Επανάσταση στη αθλητική δικαιοσύνη; Ο Γενικός Εισαγγελέας της ΕΕ δικαιώνει τον Ανιέλι
Η γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανοίγει τον δρόμο για ακύρωση αθλητικών ποινών από εθνικά δικαστήρια και θέτει υπό αμφισβήτηση το ιταλικό μοντέλο αθλητικής δικαιοσύνης.
Το ενδεχόμενο μιας βαθιάς ανατροπής στο σύστημα της αθλητικής δικαιοσύνης στην Ιταλία επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο μετά τη γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ντιν Σπίλμαν. Στο επίκεντρο βρίσκεται η υπόθεση του Αντρέα Ανιέλι και του Μαουρίτσιο Αριβαμπένε, πρώην προέδρου και πρώην διευθύνοντος συμβούλου της Γιουβέντους, οι οποίοι είχαν τιμωρηθεί με διετή απαγόρευση κάθε επαγγελματικής δραστηριότητας στο ιταλικό ποδόσφαιρο για την εμπλοκή τους στην υπόθεση των «υπεραξιών» (plusvalenze).
Η γνωμοδότηση εξετάζει δύο κρίσιμα ζητήματα: αφενός τη συμβατότητα των επιβληθεισών ποινών με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφετέρου τα όρια της αυτονομίας της αθλητικής δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με τον Σπίλμαν, οι κανόνες της ΕΕ για την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων δεν αποκλείουν την επιβολή ποινών όπως η διετής απαγόρευση άσκησης δραστηριότητας στο ποδόσφαιρο, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές δικαιολογούνται από την ανάγκη προστασίας της ακεραιότητας των διοργανώσεων και βασίζονται σε σαφή, αντικειμενικά, μη διακριτικά και αναλογικά κριτήρια. Παράλληλα, δεν προκύπτει παραβίαση των κανόνων ανταγωνισμού, καθώς οι ατομικές κυρώσεις σε αθλητικούς παράγοντες δεν θεωρείται ότι στρεβλώνουν την αγορά ή συνιστούν κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης.
Το πιο ευαίσθητο –και δυνητικά εκρηκτικό– σημείο αφορά όμως τον ρόλο των εθνικών δικαστηρίων. Το Διοικητικό Δικαστήριο του Λατίου (TAR), στο οποίο προσέφυγαν οι Ανιέλι και Αριβαμπένε, επισήμανε ότι το ιταλικό νομικό πλαίσιο δεν του επιτρέπει να ακυρώσει ή να αναστείλει αθλητικές πειθαρχικές κυρώσεις, αλλά μόνο να αναγνωρίσει ενδεχόμενη οικονομική αποζημίωση. Ένα όριο που, σύμφωνα με τον Γενικό Εισαγγελέα, δεν συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης.
Κατά τον Σπίλμαν, η αναγνώριση της αυτονομίας της αθλητικής δικαιοσύνης δεν μπορεί να θίγει το θεμελιώδες δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία. Τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να έχουν τη δυνατότητα να ακυρώνουν παράνομες ποινές και, εφόσον απαιτείται, να λαμβάνουν προσωρινά μέτρα ώστε η τελική τους απόφαση να είναι ουσιαστικά αποτελεσματική. Πρόκειται για ένα σημείο-κλειδί που ενισχύει τη θέση των δύο πρώην διοικούντων της Γιουβέντους.
Η γνωμοδότηση θέτει, ωστόσο, μια σημαντική προϋπόθεση: το συμπέρασμα αυτό ισχύει μόνο εφόσον ο έλεγχος των διοικητικών δικαστηρίων αποτελεί τον μοναδικό έλεγχο που ασκείται από «δικαιοδοτικά όργανα» κατά την έννοια του δικαίου της ΕΕ. Αν κάποιο όργανο της αθλητικής δικαιοσύνης μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πραγματικό δικαστήριο, τότε το ιταλικό σύστημα δεν θα ερχόταν σε σύγκρουση με την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
Αν και η γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα δεν είναι δεσμευτική, συχνά προοιωνίζεται την τελική απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ. Με την απόφαση να αναμένεται μέσα στους επόμενους τρεις έως έξι μήνες, η υπόθεση αυτή απειλεί να αναδιαμορφώσει ριζικά το πλαίσιο της αθλητικής δικαιοσύνης στην Ιταλία, φέρνοντάς το αντιμέτωπο με τις ευρωπαϊκές αρχές της αποτελεσματικότητας, της αναλογικότητας και του ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου.
Η γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανοίγει τον δρόμο για ακύρωση αθλητικών ποινών από εθνικά δικαστήρια και θέτει υπό αμφισβήτηση το ιταλικό μοντέλο αθλητικής δικαιοσύνης.