Ο κακής ποιότητας ύπνος έχει αρνητικές επιπτώσεις στην καρδιαγγειακή και ψυχολογική υγεία των γυναικών
Νέα Υόρκη: Τα προβλήματα ύπνου μπορούν να επηρεάσουν την υγεία της καρδιάς, με μεγαλύτερες επιπτώσεις για τις γυναίκες, σύμφωνα με νέα αμερικανική έρευνα που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Brain, Behavior and Immunity.
Νέα Υόρκη: Τα προβλήματα ύπνου μπορούν να επηρεάσουν την υγεία της καρδιάς, με μεγαλύτερες επιπτώσεις για τις γυναίκες, σύμφωνα με νέα αμερικανική έρευνα που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Brain, Behavior and Immunity.
Όπως εξηγεί ο Δρ Έντουαρντ Σουάρεζ από το Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Duke οι γυναίκες που αναφέρουν κακής ποιότητας ύπνο και δυσκολία να κοιμηθούν έχουν περισσότερη ψυχολογική δυσφορία από τις γυναίκες που κοιμούνται καλά και έχουν επίσης υψηλότερα επίπεδα στο αίμα ουσιών που σχετίζονται με τον διαβήτη τύπου ΙΙ, την καρδιακή νόσο και άλλα προβλήματα υγείας.
Αλλά για τους άνδρες, δεν καταγράφηκε συσχετισμός μεταξύ ποιότητας ύπνου και ψυχικής ή σωματικής υγείας.
Μέχρι σήμερα, οι περισσότερες έρευνες που επικεντρώνονταν στον ύπνο και τα καρδιακά νοσήματα είχαν συμπεριλάβει άτομα με σοβαρές διαταραχές ύπνου, όπως άπνοια ύπνου. Στην παρούσα μελέτη ο Δρ Σουάρεζ συμπεριέλαβε 210 υγιείς άνδρες και γυναίκες χωρίς κλινικά διαγνωσμένες διαταραχές ύπνου και τους ζήτησε να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο για την ποιότητα του ύπνου.
Μεταξύ των γυναικών παρατηρήθηκε ότι η κακή ποιότητα ύπνου, η δυσκολία να κοιμηθούν για περισσότερες από δύο νύχτες της εβδομάδας και η ανάγκη άνω της μιας ώρας να κοιμηθούν συσχετίζονταν με αυξημένα επίπεδα της ινσουλίνης νηστείας, ένδειξη αυξημένου κινδύνου διαβήτη τύπου ΙΙ, όπως υψηλότερων επιπέδων δεικτών φλεγμονής και ινωδογόνου, παράγοντα πήξης που σχετίζεται με το εγκεφαλικό επεισόδιο.
Οι γυναίκες με κακή ποιότητα ύπνου ανέφεραν επίσης περισσότερα συμπτώματα κατάθλιψης, εχθρότητας και θυμού.
Αυτό που προκαλεί έκπληξη είναι ότι δεν σχετίζεται συνολικά η κακή ποιότητα ύπνου με τον μεγαλύτερο κίνδυνο, αλλά το διάστημα του χρόνου που χρειάζεται για να κοιμηθεί το άτομο. Οι γυναίκες ανέφεραν ότι χρειάζονταν μισή ώρα ή και περισσότερο προκειμένου να κοιμηθούν και είχαν το χειρότερο προφίλ κινδύνου.
Οι φυλετικές διαφορές στην λειτουργία της σεροτονίνης, της μελατονίνης και της τρυπτοφάνης ενδεχομένως να μπορεί να εξηγήσει τα παραπάνω αποτελέσματα, δεδομένου ότι και οι τρεις χημικές εγκεφαλικές ουσίες εμπλέκονται στη διάθεση και την καρδιαγγειακή υγεία.