Ο άνθρωπος μέσα σε εξηντατέσσερις σελίδες. Τον βλέπω στα «Τελευταία Γράμματα από το Στάλινγκραντ», που παρουσιάζουν οι εκδόσεις «Ασκραίος» σε μετάφραση του κ. Αλ. Ζωγράφου.
Μυστήριο πώς βρέθηκαν τα γράμματα αυτά στο αρχείο του Πότσδαμ. Μυστήριο το πώς διασώθηκαν.
Δεν είναι «φιλολογία» με αλατοπίπερο και μπαχαρικά. Είναι γράμματα πολεμιστών, που σε λίγο θα πεθάνουν και βιάζονται να προλάβουν το τελευταίο ταχυδρομείο.
Κόλαση στο Στάλινγκραντ. Πολεμούν απ’ τα παράθυρα, πολεμούν στους δρόμους, από πόρτα σε πόρτα. Εν όψει θανάτου, οι εμπόλεμοι αποχαιρετούν.
Στιγμές αποθηριώσεως, το δάχτυλο στη σκανδάλη, το χέρι στο μαχαίρι. Όποιος προλάβη να σφάξη τον άλλον. Κι’ όμως ο άνθρωπος διατηρεί μέσα του τον άνθρωπο.
Πόση ποικιλία εκδηλώσεων… Επιστρατευμένος αστρονόμος γράφει στη γυναίκα του, για να της πη ότι στη μετεωρολογική υπηρεσία όπου είναι τοποθετημένος, περιμένοντας το θάνατο, περνά τις ώρες του ατενίζοντας τα άστρα. «Απ’ το χέρι μου δεν σκοτώθηκε άνθρωπος». Θα ήθελε πολύ να μετρούσε τ’ άστρα για μερικά ακόμα χρόνια. «Αλλά τώρα δεν μπορεί να γίνη τίποτα πια». Τώρα θα πεθάνη.
Στη Μαργαρίτα του γράφει ο πιανίστας. Κομμένα τα δάχτυλά του. Δεν θα ξαναπαίξη πιάνο. «Το πολύ-πολύ να πυροβολώ με το μικρό δαχτυλάκι». Το μόνο που του απόμεινε.
Αξιωματικός που παρηγοριέται με τη σκέψη ότι η προσωπική του ευθύνη για τον πόλεμο είν’ ένα προς εβδομήντα εκατομμύρια. Βαδίζοντας τώρα στο θάνατο, παρακαλεί τη γυναίκα του: «Βοήθησε τους γονείς μου να ξεπεράσουν τον πρώτο τους πόνο».
Ο ανάπηρος που προετοιμάζει τη σύζυγό του. Θα επιστρέψη αυτός στον τόπο του. Θα επιστρέψη, αλλά πώς; «Πρέπει να το μάθης, όσο τρομερό κι’ αν είναι, ότι μου έχουν κόψει τα δυο πόδια».
Στη γυναίκα του απευθύνεται κι’ ο άλλος που πορεύεται στη μάχη. «Αύριο θα βαδίσω στην τελευταία γέφυρα, όπως είναι η φιλολογική έκφραση για το θάνατο. Δώσε μου το χέρι, ώστε ο δρόμος να μην είναι τόσο δύσκολος».
Μιλιταριστής, επιτελικός αξιωματικός είναι ο πατέρας. Υπολοχαγός στο Στάλινγκραντ ο γυιος, τον καθησυχάζει με δόση ειρωνείας και τον βεβαιώνει «όλα θα γίνουν αξιοπρεπώς στο τέλος. Βέβαια, το ξέρω, είναι λιγάκι νωρίς να φθάση κανείς στο τέλος, όταν είναι τριάντα μόλις ετών». Και τελειώνει με μια σύσταση στον πατέρα: ν’ αναγγείλη με το μαλακό το θάνατο του αγοριού της στη μητέρα: «Πρόσεχε, γεροντάκο μου, γιατί η μαμά πάσχει από καρδιά».
Και τώρα εις προσοχήν: «Με το χέρι στο κράνος, πατέρα, ο υπολοχαγός… σου αναφέρει ότι σε αποχαιρετά».
Ο άνθρωπος που πεθαίνοντας ανθρωπεύει, ημερεύει, φιλοσοφεί, τρυφερεύει, γαληνεύει. Φλογέρες μέσα στη φωτιά του πολέμου.
Μεταφέρομαι στον ελληνικό χώρο και διαλογίζομαι: Την ίδια εποχή που γράφονταν οι ανθρώπινες επιστολές από το Στάλινγκραντ, εμείς εδώ είχαμε Δίστομα, Καλάβρυτα, Καισαριανές, ποικίλους τόπους εκτελέσεων. Αναρωτιέμαι λοιπόν μήπως οι ίδιοι εκείνοι εκτελεστές, ύστερ’ από τις θηριωδίες τους, όταν έμεναν με τον εαυτό τους, εύρισκαν το χαμένο τους άνθρωπο και έστελναν στα σπίτια τους γράμματα με ανθρώπινη πνοή, όπως έστελναν από τη ρωσική στέππα τότε που, με το γράμμα κρυμμένο στη χλαίνη, ξεκοίλιαζαν τον εχθρό και βρυχώμενοι αποθέωναν με το Χάιλ Χίτλερ τον φύρερ τους.
*Κείμενο του Παύλου Παλαιολόγου, που έφερε τον τίτλο «Με δύο μορφές» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Παρασκευή 13 Απριλίου 1973.
Η Μάχη του Στάλινγκραντ, καθοριστικής σημασίας για την έκβαση όχι μόνο του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου αλλά και ολόκληρου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, διήρκεσε από τις 17 Ιουλίου 1942 έως τις 2 Φεβρουαρίου 1943, απέβη δε νικηφόρος για τον Κόκκινο Στρατό.
Σύμφωνα με τις σχετικές πηγές, από ένα σύνολο περίπου 270.000 Γερμανών που είχαν πολεμήσει στο Στάλινγκραντ, επέζησαν ύστερα από τις σφοδρές συγκρούσεις περί τις 91.000, που πήραν το δρόμο της αιχμαλωσίας.
Από αυτούς μόλις 6.000 βρίσκονταν εν ζωή το 1945, ελάχιστοι δε κατάφεραν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.