Με άδεια χέρια έφυγαν η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Αντόνιο Κόστα, από τη σύνοδο Κίνας-ΕΕ στις 24 Ιουλίου στο Πεκίνο. Δεν είχαν δυνατά «χαρτιά» να παίξουν και το γνώριζαν. Τα βλέμματα όμως θα πρέπει να πέσουν στη στάση που υιοθετεί η Κίνα.
Η ατμόσφαιρα πριν από τη συνάντηση, η οποία σηματοδοτούσε την 50ή επέτειο των σχέσεων ΕΕ-Κίνας, δεν ήταν και τόσο καλή και για τις δύο πλευρές.
Πέραν των γενικών δεσμεύσεων σε κοινή δήλωση για την κλιματική αλλαγή και συζήτησης για την προμήθεια κρίσιμων ορυκτών. Η Κίνα ήρε κάποιες κυρώσεις σε Ευρωπαίους βουλευτές, αλλά στα σημαντικά θέματα, όπως η υποστήριξή της στη Ρωσία, το καθεστώς ελέγχου εξαγωγών για κρίσιμα ορυκτά και μαγνήτες σπάνιων γαιών, καθώς και τη μαζική βιομηχανική υπερπαραγωγή, η Κίνα παραμένει αμετακίνητη.
Την ίδια στιγμή οι σχέσεις ΕΕ και ΗΠΑ βρίσκονται στο χειρότερο σημείο τους. Οι εμπορικές διαπραγματεύσεις μετά τους δασμούς που επιβλήθηκαν κατά την «Ημέρα Απελευθέρωσης» συνεχίζουν να καθυστερούν, ξεπερνώντας την αρχική προθεσμία της 9ης Ιουλίου. Επιπλέον, ο Τραμπ έχει δημόσια εκφράσει την ιδέα να επιβάλει δασμούς στην ΕΕ Που θα φτάνουν ακόμη και το 30%.
Επίσης οι Ευρωπαίοι γνωρίζουν ότι το στενό περιβάλλον του Ντόναλντ Τραμπ αντιπαθεί την ΕΕ. Όπως είχε γράψει και ο υπουργός Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ στον Αντιπρόεδρο Τζ. Ντι. Βανς «συμμερίζομαι πλήρως την απέχθειά σου για τους Ευρωπαίους χαραμοφάηδες. Είναι θλιβερό».
Η αντιφατική πολιτική της Κίνας
Ενώ πολλοί ανέμεναν ότι η Κίνα θα εκμεταλλευόταν την ευρωπαϊκή δυσαρέσκεια για τις ΗΠΑ με μια επιχείρηση «γοητείας» στις Βρυξέλλες, ο Τζούλιαν Γκέβιρτς, Αμερικανός ειδικός στην Κίνα στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου επί κυβερνήσεως Μπάιντεν βλέπει να συμβαίνει το αντίθετο. «Αντί να προσπαθεί να κερδίσει την Ευρώπη, η Κίνα πιέζει περισσότερο» σημειώνει ο Γκέβιρτς στο Foreign Policy.
Το Πεκίνο επιμένει να ζητά από τις ευρωπαϊκές χώρες να κάνουν μονομερείς υποχωρήσεις και να «κερδίσουν» το προνόμιο της βελτίωσης των σχέσεων, όπως το βλέπει το ίδιο.
Οι στρατηγικοί στόχοι της Κίνας είναι η Ευρώπη να διεκδικήσει μεγαλύτερη ανεξαρτησία από τις ΗΠΑ, υπονομεύοντας την ικανότητα της Ουάσιγκτον να συνεργάζεται με τους συμμάχους της για να ανταγωνιστεί την Κίνα, και η Ευρώπη, ως σημαντική αγορά και πηγή προηγμένης τεχνολογίας, να αναπτύξει μεγαλύτερη εξάρτηση από την Κίνα, ενισχύοντας έτσι την ανάπτυξή της. Ωστόσο, το Πεκίνο δεν προσεγγίζει τις Βρυξέλλες, παρατηρεί ο Αμερικανός διπλωμάτης.
Το Πεκίνο έχει επίγνωση της ισχύος του
Ο Γκέβιρτς προειδοποιεί ότι οι ΗΠΑ δεν πρέπει να χαίρονται με την απουσία μιας κινεζικής «επιχείρησης γοητείας», διότι αυτό που αποκαλύπτει είναι κάτι βαθύτερο: «Την βαθιά εμπιστοσύνη του Πεκίνου ότι μπορεί να εκμεταλλευτεί αυτή την εποχή της πολυπολικότητας, που χαρακτηρίζεται από εγωιστική και ευμετάβλητη συμπεριφορά, προς μόνιμο όφελός του, σε βάρος τόσο των ευρωπαϊκών όσο και των αμερικανικών συμφερόντων».
Ο Αμερικανός διπλωμάτης υπογραμμίζει ότι η εκτίμηση της Κίνας για την ισχύ της Ευρώπης είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας που διαμορφώνει τη σημερινή διπλωματική της προσέγγιση.
Οι πρόσφατες παραχωρήσεις της κυβέρνησης Τραμπ στη διαμάχη ΗΠΑ-Κίνας επιβεβαιώνουν την εμπιστοσύνη της Κίνας σε μια σκληρή στρατηγική πίεσης και οικονομικού εξαναγκασμού — τόσο προς την Ευρώπη όσο και προς τις ΗΠΑ και τους άλλους συμμάχους τους. Αυτή η δυναμική προστίθεται σε χρόνια καχυποψίας και αλληλοαντιποίνων με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη.
Πιο ουσιαστικά, παρά το σχόλιο του Σι Τζινπίνγκ προς τη φον ντερ Λάιεν και τον Κόστα ότι Κίνα και Ευρώπη είναι «μεγάλοι παίκτες στη διεθνή κοινότητα», το Πεκίνο φαίνεται να πιστεύει ότι η γεωπολιτική αξία της Ευρώπης για την Κίνα είναι μικρότερη απ’ ό,τι παλιότερα.
Έτσι, το Πεκίνο δεν έχει ανάγκη να χτυπάει το ίδιο πόρτες. Η Δύση διαλύεται από μόνη της.