Πολλοί από τους αστέρες της αντικουλτούρας της δεκαετίας του ’60 έχουν ξεθωριάσει —ορισμένοι άλλωστε δεν ήταν και τόσο λαμπροί—, οι Μπίτνικ όμως, που ήταν και εκείνοι που τους επηρέασαν περισσότερο, φαίνεται να έχουν τη μεγαλύτερη απήχηση από ποτέ. Ίσως αυτό να συμβαίνει επειδή ήταν αυθεντικοί συγγραφείς και όχι απλώς γέννημα των μέσων ενημέρωσης. Πληθώρα σχολίων και δημοσιευμάτων έκαναν την εμφάνισή τους όταν ο Άλεν Γκίνσμπεργκ και ο Γουίλιαμ Μπάροουζ πέθαναν πέρυσι. Το «Στον δρόμο» (1957) του Τζακ Κέρουακ, το οποίο επί έξι ολόκληρα χρόνια δεν έβρισκε εκδότη, έχει πουλήσει σήμερα περισσότερα από 3 εκατομμύρια αντίτυπα. Παρ’ ότι οι κριτικές ήταν περιφρονητικές όταν κυκλοφόρησε για πρώτη φορά, άλλαξε τη ζωή πολλών αναγνωστών και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για συγγραφείς και καλλιτέχνες όπως οι Νόρμαν Μέιλερ, Τζον Απντάικ, Κεν Κέισι, Μπομπ Ντίλαν, Ρόμπερτ Στόουν, Τόμας Πίντσον, Χάντερ Τόμπσον, Τζακ Νίκολσον, Νικ Νόλτε, Τζιμ Μόρισον, ακόμη και ο καθωσπρέπει Τομ Γουλφ.
Από το 1973, που είχε κυκλοφορήσει η πρώτη βιογραφία του Κέρουακ από την Αν Τσάρτερς, πολυάριθμες βιογραφίες και απομνημονεύματα έχουν ανιχνεύσει την πολυτάραχη ζωή του, μια ζωή που ο ίδιος κατέγραψε με κάθε λεπτομέρεια σε περισσότερους από 20 τόμους. Ο Κέρουακ δεν είχε μόνο το χάρισμα της εξαιρετικής μνήμης και την ικανότητα να αναπλάθει με ακρίβεια τα περιστατικά, αλλά έγραφε διαρκώς και, σαν να είχε προβλέψει τη φήμη του, φύλαγε και αρχειοθετούσε και το παραμικρό σημείωμα. Το πρώτο μέρος από μια επιλογή επιστολών του δημοσιεύτηκε το 1995, ενώ οι εκδόσεις Viking πρόκειται να κυκλοφορήσουν αρκετούς τόμους με αποσπάσματα από τα 120 σημειωματάρια που αποτελούν το ημερολόγιό του (μια επιλογή από αυτά δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο περιοδικό New Yorker). Το βιβλίο Subterranean Kerouac, The Hidden Life of Jack Kerouac («Υπόγειος Κέρουακ, Η κρυφή ζωή του Τζακ Κέρουακ») του Έλις Άμπερν είναι μόνο η πρώτη από μια σειρά νέων βιογραφιών.
Αυτό που βγαίνει από όλα αυτά τα βιβλία και τα ντοκουμέντα είναι μια ιστορία συναρπαστική αλλά και θλιβερή. Ο Κέρουακ ήταν ένας από τους πολλούς ταλαντούχους αποκλεισμένους —Εβραίους, μαύρους, γυναίκες από τις νότιες πολιτείες, παιδιά μεταναστών της εργατικής τάξης— που πολιόρκησαν την αμερικανική λογοτεχνία μετά τον πόλεμο. Από όλους αυτούς ήταν ίσως εκείνος που χρειάσθηκε να κάνει τον περισσότερο δρόμο. Γεννήθηκε από γαλλοκαναδούς γονείς σε μια βιομηχανική πόλη της Μασαχουσέτης και ήταν ένα ντροπαλό και ονειροπαρμένο παιδί που δεν μιλούσε αγγλικά ως τα πέντε ή έξι του χρόνια. Γνώρισε την τοπική δόξα ως σταρ της γυμνασιακής ομάδας ποδοσφαίρου και ύστερα άρχισε την περιπλάνησή του, που τον πήγε από τα βάθη της Αμερικής ως την Πόλη του Μεξικού, το Παρίσι και το Μαρόκο. Φοβούμενος την πλήξη περισσότερο και από τον ίδιο τον θάνατο, βρισκόταν συνεχώς εν κινήσει, αναζητώντας διαρκώς νέες εμπειρίες για να γράψει γι’ αυτές.
Στο διάστημα ανάμεσα στην ολοκλήρωση του βιβλίου «Στον δρόμο» το 1951 και στην έκδοσή του το 1957, ο Κέρουακ έγραψε καμιά δεκαριά έργα που όλα τους απορρίφθηκαν από τους γνωστούς εκδότες. Ως την εποχή που η «Κραυγή» του Γκίνσμπεργκ και το μυθιστόρημα του Κέρουακ προκάλεσαν την τεράστια προβολή της γενιάς των Μπιτ από τα μέσα ενημέρωσης, ο Κέρουακ είχε χάσει σε μεγάλο βαθμό το ενδιαφέρον του για το «φαινόμενο» των Μπιτ. Την τελευταία δεκαετία της ζωής του έζησε με την άγρια και στενόμυαλη μητέρα του έχοντας χάσει επαφή με τους Μπιτ φίλους του (τους οποίους εκείνη απεχθανόταν) και άρχισε να γίνεται όλο και πιο πικρόχολος και συντηρητικός. Πέθανε από το ποτό σε ηλικία 47 ετών το 1969.
Σε όλη αυτή την τελευταία περίοδο, όταν ο Κέρουακ ήταν εκτός κύκλων και εκτός μόδας, ο Έλις Άμπερν ήταν ο τελευταίος εκδότης του, ο οποίος από καιρού εις καιρόν προσπαθούσε να τον ενθαρρύνει ή έκανε ερωτήσεις για κάποιο συγκεκριμένο απόσπασμα από τα έργα του, στα οποία όμως, βάσει συμβολαίου, δεν είχε δικαίωμα να αλλάξει σχεδόν ούτε μία λέξη. Ο Άμπερν χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό αποσπάσματα από τις τηλεφωνικές συνομιλίες του με τον Κέρουακ και από την αλληλογραφία που είχαν ανταλλάξει, το αν όμως είχαν ποτέ συναντηθεί δεν ξεκαθαρίζεται. Παρ’ ότι δίνει μερικές καινούργιες λεπτομέρειες σχετικά με την έκδοση των τελευταίων μυθιστορημάτων του Κέρουακ, του Desolation Angels και του Vanity of Duluoz, η σχέση του με την έκδοσή τους ήταν πολύ περιορισμένη ώστε να έχει προσωπική γνώση.
Ο μόνος λόγος που θα δικαιολογούσε το να πει κάποιος για άλλη μια φορά την ιστορία του Κέρουακ, θα ήταν να ρίξει νέο φως στο έργο του, να εξερευνήσει την ανεξίτηλη επιρροή του στην αμερικανική κουλτούρα. Ο ίδιος όμως ο Άμπερν αποτάσσεται κάθε λογοτεχνικό σκοπό («Αφήνω αυτό το έργο στους μελετητές» γράφει). Αντί γι’ αυτό στόχος του είναι να εκθέσει τον Κέρουακ ως ομοφυλόφιλο που φοβόταν την ομοφυλοφιλία, που καταστράφηκε όχι μόνο από τη φήμη και το ποτό, αλλά και από τις ενοχές που αισθανόταν επειδή ασχολήθηκε με την τέχνη και του άρεσαν οι άνδρες.
Αν εξαιρέσουμε ορισμένα λάθη απροσεξίας που υποδηλώνουν βιασύνη, ο Άμπερν αφηγείται την ιστορία του Κέρουακ αρκετά καλά. Ωστόσο το βιβλίο του είναι ένα τέλειο παράδειγμα εκείνου που η Τζόις Κάρολ Όουτς αποκάλεσε κάποτε «παθογραφία», ένας ηθελημένος υπερτονισμός των προβληματικών πλευρών του χαρακτήρα του αντικειμένου του, που όχι μόνο μειώνει τα επιτεύγματά του, αλλά επιπλέον τα κάνει να μοιάζουν ακατανόητα. Παραγνωρίζοντας τα βιβλία του και δείχνοντας υπερβολικό ζήλο να ρίξει λάσπη, η βιογραφία αυτή μοιάζει περισσότερο με τις βιογραφίες που προσπαθούν να καταρρίψουν το είδωλο των ποπ σταρ παρά με τη βιογραφία ενός συγγραφέα.
Ο Κέρουακ δεν ήταν ούτε δαίμονας ούτε άγιος, αλλά ένας άνθρωπος τρωτός, εξαιρετικά καλόψυχος, με βαθιές εσωτερικές συγκρούσεις και τελικά αυτοκαταστροφικός. Το όνειρό του ήταν να γίνει συγγραφέας, όχι πρότυπο ηθικής για την ανθρωπότητα. Ωστόσο, χωρίς να το θέλει, έγινε ένα είδος απελευθερωτή, απελευθερώνοντας άλλους συγγραφείς από τυπολογικές συμβατικότητες και αναγνώστες, συνήθως νεαρούς και αρσενικού γένους, από συμβατικές αναστολές. Λάτρευε τους μεγάλους καλλιτέχνες της τζαζ για το ταλέντο τους στον αυτοσχεδιασμό, τον οποίο προσπάθησε να μιμηθεί σε μια πρόζα που εξισορροπεί με τη ζωντανή λυρική ευφράδειά της τις όποιες ελλείψεις της σε αφηγηματικό σφρίγος. Το πρότυπο της εποχής ήταν το σπίτι, η οικογένεια και η ωριμότητα. Με το «Στον δρόμο» και άλλα βιβλία για τους Μπιτ φίλους του δημιούργησε έναν αντίπαλο μύθο, αυτόν του αυθορμητισμού, της φυγής και της παρόρμησης. Ήταν μια αιχμή που συνέβαλε στο σπάσιμο του κελύφους της μεταπολεμικής αμερικανικής κουλτούρας. Η λογοτεχνική μποέμ φιλοσοφία των Μπίτνικ μπορεί να μοιάζει ξεπερασμένη, η ανήσυχη όμως αναζήτηση του προσωπικού νοήματος —μέσα από το σεξ, τα ναρκωτικά και μια μορφή πνευματικής πειθαρχίας— αποτελεί ένα ουσιαστικό κομμάτι του τρόπου με τον οποίο ζούμε σήμερα.
*Άρθρο που έφερε τον τίτλο «Παθολογία Κέρουακ» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 1998. Συντάκτης του ανωτέρω κειμένου, που είχε φιλοξενηθεί αρχικά στο Book Review των New York Times (The New York Times Book Review – NYTBR), ήταν ο αμερικανός κριτικός λογοτεχνίας και συγγραφέας Morris Dickstein (1940-2021).
Ο Morris Dickstein
Ο διάσημος αμερικανός συγγραφέας Τζακ Κέρουακ (o Jean-Louis Lebris de Kérouac, γνωστός ως Jack Kerouac) γεννήθηκε στο Λόουελ της Μασαχουσέτης στις 12 Μαρτίου 1922 και απεβίωσε στο Σεντ Πίτερσμπεργκ της Φλόριντα στις 21 Οκτωβρίου 1969.
Ο ποιητής και μυθιστοριογράφος Κέρουακ υπήρξε μπροστάρης και ηγετική μορφή του λογοτεχνικού κινήματος «Μπητ» (Beat), που αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ’50.