«Στο μεσοστράτι απάνω της ζωής μας»: οι μεταφράσεις του Δάντη
Μια συγκριτική ανάγνωση τεσσάρων διαφορετικών αποδόσεων από το προοίμιο της «Κόλασης» του Δάντη, με αφορμή την επανακυκλοφορία της «Θείας Κωμωδίας» στην έμμετρη μετάφραση του Νίκου Καζαντζάκη
Είναι γνωστή η άποψη στη λογοτεχνική κριτική για τον ιδιοσυγκρασιακό τρόπο με τον οποίο ο Νίκος Καζαντζάκης μετέφρασε τα μεγάλα έργα της δυτικής λογοτεχνίας επιβάλλοντάς τους το προσωπικό ιδίωμα, την ντοπιολαλιά και μία φορτισμένη δημοτική, που συχνά κατηγορήθηκε ως εκτροπή από το πνεύμα του πρωτότυπου (ειδικά από τον εξ αγχιστείας συγγενή του, Λευτέρη Αλεξίου στο περιοδικό «Κάστρο» του Ηρακλείου το 1937). Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή -την οποία ασπαζόταν, για παράδειγμα, ο Δημήτρης Μαρωνίτης-, η «Οδύσσεια» του Ομήρου γίνεται εν μέρει «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη και το ίδιο ισχύει για τη «Θεία κωμωδία» του Δάντη, από την οποία ο Καζαντζάκης αντλεί έμπνευση για να δημιουργήσει ουσιαστικά ένα νέο έργο. Οι στόχοι του είναι έτσι κι αλλιώς προγραμματικοί: θέλει να περάσει στη «φόδρα» των μεγάλων κειμένων τις δικές του φιλοσοφικές και μεταφυσικές αναζητήσεις. Η «Θεία Κωμωδία», άλλωστε, είναι ένα από τα βασικά διακείμενα την περίοδο που γράφει το «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» (βλ. Μιχαήλ Πασχάλης, Νίκος Καζαντζάκης: Από τον Όμηρο στον Σαίξπηρ. Μελέτες για τα κρητικά μυθιστορήματα, Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών Ηράκλειο 2015).
Η έμμετρη μετάφραση του έπους του Δάντη σε ενδεκασύλλαβο στίχο επανακυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες από τη «Διόπτρα» με το επίμετρο του Πάτροκλου Σταύρου. Αντί άλλων σχολίων παραθέτουμε τη μετάφραση του Καζαντζάκη από την αρχή της «Κόλασης» (Άσμα Ι) και τριών ακόμη μεταφραστών για να φανεί, εκτός άλλων, η διαχρονική επιρροή του έργου, αλλά και η «συνομιλία» ή οι διαφορές των μεταγραφών.
Νίκος Καζαντζάκης, 1934 (Εκδ. Κύκλου. Η τελική έκδοση θα γίνει το 1954-55).
Στου δρόμου της ζωής τη μέση σε σκοτεινό βρέθηκα δάσος γιατί το μονοπάτι το σωστό είχα μπλέξει. Αχ, πόσο δύσκολο να περιγράψω το άγριο, δύσβατο και πυκνό δάσος που μόνο να το σκέφτομαι ξαναγεννά το φόβο! Κι είχα μια πίκρα, απ’ του θανάτου πιο μικρή μια στάλα· μα θε να γράψω και για τα καλά που βρήκα, θε να μιλήσω και για τ’ άλλα που είδα. Καλά δεν ξέρω για να πω πώς μπήκα, τόσο ήμουν αποκοιμισμένος που τον σωστό είχα παρατήσει δρόμο. Σαν έφτασα όμως στα ριζά ενός λόφου, Εκεί που τέλειωνε πια η ισιάδα που την καρδιά από φόβο είχε ταράξει, κοιτώ απάνω και βλέπω τις αψηλές πλαγιές ντυμένες στις αχτίδες του πλανήτη που όλους σωστά οδηγεί σε κάθε δρόμο. Τότε λιγόστεψε μια στάλα ο φόβος όπου τα μύχια της καρδιάς κρατούσε όλη τη νύχτα μέσα στην τρομάρα. Κι όπως εκείνος που λαχανιασμένος μέσ’ απ’ το πέλαγος στην ακτή πέφτει και τα επικίνδυνα νερά γυρίζει και κοιτάζει, έτσι η ψυχή μου, που ακόμη ένιωθε κυνηγημένη, γυρίζει πίσω το πέρασμα για ν’ αντικρίσει που ζωντανό δεν άφησε ποτέ κανέναν να διασχίσει Κι αφού μι’ ανάσα πήρε το κουρασμένο μου κορμί, το δρόμο τράβηξα στην έρημη πλαγιά, έτσι που πάντα το σταθερό το πόδι έμενε πιο κάτω.
Δημήτρης Μαυρίκιος, 2020 (εκδ. Ευρασία. Ο γνωστός σκηνοθέτης μετέφρασε το έργο για τις ανάγκες θεατρικής μεταφοράς)
Μες στα μισά του δρόμου της ζωής μας σε μαύρο δάσος βρέθηκα χαμένος απ’ την ορθή οδό λοξοδρομώντας. Αχ, πόσο δύσκολο είναι να μιλήσω για το άγριο αυτό, τραχύ, δύσβατο δάσος, που η μνήμη του και μόνο με τρομάζει! Μνήμη πικρή, που αγγίζει, λες, τον Χάρο. Μα για να πω κι όσα καλά τού βρήκα, θα ιστορήσω τι άλλο είδα εκεί μέσα. Πώς τρύπωσα δεν το καλοθυμάμαι, καθώς μ’ έπιασε λήθαργος την ώρα που βγήκα απ’ της αλήθειας την πορεία. Μα φτάνοντας μπροστά σε έναν λόφο –στην εσχατιά εκείνης της κοιλάδας που πάγωνε το αίμα μου απ’ τον τρόμο– κοίταξα πάνω κι είδα τις πλαγιές του λουσμένες στις αχτίδες του πλανήτη, που από παντού οδηγεί στον ίσιο δρόμο. Φάνηκε τότε να κοπάζει ο φόβος στη λίμνη της καρδιάς, που αναρριγούσε σε όλο το εναγώνιο νυχτέρι. Πώς ξέπνοος ναυαγός που αγγίζει ξέρα, σωσμένος απ’ το πέλαγος, γυρίζει έντρομος ν’ αντικρίσει τη φουρτούνα, όμοια η ψυχή μου η κατατρεγμένη στράφηκε, για να δει ξανά τον τόπο που άνθρωπο ζωντανό δεν έχει αφήσει. Αφού έγειρα κατάκοπος μια στάλα, πήρα την έρημη πλαγιά πατώντας γερά στο πόδι που έμενε πιο κάτω.