Πριν από 94 ακριβώς χρόνια, στις 22 Απριλίου 1931, το Μουσείο Μπενάκη, ένας από τους σπουδαιότερους μουσειακούς οργανισμούς της χώρας μας, παραδόθηκε επισήμως στο ελληνικό κράτος.
Αναλυτικότερα, το απόγευμα εκείνης της ημέρας έλαβε χώρα στο Μουσείο Μπενάκη η υπογραφή της συμβολαιογραφικής πράξης διά της οποίας παραχωρήθηκε στο κράτος από τους ιδιοκτήτες του το κτίριο (το εμβληματικό νεοκλασικό που βρίσκεται στη συμβολή των οδών Κουμπάρη και Βασιλίσσης Σοφίας) με όλες τις εντός αυτού αρχαιολογικές, καλλιτεχνικές και εθνολογικές συλλογές.
Τη συμβολαιογραφική πράξη υπέγραψαν αφενός οι υπουργοί Οικονομικών και Παιδείας, ως αντιπρόσωποι του κράτους, και αφετέρου ο Αντώνης Μπενάκης, ο μέγας εθνικός ευεργέτης, ευπατρίδης και διανοούμενος, εξ ονόματός του και εκ μέρους των αδελφών του για τα επί της οικίας Μπενάκη κληρονομικά τους μερίδια.
Ο Αντώνης Μπενάκης
Στην τελετή είχαν δώσει το «παρών» ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Αλέξανδρος Ζαΐμης, ο τότε πρωθυπουργός και φίλος της οικογένειας Μπενάκη, Ελευθέριος Βενιζέλος, μέλη του υπουργικού συμβουλίου και άλλοι επίσημοι.
Θέλοντας να τιμήσουμε την επέτειο αυτήν, επιλέξαμε να στρέψουμε την προσοχή μας σε μια συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Άγγελος Δεληβορριάς, διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη επί τέσσερις και πλέον δεκαετίες, στη δημοσιογράφο Νατάσα Μπαστέα.
«Παρ’ ότι η παιδεία μου είναι κλασική, δηλαδή η αρχαιότητα και συγκεκριμένα ο 5ος αιώνας, ανήκω σ’ αυτούς που μένουν εκστατικοί μπροστά στην πολιτιστική κατάσταση του Βυζαντίου, στα καλλιτεχνικά επιτεύγματα της περιόδου της ξενοκρατίας, αλλά και σε όλη την περίοδο που ακολούθησε τον αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας. Τα θεωρώ ως τα τέσσερα μεγάλα κομμάτια του ελληνικού παρελθόντος. Και αυτό προσπαθώ να δείξω και στο Μουσείο Μπενάκη».
«Χρωστάω στο Μουσείο Μπενάκη πολλά πράγματα. Τις γνώσεις και την εμπειρία του ελληνικού χρόνου, που είναι για μένα ό,τι πιο πολύτιμο. Η ελληνική πολιτεία μπορεί άλλοτε να ρίχνει το βάρος της στον Περικλή, άλλοτε στον Μέγα Αλέξανδρο και άλλοτε στο Βυζάντιο, αλλά δεν υπάρχει τίποτα πιο συγκλονιστικό από την επαφή με όλο το φάσμα του ελληνικού χρόνου».
«Δεν μου αρέσουν τα έτοιμα πράγματα, δεν θέλω ταμπέλες. Αλλά, αν μπορούσαμε να το πούμε με δύο λόγια, θα ήταν ότι ο χρόνος της μνήμης μας είναι ο χρόνος της ύπαρξής μας. Δηλαδή, θα υπάρχουμε και στο μέλλον όσο μπορούμε να θυμόμαστε. Αυτό θέλει να πει το Μουσείο Μπενάκη».
«Μιλάμε για λαϊκή τέχνη και δεν ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε. Πού είναι οι εκδόσεις, οι επιστημονικές εργασίες, οι κατάλογοι; Η περίοδος της Ρωμαιοκρατίας δεν έχει μελετηθεί όσο θα έπρεπε. Ούτε η Φραγκοκρατία. Μα εδώ και το Βυζάντιο αναγνωρίστηκε με τρομακτική καθυστέρηση. Φοβάμαι ότι δεν προλαβαίνουμε να συγχρονιστούμε πια με τον ρυθμό της καταστροφής των πραγμάτων, διότι τα μνημεία πέφτουν το ένα μετά το άλλο. Ο πολιτισμός της περιόδου της Τουρκοκρατίας χάνεται μέσα από τα χέρια μας. Εξαφανίζεται».
«Αυτό που με στενοχωρεί περισσότερο είναι ότι η σχέση των φοιτητών με τον χρόνο είναι πολύ αδύνατη. Έχουν μάθει να προσεγγίζουν τα γεγονότα αποσπασματικά, όχι στη σύνθεσή τους. Δηλαδή, διδάχτηκαν την ελληνική ιστορία με τον τρόπο που τη διδάσκονται, χωρίς όμως να την προσλαμβάνουν στον συσχετισμό της με την ευρωπαϊκή ιστορία ή με την ιστορία της Ανατολής. Και δεν μιλάω για λεπτομέρειες, μιλάω για τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές. Διδάσκονται τα πράγματα όχι στο ανάπτυγμά τους, αλλά σε μια συρρικνωμένη — τάχα μου ελληνοκεντρική— άποψη. Και όχι μόνο αυτό, αλλά δεν τους δίνονται και τα ερεθίσματα, ώστε, ακόμα κι αν δεν τα διδάσκονται στο σχολείο, να τα αναζητήσουν μόνοι τους. Δεν καταλαβαίνω τι βγάζει τελικά το υπουργείο Παιδείας, τι βγάζει το ελληνικό κράτος, τι παράγει. Ποιο είναι το μοντέλο που έχει αποκρυσταλλώσει και βάσει του οποίου θέλει να φτιάξει τους Έλληνες. Παλαιότερα ξέραμε ότι θέλει να φτιάχνει ανθρώπους να μην σκέπτονται, αλλά να απομνημονεύουν, δηλαδή ήθελε να περιορίσει την κριτική στάση. Αυτά, όμως, υποτίθεται ότι ξεπεράστηκαν εν τω μεταξύ. […] Κάθε γενιά πρέπει να τα ξαναπιάνει όλα από την αρχή. Κι όλο θα βρίσκει και κάτι άλλο. Άλλωστε, πιστεύω ότι τα έργα τέχνης δεν είναι αντικείμενα εκτός τόπου και χρόνου, αλλά εμπλουτίζονται και τα ίδια από τον τρόπο με τον οποίον τα κοιτάμε εμείς».