Οι ήρωες δακρύζουν, θυμώνουν, ξεσπάνε σε αναφιλητά, πενθούν και επανέρχονται στη ζωή κατά την ανάγνωση του Ματέο Νούτσι στα «Δάκρυα των ηρώων», μια διαφορετική αφήγηση των γνωστών παθών
Λέμε συχνά ότι τα ομηρικά έπη -αλλά και οι τραγωδίες, τα έργα της ρωμαϊκής γραμματείας, ο Σαίξπηρ και οι μοντερνιστές- είναι ανοιχτά σε αναγνώσεις και γι’ αυτό παραμένουν διαχρονικά. Κάτι τέτοιο επιβεβαιώνει και αποδεικνύει ο συγγραφέας Ματέο Νούτσι με το δοκιμιακό «Τα δάκρυα των ηρώων» (εκδ. Καστανιώτη, μτφ. Μαρία Φραγκούλη), όπου το συναίσθημα γίνεται «κλειδί» για να αφηγηθεί ξανά τους αρχετυπικούς μύθους, κυρίως της «Οδύσσειας» και της «Ιλιάδας».
Ειδικά για τα ομηρικά έπη, εξάλλου, οφείλουμε να θυμόμαστε ότι κωδικοποιήθηκαν στην αρχαϊκή εποχή, όταν κυρίαρχη αξία ήταν η «ανδρεία» (το επισημαίνουν κάθε τόσο οι ομηρικοί ήρωες) και η «τιμή». Την ίδια στιγμή, λοιπόν, έχουν πολλαπλό ενδιαφέρον οι ρωγμές που ανοίγονται μέσα στα έπη ακριβώς λόγω της χρήσης του συναισθήματος: όταν, για παράδειγμα, ο μικρός Αστυάνακτας φοβάται με την αλογίσια φούντα στο κράνος του πατέρα του, Έκτορα, και η Ανδρομάχη αντιδρά «γελώντας δακρυσμένη». Ή όταν η Πηνελόπη αναγνωρίζει τον Οδυσσέα. Ο αρχετυπικός ήρωας που δίνει το όνομά του σε ένα ολόκληρο έπος εμφανίζεται για πρώτη φορά μέσα σ’ αυτό «δακρυσμένος», όπως σημειώνει εύστοχα ο Νούτσι. Στο νησί της Καλυψώς επί οχτώ χρόνια «στην ακτή καθόταν κι έκλαιγε, τα σωθικά του τρώγοντας με δάκρυα, στεναγμούς και λύπες, κοιτάζοντας με μάτια βουρκωμένα απέραντο το πέλαγος» (ε, 82-84, όλα τα αποσπάσματα από τη μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη, η οποία χρησιμοποιείται στο βιβλίο).
Κι ύστερα είναι ο θεός Διόνυσος που αναμειγνύει τα δάκρυά του με το αίμα του αγαπημένου του Άμπελου, για να παρασκευάσει το κρασί: «ικανό να θολώνει τη μνήμη, να την ανατρέπει, να τη μολύνει και να την αναπλάθει». Διόλου τυχαία, λοιπόν, το αφήγημα του Νούτσι αναμειγνύει με τη σειρά του το συναίσθημα, τη νοσταλγία και τη μνήμη ως συστατικά στην αναζήτηση της ανθρώπινης φύσης. Ο Οδυσσέας θα κλάψει επίσης γοερά στο παλάτι των Φαιάκων όταν ακούσει από τον Δημόδοκο τα δεινά των Αχαιών στην Τροία -είναι ο αρχαίος ήρωας που ακούει εν ζωή να τραγουδούν τον μύθο του. Θα σκουπίσει κρυφά ένα δάκρυ, επίσης, όταν τον αντιληφθεί ο Άργος, το πιστό σκυλί του, λίγο πριν ξεψυχήσει (από τους ισότιμους σταθμούς στη διαδικασία των αναγνωρίσεων). Και θα ξεσπάσει σε λυγμούς κατά την αναγνώριση με τον Τηλέμαχο.
Τα δάκρυα θα τα ξαναβρούμε στην «Ιλιάδα», ένα έπος του θυμού και της βίας, σύμφωνα με την ανάλυση της Σιμόν Βέιλ (1941), την οποία μνημονεύει δικαίως ο Νούτσι. Πέρα από τους επιμέρους σταθμούς μέσα στο έπος -τα δάκρυα του ιερέα Χρύση, του Μενέλαου, του Πάτροκλου, της Ανδρομάχης- είναι στο τέλος που το «πολεμικότερο» έπος επιφυλάσσει μία σκηνή απόλυτης καταλλαγής και ειρήνης. Ο Αχιλλέας κλαίει μαζί με τον Πρίαμο μέσα στη σκηνή. «Οι δυο μαζί αναθυμούνται: τον Έκτορα ο ένας, άγριο μαχητή/ σπαραχτικά θρηνώντας, σερνάμενος στα πόδια του Αχιλλέα/ ο Αχιλλέας έκλαιγε τη μια για τον πατέρα του, την άλλη/ για τον Πάτροκλο -διπλός ο στεναγμός κι ο θρήνος συνηχούσαν» (Ω, 507 κ.εξ).
Ο Νούτσι επιστρέφει με δεξιοτεχνική αφήγηση στα έπη για να ξανακουστεί το κρυμμένο μοτίβο των καταγωγικών κειμένων: μόνο οι άνθρωποι -και οι ήρωες- που βρίσκουν τη δύναμη να μην κρύβουν τις αδυναμίες τους, μπορούν να νικήσουν τον ακατάλυτο αντίπαλο: τον φόβο της θνητότητάς τους.