Αποτελεί κοινό τόπο στο μεγαλύτερο μέρος της οικολογικής θεωρίας και πολιτικής ότι η δυναμική της καπιταλιστικής οικονομίας και οι επιπτώσεις της στη φύση βρίσκεται στην αφετηρία της σημερινής επικείμενης κλιματικής καταστροφής. Εξαιρούνται, βεβαίως οι τοποθετήσεις που είναι απλές απολογίες των κυρίαρχων οικονομικών και κοινωνικές σχέσεων. Αυτές, βέβαια, πρέπει να εξηγήσουν γιατί όλες οι πρωτοβουλίες να αντιμετωπιστεί η οικολογική καταστροφή μέσω των «δυνάμεων της αγοράς» συμπεριλαμβανομένων των παραλλαγών του «πράσινου καπιταλισμού», έχουν αποτύχει, εάν αναλογιστούμε ότι παρά τις μεγάλες «πράσινες» επενδύσεις η οικολογική κρίση ολοένα και επιδεινώνεται, οδηγώντας στη βεβαιότητα της κλιματικής καταστροφής.
Η σύνδεση ανάμεσα στη φύση, την καπιταλιστική ανάπτυξη και την καταστροφή του περιβάλλοντος έχει επανειλημμένα συζητηθεί. Τα ορυκτά καύσιμα κυριάρχησαν επειδή επέτρεπαν μια την εκμηχάνιση και την υπαγωγή της εργασίας σε εντατικότερη εκμετάλλευση. Η υπερκατανάλωση εμπορευμάτων και φυσικών πόρων συνδέεται με τη διευρυμένη αναπαραγωγή του καπιταλισμού. Το αυτοκίνητο παραμένει σύμβολο «καταναλωτικής αυτοπραγμάτωσης» αλλά – προς το παρόν τουλάχιστον – βασική παράμετρος της εξάρτησης από το πετρέλαιο.
Όμως, όταν μιλάμε για την οικολογική κρίση, μιλάμε για τη φύση: τον αέρα, τη γη, τη βιοποικιλότητα. Το ερώτημα είναι εάν αυτά τα στοιχεία σήμερα γίνονται τα πεδία όπου εκδηλώνεται η οικολογική καταστροφή, επειδή υπόκεινται σε καπιταλιστική εκμετάλλευση, ή εάν η οικολογική καταστροφή συμβαίνει επειδή ο αέρας ή η βιοποικιλότητα στην πραγματικότητα είναι εκτός επενδυτικού ενδιαφέροντος, δεν μπορούν να έχουν αξία ή τιμή, και αποτελούν καθαρές «εξωτερικότητες» που παίζουν ρόλο στην παραγωγή εμπορευμάτων, αλλά δεν μπορούν να είναι εμπορεύματα με αξία και τιμή.
Αυτό το ερώτημα είναι η αφετηρία της σκέψης της Αλίσα Μπατιστόνι στο βιβλίο της FreeGifts. Capitalismandpoliticsof nature [Δωρεάν Δώρα. Ο καπιταλισμός και η πολιτική της φύσης] που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου Πρίνστον. Η αφετηρία της είναι το παράδοξο ότι ενώ οι καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από μια αδυσώπητη εμπορευματοποίηση κάθε πεδίου, την ίδια στιγμή η χρήση των ατμοσφαιρικών και υδατικών κύκλων της γης, ως πεδίων όπου σωρεύεται ρύπανση, ή το μεγαλύτερο μέρος της πραγματικής βιοποικιλότητας της γης δεν αποτελούν τμήμα του οικονομικού λογισμού. Για την Μπατιστόνι, αυτό δεν είναι ένα οικονομικό λάθος, που θα διορθωνόταν με το να αποκτήσουν τιμή όλες οι οικονομικές «εξωτερικότητες». Αντιθέτως, ο καπιταλισμός διαρκώς αντιμετωπίζει τη φύση ως ένα «δωρεάν δώρο», κάτι που μπορούμε να αποκτήσουμε χωρίς να το πληρώσουμε, κάτι που μπορεί να είναι υλικά χρήσιμο, αλλά δεν αποτελεί τμήμα της οικονομικής ανταλλαγής.
Για την Μπατιστόνι είναι σημαντικό να εξηγήσουμε γιατί ένα τόσο μεγάλο τμήμα υλικών δυνατοτήτων αντιμετωπίζεται ως το «δωρεάν δώρο της φύσης» και γιατί δεν αποκτά αξιακή μορφή σε αντίθεση με την εργασιακή δύναμη. Υποστηρίζει ότι αυτή η αντιμετώπιση της φύσης παραπέμπει στον πυρήνα της ειδικά καπιταλιστικής εκδοχής κυριαρχίας που είναι ταυτόχρονα μια ταξική κυριαρχία αλλά και μια κυριαρχία από την αγορά. Αυτό σημαίνει την ανάγκη να δούμε ταυτόχρονα τις πραγματικές ιεραρχίες επιβολής και απόφασης που διαμορφώνονται, άρα την πλήρη ταξική διάσταση, αλλά και τον τρόπο που αυτές καθορίζονται και από τον διαρκή καταναγκασμό της αγοράς και της αξιακής μορφής. Αυτό διαμορφώνει το πλαίσιο που κάνει το κεφάλαιο να απορροφά αυτό που μπορεί να καταστήσει κερδοφόρο, αλλά και να παραιτείται από αυτό που το αντιμετωπίζει ως μη εκμεταλλεύσιμο (παρότι και αυτό υφίσταται τις οικολογικές επιπτώσεις της παραγωγής)
Στη συνέχεια η Μπατιστόνι στρέφεται στον χώρο της παραγωγής και στην κεντρικότητα της εργασίας στη διαδικασία του υλικού μεταβολισμού, εντοπίζοντας ταυτόχρονα τη δυναμική της «πραγματικής υπαγωγής» των εργασιακών και παραγωγικών διαδικασιών στην καπιταλιστική λογική, αλλά και τον αντιφατικό χαρακτήρα και τις πολλαπλές στρατηγικές αυτή της συμμόρφωσης με τους καταναγκασμούς της αγοράς. Αυτό δημιουργεί και ένα πεδίο σύνδεσης με τα ερωτήματα που αφορούν τη φύση: «η πολιτική της εργασίας είναι πάντα επίσης η πολιτική της φύσης». Αποδομώντας τις κλασικές θεωρίες των οικονομικών «εξωτερικοτήτων» και της ρύπανσης ως κοινωνικού κόστους, η Μπατιστόνι εντοπίζει μια «δομή ανελευθερίας» που υποχρεώνει τους εργαζομένους να υφίστανται το κόστος της οικολογικής κρίσης. Από την άλλη, στρεφόμενη προς την φεμινιστική παράδοση που εντόπισε τη σημασία που έχει για την κοινωνική αναπαραγωγή η απλήρωτη οικιακή εργασία, υπογραμμίζει ότι αυτή μας δείχνει τον τρόπο μέσα σε μια καπιταλιστική συνθήκη υπάρχουν μορφές εργασίας που ενώ αναγνωρίζουμε τη σημασία τους, εντούτοις αυτές δεν αποκτούν οικονομική αξία, κάτι που υπογραμμίζει τα προβλήματα του συγκεκριμένου οικονομικού συστήματος.
Αυτό εξηγεί γιατί η λύση στο πρόβλημα δεν μπορεί να είναι το να αποδοθεί μια τιμή στη βιόσφαιρα και τα επιμέρους στοιχεία της, ακόμη και εάν αυτό γίνει για να εντοπιστούν και υπολογιστούν τα μεγάλα οικολογικά κόστη. Αντιθέτως, η Μπατιστόνι επιμένει ότι αυτό που χρειάζεται είναι η κοινωνικοποίηση της φύσης και ένα είδος συνειδητού πλανητικού σχεδιασμού. Αυτός σε μεγάλο βαθμό θα πρέπει να μας οδηγήσει στο να αφήσουμε μεγάλες εκτάσεις στην ησυχία τους έξω από κάθε δυναμική αξιοποίησης, αντιμετωπίζοντας τα οικοσυστήματα ως φυσικά κοινά. Όλα αυτά παραπέμπουν επίσης σε μια συνειδητοποίηση ότι η ελευθερία μας δεν είναι η αλαζονική – και περιβαλλοντικά καταστροφική… – χειραφέτηση από τον φυσικό περιορισμό, αλλά μια ελευθερία εντός της αναγκαιότητας, μια ελευθερία όπως τη στοχάστηκε η Σιμόν ντε Μποβουάρ: αμφίσημη, σε διαρκή αλληλεπίδραση με τους άλλους, χωρίς εγγυήσεις, και απαιτητική ως διαρκής αναμέτρηση με την ευθύνη που έχουμε.
Για την Μπατιστόνι το πρόβλημα έγκειται ακριβώς στη βαθύτερη ανελευθερία του καπιταλισμού. «Αναγκάζοντάς μας να αντιμετωπίζουμε τη φύση ως δωρεάν δώρο, ο καπιταλισμός περιορίζει την ικανότητά μας να ενεργούμε με βάση τις κρίσεις μας για πώς θα διαμορφώνονταν κατάλληλες, βασισμένες στον σεβασμό, ή αμοιβαίες σχέσεις με τη μη ανθρώπινη φύση, για το πώς πρέπει να εκτιμούμε άλλα είδη όντων και για το πώς θα μπορούσαμε ως αποτέλεσμα να ζούμε διαφορετικά».