοιξη του 1917, με την έξαρση του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι Τούρκοι αποφασίσανε οριστικά να μετακινήσουνε όλο το χριστιανικό πληθυσμό των μικρασιατικών παραλίων στο εσωτερικό της Ανατολής. Πιάσαν τους άντρες, τα γυναικόπαιδα, τους γερόντους του Αϊβαλιού και των Μοσχονησιών και, κοπάδια-κοπάδια, τα σύρανε στην εξορία. Στις 3 Μαΐου του 1917 ο Κυδωνιών Γρηγόριος καταχωρεί στον Κώδικα της Δημογεροντίας αυτόν τον ξερριζωμό. Αλλά και την ελπίδα. Καθώς διαβάζουμε τώρα αυτό το πρακτικό —που δεν ξέρουμε πώς περισώθηκε—, μένουμε έκπληκτοι: για το πού βρίσκει τη δύναμη και την έμπνευση ένας κυνηγημένος ταπεινός λευίτης (σ.σ. ηλικιωμένος και αξιοσέβαστος κληρικός) μιας ομάδας κυνηγημένων χριστιανών της Ανατολής, έρημος σε μια ερημωμένη πόλη, μόνος, με τον πρωτοσύγκελλό του και τα ορφανά του Ορφανοτροφείου […], λέμε πού βρίσκει ο Κυδωνιών Γρηγόριος την έμπνευση να συντάξη με τόσο αίσθημα, με τόσο λυρισμό το χαίρε του.
Είδαμε με τι υψηλό φρόνημα ο ποιμενάρχης στάθηκε στους πρώτους διωγμούς των χριστιανών της Ανατολής, στην εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Στα 1922 ήρθε η κορύφωση του δράματος. Ο ελληνικός στρατός, νικημένος, εγκατέλειψε τη Μικρασία. Στις 19 Αυγούστου του 1922 ο Ύπατος Αρμοστής Σμύρνης, Αριστείδης Στεργιάδης, έστελνε την εμπιστευτική επαίσχυντη διαταγή του προς τις δημόσιες υπηρεσίες της Αρμοστείας να φύγουν κρυφά απ’ τη Μικρασία, εγκαταλείποντας τον ελληνικό πληθυσμό στη διάθεση των Τούρκων, που κατέβαιναν σφάζοντας και καίγοντας.
[…]
Ύστερα από αυτή τη διαταγή οι δημόσιες υπηρεσίες του Αϊβαλιού και οι άνδρες της Χωροφυλακής παραλάβανε τα αρχεία τους και φύγανε στη Μυτιλήνη. Έμεινε μόνος ο δεσπότης με τις 30.000 ψυχές, τους χριστιανούς του ποιμνίου του. Τι έπρεπε να πράξη; Τα νέα που έφταναν για τους Τούρκους που κατέβαιναν ήταν φοβερά. Τι έπρεπε να κάνουνε μπρος σ’ αυτή την κατάσταση οι προεστοί μιας ελληνικής πόλης που με κάθε τρόπο είχε δείξει την ελληνικότητά της στο παρελθόν, προκαλώντας τους Τούρκους; Δεν έπρεπε να συμβουλέψουν όλο τον ανυπεράσπιστο λαό να μπαρκάρη με τα καΐκια που υπήρχαν και να σωθή στη Μυτιλήνη;
Δεν το έκαμαν. Φοβόνταν το δεύτερο ξερριζωμό — έλεγαν πως θα ήταν ο οριστικός. Ο δεσπότης κάλεσε σε σύσκεψη τους προεστούς.
Αφηγείται στο χρονικό του ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος:
«Μετά μακράν συζήτησιν ο Mητροπολίτης Γρηγόριος εξέφρασε την γνώμην του ειπών ότι πρέπει να αφεθούν οι κάτοικοι ελεύθεροι και να κάμωσιν ό,τι έκαστος σκέπτεται ως καλόν και σωτήριον, διά τον εαυτόν του και την οικογένειάν του. Με την γνώμην του Ιεράρχου, ήτις ήτο η μόνη ενδεδειγμένη, δυστυχώς μόνον τρεις συνετάχθησαν. Πάντες οι λοιποί δημογέροντες και μη εκηρύχθησαν υπέρ της παραμονής των κατοίκων, δι’ αυτό δε και εδόθησαν αυστηραί διαταγαί εις τα όργανα της τάξεως, όπως μη επιτρέπωσιν εις ουδένα να αναχωρήση, ει μη μόνον εις τους παρεπιδημούντας Αρμενίους και εις εκείνους εκ των πολιτών οίτινες είχον συνεργασθή μετά του ελληνικού στρατού. […] Το λυπηρόν είναι ότι η δράσις αύτη των μελών της δημογεροντίας, των υπέρ της παραμονής σκεπτομένων, δεν περιωρίσθη μόνον εντός της πόλεως, αλλ’ επεξετάθη και εις τας περιοχάς […] των πέριξ χριστιανικών χωρίων».
Έτσι, η μοίρα των Ελλήνων του Αϊβαλιού είχε σφραγιστή. Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1922 φάνηκαν τα πρώτα τμήματα του τουρκικού στρατού, που έμπαιναν να καταλάβουν την πόλη. Οι δημογέροντες του Αϊβαλιού είχαν αποφασίσει να βγουν να προϋπαντήσουν τους Τούρκους, με το δεσπότη τους επί κεφαλής, νομίζοντας πως έτσι θα τους γλυκάνουν. Πράγματι, το πρωί της 6ης Σεπτεμβρίου ξεκίνησε η εκπληκτική πομπή: ο δεσπότης, ο δήμαρχος, οι προεστοί, οι ιερείς, ο λαός με τα λάβαρα που ανεμίζονταν. Βγήκαν έξω απ’ την πόλη, σταθήκανε πλάι στο δημόσιο δρόμο και περιμένανε τους σφαγείς τους. Οι γυναίκες των χριστιανών είχαν κρυφτή πίσω απ’ τα παντζούρια και απ’ τις μισόκλειστες πόρτες των σπιτιών τους, τα παιδιά παίζανε στα καλντερίμια, νομίζοντας πως θα είναι πανηγύρι. Οι καρδιές των μεγάλων χτυπούσαν δυνατά.
Μπήκαν οι Τούρκοι στην πόλη, τη ζώσανε γερά. Ο Κυδωνιών Γρηγόριος πήγε να επισκεφθή τον στρατιωτικό διοικητή, συνταγματάρχη Αχμέτ Ζακή. Ζούσε ακόμα μες στις αυταπάτες. Ο Τούρκος μέραρχος φρόντισε να τον προσγειώση:
— Απορώ και εξίσταμαι, του είπε, βλέποντας τα κεφάλια σας να είναι ακόμα πάνω στους ώμους σας.
Και του ανακοίνωσε την απόφαση της Μεγάλης Εθνοσυνελεύσεως της Αγκύρας: να υποστούν αυστηρές κυρώσεις οι χριστιανοί της Μικρασίας που πολέμησαν με τον ελληνικό στρατό. Το ίδιο βράδυ κηρύχτηκε ο στρατιωτικός νόμος. Ύστερα βγήκε η φοβερή διαταγή: «Να παρουσιασθούν όλοι οι άνδρες 18-45 χρονών». Τους μάζεψαν έτσι, όλο τον ανθό του πληθυσμού, τους δέσαν, τους μεταφέρανε έξω απ’ την πόλη και τους σκότωσαν στα μεταλλεία του Φρένελι και στις χαράδρες.
Ο Κυδωνιών Γρηγόριος έμεινε στην πόλη με τα γυναικόπαιδα, έκανε ό,τι του περνούσε για τη σωτηρία του ποιμνίου του, διαβήματα, εκκλήσεις στους Τούρκους, νομίζοντας πως ακόμα το κύρος της Εκκλησίας, τα προνόμια τα σουλτανικά, είχαν σημασία. Όχι, δεν είχαν. Οι καιροί είχαν αλλάξει. Σε λίγες μέρες άρχισαν να φτάνουν στο λιμάνι βαπόρια με αμερικάνικη σημαία, να παραλάβουν τα γυναικόπαιδα. Οι Τούρκοι είπαν στην αρχή:
«Η άδεια της αναχωρήσεως ισχύει μόνον για 24 ώρες. Όσοι δεν προλάβουν να φύγουν, θα μεταφερθούνε στο εσωτερικό της Ανατολής».
Ο δεσπότης πήγε και βρήκε τον Τούρκο φρούραρχο. Είχε πάντα το κουράγιο να μιλά αυστηρά, αν και μάντευε το τέλος που τον περίμενε. Διαμαρτυρήθηκε: πόσοι προλαβαίναν να μπαρκάρουν σε 24 ώρες, με τα λίγα μέσα που υπήρχαν;
— Αντιλαμβάνομαι τα σχέδιά σας, είπε στον Σαμπρή πασά. Θέλετε να μας εξοντώσετε όλους. Αλλά τι έβρεξεν ο ουρανός και δεν το εδέχθη η γη;
Επέστρεψε στη Μητρόπολή του κατώδυνος (σ.σ. ευρισκόμενος σε μεγάλο πόνο ή θλίψη) την ψυχήν:
— Φύγετε όλοι αμέσως! Ο σώζων εαυτόν σωθήτω!
Του είπαν να ετοιμασθή να φύγη και εκείνος. Αρνήθηκε:
— Εφόσον και ένας ακόμη εκ των πιστών του ποιμνίου μου ευρίσκεται εδώ, θα μείνω και εγώ.
Την 30 Σεπτεμβρίου του 1922 οι Τούρκοι ωρίσανε ως ημέρα που θα επέτρεπαν και στους παπάδες των 11 μεγάλων εκκλησιών του Αϊβαλιού να φύγουν. Ο δεσπότης πάλι είπε:
— Εγώ είμαι υποχρεωμένος να μείνω.
Επειδή έμεναν ακόμα χριστιανοί στην πόλη. Και είχε γνωσθή η τελευταία αγριότητα: όταν οι Τούρκοι μάζευαν τους άντρες 18-45 χρονών, και τους σκοτώνανε έξω απ’ την πόλη, είχαν εξαιρέσει από αυτή την ομαδική στρατολογία και σφαγή τα σινάφια: τους επαγγελματίες, τους φουρναραίους, τους χτίστες, τους μαραγκούς. Ο διευθυντής της Αστυνομίας τούς κάλεσε όλους να παρουσιαστούνε. Τους πήγαν σ’ έναν λόφο λεγόμενο «Μπογιά» και τους σκότωσαν με τσεκούρια. Ένας μόνο γλύτωσε και είπε το τι έγινε.
Τέλος, πιάσανε το δεσπότη και τους παπάδες. Ύστερα από τέσσερες μέρες φυλακή και βασανιστήρια, τους σηκώσανε και τους ωδηγήσανε έξω απ’ την πόλη. Τους συνωδεύανε στρατιώτες και τσέτες ωπλισμένοι. Τους γυμνώσανε, τους δέρνανε, τους βιάζανε να περπατούν ξυπόλητοι. Το μαρτυρικό τους τέλος το περιγράφει στο χρονικό του ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος, δίδοντας τις δυο εκδοχές που άκουσε.
Αλλά εγώ θα αφηγηθώ την αυθεντική ιστορία. Ήμουν με την προτελευταία αποστολή σκλάβων που οι Τούρκοι ωδηγούσανε στο εσωτερικό της Ανατολής. Γυμνοί, πεινασμένοι, διψασμένοι, καταματωμένοι, είχαμε φτάσει στην Πέργαμο. Μας ρίξαν σε μιαν αποθήκη. Την άλλη μέρα, κατά το μεσημέρι, άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένα νέο κοπάδι σκλάβων: ήταν σε αξιοθρήνητη κατάσταση, οι παπάδες του Αϊβαλιού· αλλοσούσουμοι (σ.σ. αλλαξοπρόσωποι, με αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους), καταματωμένοι κι’ αυτοί, με ξεσκισμένα ράσα, πεινασμένοι, ξυπόλητοι, άγριοι απ’ τη μαρτυρική πορεία. Ο Κυδωνιών Γρηγόριος, αν και είχε ξεκινήσει μαζί τους, δεν έφτασε στην Πέργαμο. Έξω απ’ το Αϊβαλί οι Τούρκοι τον ξεχωρίσανε μαζί με μερικούς άλλους απ’ το κοπάδι και τον παραδώσανε σ’ ένα απόσπασμα —εκτελεστικό— που είχε, εκτός απ’ τα όπλα, και φτυάρια. Οι άλλοι οι παπάδες συνεχίσανε το δρόμο. Σαν πέρασε λίγη ώρα ακούσανε πίσω τους ντουφεκιές. Το απόσπασμα ενώθηκε μαζί τους αργότερα. Ένας Τούρκος του αποσπάσματος είπε: «Τον δεσπότη τον θάψανε ζωντανό. Οι ντουφεκιές ήταν για τους άλλους».
Απ’ την Πέργαμο συνεχίσαμε τη μαρτυρική πορεία προς το εσωτερικό της Ανατολής, μαζί με τους παπάδες. Έξω απ’ την Πέργαμο σκοτώσαν το γερο-ιερέα της ενορίας μας, που δεν μπορούσε να βαδίση. Τον παραδώσανε στον όχλο —στους πολίτες και στα παιδιά— που παρακολουθούσαν τη θλιβερή θεωρία. Κι’ ο όχλος τον σκότωσε μπρος στα μάτια μας με λιθοβολισμό.
Φτάσαμε στο Κιρκαγάτς. Εκεί, τη νύχτα, οι Τούρκοι ξεχώρισαν τους παπάδες και τους πήραν δεμένους να τους πάνε στο Αξάρι. Μάθαμε αργότερα πως τους σκότωσαν όλους στο δρόμο.
Αυτή τη μαρτυρία καταθέτω για την Ορθοδοξία της Μικρασίας, που έδιδε αγίους και μάρτυρες ταπεινούς και αφανείς, επειδή τους οδηγούσε ένα μόνο: η πίστη και το χρέος.
*Αποσπάσματα από επιφυλλίδες του σημαντικού λογοτέχνη και ακαδημαϊκού Ηλία Βενέζη (Μέρος Α’ και Μέρος Β’), που αφορούσαν το μαρτυρικό τέλος του εθνομάρτυρος μητροπολίτη Κυδωνιών Γρηγορίου και την εξάλειψη του ξακουστού Αϊβαλιού ως κέντρου του μικρασιατικού ελληνισμού. Τα δύο κείμενα του Βενέζη είχαν δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα», στα φύλλα που είχαν κυκλοφορήσει την Τρίτη 25 Ιανουαρίου και την Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 1966 αντίστοιχα.
Ο Ηλίας Βενέζης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ηλία Μέλλου) είχε γεννηθεί στο Αϊβαλί (Κυδωνίες) της Μικράς Ασίας το 1904. Το 1922 ο Βενέζης, που μόλις είχε τελειώσει το γυμνάσιο στη γενέτειρά του, αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και υπηρέτησε σε τάγματα εργασίας, στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας, επί δεκατέσσερις μήνες (αφέθηκε ελεύθερος το 1923).
Ο Ηλίας Βενέζης
Ο μητροπολίτης Κυδωνιών Γρηγόριος (κατά κόσμον Αναστάσιος Αντωνιάδης ή Σαατσόγλου/Ωρολογάς) γεννήθηκε στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας το 1864 και απεβίωσε δολοφονηθείς από τους Τούρκους στις 3 Οκτωβρίου 1922.