Ο μακαρίτης Γεώργιος Μιστριώτηςεπίστευε ότι μόνος αυτός ήτο κατάλληλος διά την διδασκαλίαν αρχαίων δραμάτων· προς τούτο μάλιστα είχε συστήση και ειδικήν εταιρείαν. Την εταιρείαν προς διδασκαλίαν αρχαίων δραμάτων. Τα αρχαία δράματα εδιδάσκοντο εις την αρχαίαν ελληνικήν γλώσσαν, την οποίαν κανείς δεν ήτο εις θέσιν να εννοήση. Κυρίως ειπείν δεν επαίζοντο. Διότι έλειπαν και οι ηθοποιοί και ο σκηνοθέτης και το θέατρον και τα μέσα. Μία παράστασις του Μιστριώτου ισοδυνάμει προς μίαν σκηνικήν ανάγνωσιν μιας τραγωδίας. Αι παραστάσεις του εκείναι ήσαν μαθητικαί εντελώς, άνευ τέχνης τινός και αισθητικής, εδίδοντο δε μάλλον, από καιρού εις καιρόν, με την ιδέαν ότι δι’ αυτών ενεψυχούτο το αίσθημα προς την αρχαίαν τέχνην και συνεκρατείτο, συμβατικώς εννοείται, ο θαυμασμός προς τους Έλληνας τραγικούς.
Αυτή ήτο η πολιτική του μακαρίτου Μιστριώτου, ο οποίος ήτο ανήρ σοφός και είχεν αισθήματα πατριωτικά· αλλά τον οποίον εξηρέθισεν ο μαλλιαρισμός και ο ψυχαρισμός και όλα τα φιλολογικά τερατουργήματα της εποχής εκείνης· και ο άνθρωπος ήρχισε να κάμνη σύγχυσιν μεταξύ μαλλιαρισμού και δημοτικής γλώσσης ή γλωσσικού κράματος· και παν ό,τι δεν ήτο γραμμένον εις καθαρεύουσαν το εχαρακτήριζε ως μαλλιαρόν και ως έργον της ρωσσικής προπαγάνδας, η οποία τάχα εσκόρπιζε κατά εκατοντάδας χιλιάδων τα ρούβλια εις τας Αθήνας, με την βασίλισσαν Όλγαν επί κεφαλής, τον μητροπολίτην Προκόπιον, τον Γεώργιον Θεοτόκην και το Βασιλικόν Θέατρον!
Ο κόσμος —ο οποίος κατά τον Βολταίρον συνήθως αποτελείται κατά τα 9/10 από ηλιθίους— έχαφτε σαν λουκούμι τον θρύλον περί προδοσίας και ρουβλίων και ολίγον κατ’ ολίγον η δύναμις του Μιστριώτου ηύξανε, εθεωρείτο ως ο μόνος προστάτης της ελληνικής γλώσσης· απεκλήθη «γλωσσαμύντωρ» και μετά καιρόν η δύναμίς του εγιγαντώθη, οι φοιτηταί ωρκίζοντο εις το όνομά του, οι καθηγηταί του πανεπιστημίου τον εφοβούντο, οι εφημερίδες τον εξεμεταλλεύοντο κυκλοφοριακώς, οι πολιτευόμενοι τον ηνείχοντο ή τον ενεκολπούντο, όπως ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, και κατ’ αυτόν τον τρόπον ο Μιστριώτης είχε γίνη το φόβητρον της εποχής, μέχρις όπου αποπειραθείς να πλήξη και τον Βενιζέλον ως μαλλιαρόν, ευρέθη προ αντιπάλου ισχυροτέρου λαϊκώς και εξεμηδενίσθη χωρίς να το εννοήση, παυθείς από το πανεπιστήμιον και χάσας όλην του την επιρροήν και την δύναμιν εντός διαστήματος βραχυτάτου.
Το Βασιλικόν Θέατρον με τας παραστάσεις των αρχαίων δραμάτων, εν μεταφράσει, ήτο διά τον μακαρίτην Μιστριώτην το κόκκινο πανί του ταύρου. Όταν ανηγγέλθη η παράστασις της «Ορεστείας» εξηγριώθη. Ήρχισαν τα συλλαλητήρια των φοιτητών, τα ψηφίσματα, αι αποδοκιμασίαι, αι απειλαί. Ο Μιστριώτης ηπείλει ότι εάν εξηκολούθουν αι παραστάσεις της «Ορεστείας», το Βασιλικόν Θέατρον θα παρεδίδετο εις τας φλόγας και από τους φοιτητάς και από τον λαόν!
Ο βασιλεύς τότε ήτο ακόμη εις την Βιέννην. Ανεμένετο να επιστρέψη εντός μιας εβδομάδος εις τας Αθήνας. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος ήτο αντιβασιλεύς. Πρωθυπουργός ο αείμνηστος Δημήτριος Ράλλης. Αρχηγός της αντιπολιτεύσεως ο φίλτατος του Μιστριώτου Θεόδωρος Δηλιγιάννης.
Εν αρχή παρηκολούθουν την φοιτητικήν εξέγερσιν με απάθειαν μεγάλην. Και εφρόνουν ότι επ’ ουδενί λόγω ήμουν υποχρεωμένος να διακόψω τας παραστάσεις της «Ορεστείας» απλώς και μόνον διότι το ήθελαν οι φοιτηταί. Το θέατρον κάθε βράδυ ήτο ασφυκτικώς γεμάτο και το έργον εχειροκροτείτο και εθαυμάζετο και μόνον οι φοιτηταί εκραύγαζαν ότι είμεθα προδόται και ότι θα έκαιαν με πετρέλαιον το θέατρον. Εις επιτροπήν φοιτητών, ελθούσαν εις το γραφείον μου διά να διαμαρτυρηθή τάχα διά την εθνικήν προδοσίαν, εδήλωσα διά του κλητήρος, μη δεχθείς αυτήν, ότι οι φοιτηταί δεν είνε αυτοί μόνοι οι φύλακες των πατρίων και ότι δεν δύναμαι να λάβω παρ’ ουδενός μαθήματα πατριωτισμού.
Την επιούσαν εδιάβασα εις την «Πρωίαν» του Δηλιγιάννη κάτι τι το οποίον δι’ υπαινιγμών έθιγε το Βασιλικόν Θέατρον καιρίως. Εζήτησα αμέσως ακρόασιν από τον αείμνηστον Δηλιγιάννην· διά μέσου του Πάνου Μπασιάκου. Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, αρχηγός τότε της αντιπολιτεύσεως, ήτο στενός φίλος του Μιστριώτου. Του παρεπονέθην διά το αρθρίδιον της «Πρωίας», εφόσον τας ενεργείας του Μιστριώτου και τας σκέψεις του ήρχετο να υιοθετήση ένα μεγάλο κόμμα του τόπου, το δηλιγιαννικόν. Ο Δηλιγιάννης, ευμενέστατος και ευγενέστατος, μου εδήλωσε ότι δεν είχεν αναγνώση το περί ου ο λόγος αρθρίδιον· και διά γενικωτάτων και αορίστων φράσεων με άφησε να εννοήσω ότι δεν του ήτο δυνατόν να έλθη εις σύγκρουσιν γνωμών προς τον Μιστριώτην· αλλ’ ούτε θα επεθύμει το παράπαν (σ.σ. καθόλου) να με βλάψη προσωπικώς ή να τεθή η «Πρωία» επί κεφαλής κινήσεως εναντίον του Βασιλικού Θεάτρου.
Επρότεινα τότε εις τον αείμνηστον πολιτικόν:
— Κύριε πρόεδρε, σας παρακαλώ να μου κάμετε μίαν χάριν… να δεχθήτε μίαν πρόσκλησιν εκ μέρους μου και να έλθετε εις το Βασιλικόν Θέατρον. Θέλω να ιδήτε μόνος σας την «Ορέστειαν» και να ομιλήσωμεν περί του έργου κατόπιν.
Πράγματι την επιούσαν ήλθεν εις το θέατρον ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης μετά των δεσποινίδων τότε ανεψιών του και του αγαπητού Νώντα.
Εκάθησαν εις την πρώτην σειράν του α’ εξώστου και παρηκολούθησαν το έργον μέχρι τέλους.
Εις το διάλειμμα της δευτέρας πράξεως επλησίασα τον Δηλιγιάννην και ηθέλησα να μάθω τας εντυπώσεις του.
Ο Δηλιγιάννης μού είπε:
— Πρώτην φοράν βλέπω απόψε το Βασιλικόν Θέατρον. Είνε πολύ εύμορφον. Αι σκηνογραφίαι και αι στολαί της «Ορεστείας» είνε ωραιόταται. Φαίνονται ότι έχουν κατασκευασθή όλα εις την Ευρώπην. Το παίξιμον των ηθοποιών μού άρεσε πολύ. Ομολογώ ότι βλέπω μίαν σημαντικήν πρόοδον και σας συγχαίρω. Αλλά ως προς την γλώσσαν της μεταφράσεως έχω τας επιφυλάξεις μου. Δεν μου αρέσει.
— Αλλ’ από του σημείου αυτού μέχρι της εθνικής προδοσίας υπάρχει μεγάλη διαφορά…
Ο Δηλιγιάννης έλαβεν ύφος πατρικόν και μου είπεν:
— Είσθε νέος· εκτιμώ τους κόπους σας και αισθάνομαι το εύθικτον της φιλοτιμίας σας… αλλά πρέπει να γίνετε και ολίγον πολιτικός… να εύρετε τρόπον να παρακάμψετε την θύελλαν…
— Τι θα έπρεπε να κάμω;
— Να διακόψετε την παράστασιν της «Ορεστείας». Και να αναθεωρηθή το κείμενον από τον μεταφραστήν.
— Αλλά το εκάμαμε και αυτό, κύριε πρόεδρε.
— Τότε να διακόψετε την παράστασιν…
— Αλλ’ είνε δυνατόν, κύριε πρόεδρε, να υποκύψωμεν εις έναν εκβιασμόν; Αλλοίμονον! Εάν με διατάξη ο αντιβασιλεύς ή η κυβέρνησις, η φέρουσα και την ευθύνην της δημοσίας τάξεως, βεβαίως θα διακόψω τας παραστάσεις· άλλως δεν εννοώ να υποκύψω εις εκβιασμόν κανενός. Είδατε απόψε πώς ο κόσμος χειροκροτεί την παράστασιν. Το έργον παίζεται συνεχώς επί δέκα βραδυές. Και το θέατρον είνε γεμάτο. Με ποίον δικαίωμα οι φοιτηταί ομιλούν όπως ομιλούν; Είνε αίσχος οι σπουδασταί της φιλολογίας να φέρωνται κατ’ αυτόν τον τρόπον, ενώ έπρεπε να μας ευγνωμονούν, διότι από εμάς εδώ θα μάθουν τον Αισχύλον…
Ο Δηλιγιάννης αναχωρών μου είπε:
— Μην εξωθείτε τα πράγματα…
Την επαύριον διαβάζω εις τας εφημερίδας ότι οι φοιτηταί εν σώματι θα εκστρατεύσουν εναντίον του Βασιλικού Θεάτρου διά να το κάψουν. Ζητώ αμέσως την γνώμην του αντιβασιλέως Κωνσταντίνου, εις τον οποίον εκθέτω τα πράγματα.
— Να εξακολουθήσης να παίζης την «Ορέστειαν», μου είπε, εκτός εάν η κυβέρνησις έχη αντίθετον γνώμην.
Μετ’ ολίγον ευρίσκομαι ενώπιον τού τότε πρωθυπουργού Δημητρίου Ράλλη. Μαζί μου είχεν έλθη και ο υπασπιστής του βασιλέως, συνταγματάρχης τότε, Δούκας Βακάλογλου. Ο Ράλλης, εις τον οποίον εξέθεσα τα πράγματα, μου είπε:
— Κάνετε πολύ καλά που δεν υποχωρείτε εις εκβιασμούς. Η εξέγερσις των φοιτητών έχει πολιτικάς τας υποκινήσεις. Ο γέρος (σ.σ. ο Δηλιγιάννης) θέλει να με ανατρέψη δι’ οχλαγωγίας, αλλά σε μένα αυτά δεν περνούν. Και θα τους μάθω εγώ απόψε να απειλούν…
Ο Δημήτριος Ράλλης αγριέψας εκάλεσε αυτοστιγμεί τον τότε διευθυντήν της αστυνομίας συνταγματάρχην Βούλτσον, καθώς και τον φρούραρχον Δούκαν, και τους είπεν ενώπιόν μου:
— Οι φοιτηταί απόψε θα επιχειρήσουν να μεταβούν εις το Βασιλικόν Θέατρον διά να το κάψουν… θα τους εμποδίσετε και θα τους διαλύσετε, κάμνοντες εν ανάγκη χρήσιν και των όπλων. Εγώ θα παρακολουθήσω την παράστασιν εις το Βασιλικόν Θέατρον. Θ’ αναμείνω εκεί την αναφοράν σας.
Πράγματι εις τας δέκα το βράδυ οι φοιτηταί εξεκίνησαν διά να κάψουν το Βασιλικόν Θέατρον· αλλά συνετρίβησαν και διελύθησαν εντός δέκα λεπτών με τρεις εφόδους ιππικού και πέντε ομοβροντίας. Η παράστασις διεξήχθη κανονικώτατα εντός του θεάτρου. Εις κάθε ακουομένην ομοβροντίαν, το κοινόν εχειροκρότει μανιωδώς τους ηθοποιούς εις ένδειξιν διαμαρτυρίας εναντίον των φοιτητών. Εις το μέσον της παραστάσεως ο Βούλτσος ανέφερεν εις τον πρωθυπουργόν ότι οι πληγωμένοι υπερέβαινον τους 15 και ότι υπήρχε και ένας νεκρός.
Όταν ετελείωσεν η παράστασις, απόλυτος ησυχία εκράτει καθ’ όλην την πόλιν. Οι δρόμοι έρημοι, η πλατεία της Ομονοίας κενή. Ο Ράλλης δεν ηθέλησε να μεταβή εις το σπίτι του εφ’ αμάξης. Επροτίμησε να μεταβή πεζός. Άναψε το τσιγαρέττο του και ετράβηξε μόνος· κατάμονος· χωρίς συνοδείαν φίλων ή οικείων. Χωρίς αστυνομικήν επίβλεψιν· ο φόβος και ο κίνδυνος τού ήσαν πράγματα άγνωστα.
Την άλλην ημέραν το πρωί έφθασεν ο βασιλεύς εις την πρωτεύουσαν. Το ίδιο βράδυ ήλθεν εις το θέατρον και ήκουσε την «Ορέστειαν», την οποίαν και εχειροκρότησεν επιδεικτικώς· αλλά την μεθεπομένην μ’ εκάλεσε το πρωί εις το γραφείον του και μου είπε:
— Με αυτήν την «Ορέστειαν» παρ’ ολίγον να μου κάνης μίαν επανάστασιν εις τα καλά καθούμενα. Τι διάβολο τα θέλεις αυτά; Δεν βρίσκεις κωμωδίες; Η μετάφρασις είνε πολύ καλή… εγώ όλα τα κατάλαβα… αλλ’ επειδή ο Μιστριώτης λέγει ότι παίζουμε τα αρχαία δράματα επίτηδες σε μετάφρασι, γι’ αυτό θέλω να παιχθή η «Ορέστεια» δέκα φορές εις την αρχαία ελληνική γλώσσα… να ιδούμε τότε τι θα ειπή…
—Αλλά, Μεγαλειότατε, απήντησα, αυτό ημπορεί βεβαίως να γίνη, αλλά χωρίς εμέ… Η διεύθυνσις ενός επισήμου θεάτρου είνε υποχρεωμένη να έχη κάποιο πρόγραμμα φιλολογικόν… δεν ημπορεί να αστειεύεται… Δεν πιστεύω δε να είνε ανάγκη να λάβη το Βασιλικόν Θέατρον πιστοποιητικόν καλής διαγωγής από τον Μιστριώτην. Άλλωστε εγώ ενήργησα συμφώνως προς την θέλησιν και του αντιβασιλέως και της κυβερνήσεως…
— Λοιπόν, διέκοψεν ο βασιλεύς, δεν επιτρέπω του λοιπού να παιχθή η «Ορέστεια».
Και η «Ορέστεια» δεν επαίχθη πλέον.
Αυτή ήτο η αμοιβή τόσων κόπων και μόχθων!
*Κείμενο του Στέφανου Στεφάνου, επιφανούς δημοσιογράφου, θεατρικού συγγραφέα και λογοτέχνη, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» το Σάββατο 10 Μαρτίου 1928.
Ο Στεφάνου, που είχε διατελέσει παλαιότερα (επί βασιλείας Γεωργίου του Α’) διευθυντής του Βασιλικού (μετέπειτα Εθνικού) Θεάτρου, είχε εκθέσει με σειρά δεκαπέντε άρθρων του στην εφημερίδα (υπό τον τίτλο «Αναμνήσεις από το Βασιλικόν Θέατρον») άγνωστες πληροφορίες –εν είδει απομνημονευμάτων– από την κοσμική, πολιτική και θεατρική ζωή της Αθήνας του τέλους του 19ου και των τριών πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα.
Το 1903 ανέβηκε στο Βασιλικό Θέατρο η Ορέστεια του Αισχύλου, σε πεζή μετάφραση του Γεωργίου Σωτηριάδη. Βασικός υποκινητής των Ορεστειακών, των αιματηρών επεισοδίων που ξέσπασαν ως απόρροια του γεγονότος αυτού, υπήρξε ο Γεώργιος Μιστριώτης.
Ο γεννημένος στην Τρίπολη Μιστριώτης υπήρξε διαπρεπής ελληνιστής και αρχαϊστής, καθηγητής Ελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Έμεινε στην ιστορία ως ενθουσιώδης και αδιάλλακτος υπέρμαχος της καθαρεύουσας (του λεγόμενου καθαρεύοντος λόγου), την οποία υποστήριξε με όλες του τις δυνάμεις και με όλους τους τρόπους στον αγώνα του εναντίον των δημοτικιστών της εποχής του.
(Πηγή: history.arsakeio.gr)
Ο Μιστριώτης διετέλεσε, μεταξύ άλλων, πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, αντιπρόεδρος της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας και της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας.
Ο Γεώργιος Μιστριώτης έφυγε από τη ζωή στις 10 Ιουνίου 1916, σε ηλικία 76 ετών.