Ο φιλολογικός συνεργάτης μας κ. Ηλίας Βενέζης ευρισκόμενος εις τον Άγιον Φραγκίσκον (σ.σ. Σαν Φρανσίσκο) έλαβε τηλεγραφικήν πρόσκλησιν του Δημάρχου της Τούσσον να παραστή εις τας εορτάς της αδελφωσύνης της πόλεως με τα Τρίκαλα. Ο συνεργάτης μας μετέβη εις Τούσσον, όπου και παρέμεινε επί μίαν εβδομάδα, διά να μελετήση το ύφος και την ζωήν της πρώτης αμερικανικής πόλεως που συναδελφώνεται με μίαν ελληνικήν. Μας αποστέλλει εκείθεν σύνοψιν των εντυπώσεών του, επιφυλασσόμενος να γράψη εκτενέστερον διά την Αριζόνα εις την σειράν των εντυπώσεών του διά την Αμερικήν, αι οποίαι θα δημοσιευθούν αμά τη επιστροφή του.
ΤΟΥΣΣΟΝ, Αριζόνα. Τέλη Οκτωβρίου. — Ήμουν στο Γκραν Κάνυον, στο περίφημο εθνικό πάρκο της Αμερικής, στα βορεινά της Αριζόνας. Τη νύχτα, μες στο άγριο φαράγγι με τους κόκκινους όγκους, τους θεόρατους βράχους, χιόνισε. Το Κολοράδο Ρίβερ κατέβαζε θολό νερό, ο αέρας ήταν παγωμένος. Με τέτοιον καιρό ξεκίνησα για την Τούσσον. Σαν έφτασα στο Αλμπουκέρκ, στο Νέο Μεξικό, ο αέρας είχε μαλακώσει, τα ρολόγια της πόλης, χτυπώντας τις ώρες, έπαιζαν σκοπούς παθητικούς του παλιού καιρού, αργά. Στο Ελ Πάζο, στο Τέξας, άρχισε να βρέχει. Επίμονα, επίμονα, επίμονα. Σαν μπήκαμε στην Αριζόνα, από το νοτιά, άρχισε η έρημος. Άγρια, ανένδοτη, ατελείωτη. Τότε, με την έρημο, άρχισε σιγά-σιγά το θαύμα: τα σύννεφα της βροχής άρχισαν σιγά-σιγά ν’ αραιώνουν σα να την τρέμανε και αυτά ακόμα την έρημο. Ν’ αραιώνουν. Ώσπου, τέλος, χάθηκαν ολότελα. Το απόγεμα, ύστερα από ένα ταξίδι 34 ωρών, σαν έφτασα στην Τούσσον ο ήλιος άστραφτε σ’ έναν καταγάλανο, ελληνικό ουρανό πάνω στη μικρή πόλη της ερήμου. Αυτός ο ελληνικός, γαλάζιος, ασυννέφιαστος ουρανός είνε το ύφος της Τούσσον. Στους εννιά μήνες του χρόνου σύννεφο δε θα σκεπάσει τη γαλήνη του. Κρύος αέρας δε θα φυσήσει, χιόνι θα πέσει σε κάθε γενιά μια φορά — αν πέσει.
Η έρημος αρχίζει αμέσως έξω απ’ την ηλιόλουστη πόλη, την τριγυρίζει, την κυκλώνει. Αυχμηρή (σ.σ. ξηρή, άνυδρη) γη, ατελείωτη, χωρίς δέντρο καρποφόρο, χωρίς ευλογία. Όμως όχι γυμνή. Θάμνοι πράσινοι, κίτρινοι. Τα Γιούκκα. Και οι θεότητες της ερήμου, οι κάκτοι, οι Σαγκουέρο, χωρίς κλαδιά, χωρίς κίνηση, ατάραχοι, ανένδοτοι. Μες στην ξηρασία, έχουν κάτι άγριο, επιθυμία φοβερή. Το νερό. Το νερό υπάρχει στο βάθος της γης, κάποτε μπορεί να βγει στην επιφάνεια. Και οι κάκτοι το περιμένουν.
Τα βουνά, μακρινά, σαν πέρα από πέλαγο, πέρα από ωκεανό, κλείνουν με γαλάζιο φως την επίπεδη γαλήνη της ερήμου. Οι πρώτοι κονκισταντόρες της ερήμου μόνο σα φτάσαν στα βουνά είπαν να γονατίσουνε, να προσκυνήσουν το Θεό, να στήσουν καλύβια, τα φώτα της Τούσσον. Η Τούσσον είνε κυκλωμένη από βουνά. Στην ίδια διάταξη, στην ίδια αρμονία, με την ίδια πειθαρχία της κίνησης που έχουν τα βουνά της Αθήνας: η Πάρνηθα, η Πεντέλη, ο Υμηττός. Είνε απίθανο πόσο το ύφος των βουνών της Τούσσον θυμίζει το ύφος των βουνών μας. Είνε το όρος Καταλίνα, είνε το Ρινσόν. Και πλάι του, το Σάντα Ρίτα.
Σ’ αυτή τη γη της ερήμου είνε τα μεγάλα ραντς. Απέραντες εκτάσεις κυκλωμένες με σύρμα. Κάθε τόσο, μακριά, σα να χάνεται μες στην έκταση, θα γραφεί σε κάποιο ύψωμα της γης, καβάλλα στο άλογό του, ο θρύλος της Αριζόνας: ο κάου-μπόυ. Οι κάου-μπόυς φορούν στενά-στενά πανταλόνια γαλάζια, μπότες —τα λέβις— μ’ ένα τακούνι μυτερό, που πάει προς τα μπρος —για να πατά γερά το πόδι στη γη όταν ο άντρας έχει πετάξει το λάσο, έχει πιάσει το βόδι απ’ τα κέρατα και το ζώο αντιστέκεται— και καπέλα με φαρδειά μπορ. Το βάδισμα των κάου-μπόυς είνε λίγο κουνιστό, έχει μια κίνηση που θυμίζει άλογο να τρέχει — απ’ το ζώο η κίνηση πέρασε στο σώμα του ανθρώπου. Είνε ψηλοί άντρες, σε κοιτάζουν κατάματα, με τιμιότητα και με παληκαριά. Δεν έχουν τίποτα απ’ το κλειστό, επιφυλακτικό ύφος της Ανατολικής Αμερικής. Με το να είνε πολύ στην έρημο και στα βουνά, στη σκληρή ζωή τους, πιστέψανε στο πάθος του Θεού: η καρδιά τους είνε ανοιχτή, το χέρι τους κλειδώνεται δυνατά με το χέρι του πλαϊνού τους.
Ένα μεσημέρι έκαιγε ο ήλιος, ήμουνα στο ραντς του φίλου μου του Γκίλλαμ, κόβαν τα κέρατα των βοδιών. Οι κάου-μπόυς, καβάλα στ’ άλογά τους, με το καμουτσί στο χέρι, μαντρίζανε τα βόδια, τα φέρνανε σε μια παγάνα, εκεί το κεφάλι των βοδιών κλειδωνόταν σ’ ένα στεφάνι, ο Μεξικανός έκοβε τα κέρατα. Το αίμα τιναζόταν, βρύσες ψιλές, απ’ τα δυο κέρατα, έβαφε στα κεφάλια των βοδιών που μούγκριζαν απ’ τον πόνο απελπισμένα, ποτάμι έτρεχε ο ίδρος απ’ τα πρόσωπα των ανδρών· κάμποσα βόδια, καταλαβαίνοντας τι τους έμελλε, ακούοντας τ’ άλλα να μουγκρίζουν, αντιστέκονταν φοβερά, δε θέλαν να μπουν στην παγάνα, αφροί τρέχαν απ’ τα στόματά τους, οι άντρες αποκαμωμένοι τα κεντρούσανε λυσσασμένα — ήταν φοβερό, άγριο και αβάσταχτο.
Λέω στον πανύψηλο κάου-μπόυ το σύντροφο του Γκίλλαμ:
— Σκληρή ζωή.
— Σκληρή.
— Εσύ γεννήθηκες εδώ;
Όχι, αυτός γεννήθηκε στην Καλιφόρνια. Την ήσυχη, την εύφορη, τη μυθική Καλιφόρνια. Έφυγε, λέει, από κει πριν από είκοσι χρόνια και ήρθε για δυο μέρες στην Αριζόνα. Και πια δε ματαγύρισε στην Καλιφόρνια.
— Αλήθεια; Γίνεται αυτό; είπα ξαφνιασμένος. Ν’ αφήσεις την Καλιφόρνια! Η Καλιφόρνια είνε…
— Τίποτα δεν είνε σαν τους ανθρώπους τούτους εδώ, είπε. Έζησες μαζί τους μια φορά, δεν τους αφήνεις πια.
Τα κορίτσια φοράνε φουστάνια με χτυπητά χρώματα, πολλές είνε Μεξικανές. Όλοι σχεδόν μιλούν εδώ Ισπανικά. Τραγουδάνε τα Γουέστερνς — τα παλιά τραγούδια των πρώτων πιονιέρων, χορεύουν τους σκοπούς τους. Εξήντα μίλια κατά το νοτιά είνε το Μεξικό. Εξήντα μίλια κατά τη δύση στην έρημο είνε οι Ινδιάνοι, η φυλή των Παπάγκο. Ζούνε ξεμοναχιασμένοι μες στην έρημό τους, μες στις αναμνήσεις των προγόνων τους. Σαν πήγα εκεί ρώτησα τη «Σιίμπα», τον αϊτό:
— Έφυγες εσύ ποτέ από εδώ;
— Ναι, είπε. Έφυγα μια φορά. Έφτασα ίσαμε την Καλιφόρνια.
— Μπορούσες να ζήσεις εκεί, στην Καλιφόρνια, αν ήθελες; Μπορούσες να μείνεις;
— Μπορούσα να ζήσω, είπε. Μπορούσα να μείνω.
Έβραζε γύρω μας ο ήλιος, η έρημος, οι κάκτοι.
— Κι’ έφυγες κι’ ήρθες πάλι εδώ;
Είπε απλά το λόγο:
— Με φώναζε η έρημος.
Το τραίνο που μ’ έφερε στην Αριζόνα λέγεται έτσι: «Αργοναύτης». Πρωτεύουσα της Αριζόνας, λίγα μίλια από δω, είνε ο «Φοίνιξ». Ο Αργοναύτης, ο Φοίνιξ, οι κάου-μπόυς, οι Ινδιάνοι της φυλής των Παπάγκο, οι Μεξικανοί, τα τραγούδια του Ουέστ, οι κάκτοι, ο ουρανός ο δικός μας πάνω απ’ την Τούσσον, τα βουνά τα δικά μας γύρω απ’ την Τούσσον. Στο βάθος της αμερικανικής γης ανεμίζονται τα ελληνικά χρώματα. Τα Τρίκαλα και η Τούσσον.
Ο αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως (σ.σ. ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, τότε υπουργός Εξωτερικών) μου λέει, μόλις συναντηθήκαμε στην Τούσσον:
— Το παραμύθι που γυρεύετε στη ζωή εδώ είνε έτοιμο.
Ήταν, αλήθεια, έτοιμο το παραμύθι.
*Κείμενο του Ηλία Βενέζη, που έφερε τον τίτλο «Τούσσον, η ηλιόλουστη πόλις της ερήμου που αδελφώθη με τα Τρίκαλα» και τον υπέρτιτλο «Σταθμοί και εκδηλώσεις της ελληνοαμερικανικής φιλίας». Είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» τέτοιες μέρες πριν από 76 ολόκληρα χρόνια, την Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 1949.
Στην υπόθεση της συναδέλφωσης των δύο πόλεων, της θεσσαλικής (δήμαρχός της ήταν τότε ο Ηρακλής Ρέτος) και της αμερικανικής, είχαν συμβάλει καθοριστικά —σύμφωνα με συμπληρωματικές και άκρως διαφωτιστικές πληροφορίες που είχε αποστείλει στην εφημερίδα ο Βενέζης και είχαν δημοσιευτεί στο φύλλο της επομένης, 11ης Νοεμβρίου— η Ισαβέλλα Γκρηνγουαίη Κινγκ, πρώτη κυρία της Τούσον και ολόκληρης της Αριζόνας, πάμπλουτη και προσωπική φίλη των Ρούσβελτ, ο συνταγματάρχης Ουίλλιαμ Σ. Μπαίηκον, πρόεδρος της Επιτροπής Τρικάλων – Τούσσον, και ο Ε. Τ. Χούστον, δήμαρχος της Τούσσον (σ.σ. σε όλα τα ονόματα διατηρούνται οι ορθογραφικές ιδιομορφίες του Βενέζη).
Σε αυτά τα πρόσωπα, που με τη συνδρομή ασφαλώς των Ελλήνων της Τούσον είχαν πραγματοποιήσει την πρώτη αδελφοποίηση μιας ελληνικής και μιας αμερικανικής πόλης, είχε αφιερώσει τις ακόλουθες αράδες ο Βενέζης στο δημοσίευμα της 11ης Νοεμβρίου:
«Αυτά που σας περιέγραψα είνε τα πρωταγωνιστούντα πρόσωπα στο σύνδεσμο Τούσσον – Τρικάλων. Άνθρωποι σημαίνοντες, γεμάτοι απλότητα και ευγένεια, θέληση καλή. Και γύρω τους άλλα πρόσωπα πρόθυμα. Και μια μικρή πόλη της ερήμου, όπου όλοι βέβαια δεν είνε πλούσιοι. Affiliation λένε εδώ το δεσμό. Με μια ελευθερία, μένοντας στο πνεύμα και στην πρόθεσή τους, θα το έλεγα μονολεκτικά έτσι: Αδελφωσύνη. Περισσότερο από κάθε υλική πλευρά, το βλέπουν ως ένα γεγονός ηθικό. Οι άνθρωποι να γνωρίσουν τους ανθρώπους, να συνεννοηθούνε μαζί τους. Είνε τόσο μακριά η Αριζόνα, ώστε οι κάτοικοί της ξέρουν λίγα για τη Νέα Υόρκη, όχι για τα Τρίκαλα. Να συνδεθούν, λοιπόν, άνθρωποι με ανθρώπους, επιστήμονες με επιστήμονες, παιδιά με παιδιά».