Πάνω από 20.000 Έλληνες ενημερώθηκαν για τον διαβήτη και τη δυσλιπιδαιμία
Περισσότεροι από 20.000 άνθρωποι σε τέσσερις μεγάλες πόλεις είχαν την ευκαιρία να ενημερωθούν για τον διαβήτη και τη δυσλιπιδαιμία, δύο από τους πιο σημαντικούς παράγοντες κινδύνου για το καρδιομεταβολικό σύνδρομο, στο πλαίσιο της εκστρατείας ενημέρωσης «Αξίζει», που τελεί υπό την αιγίδα της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας και της Ελληνικής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης.
Περισσότεροι από 20.000 άνθρωποι σε τέσσερις μεγάλες πόλεις είχαν την ευκαιρία να ενημερωθούν για τον διαβήτη και τη δυσλιπιδαιμία, δύο από τους πιο σημαντικούς παράγοντες κινδύνου για το καρδιομεταβολικό σύνδρομο, στο πλαίσιο της εκστρατείας ενημέρωσης «Αξίζει», που τελεί υπό την αιγίδα της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας και της Ελληνικής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης.
Συγκεκριμένα, σε Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Πάτρα και Ηράκλειο Κρήτης, η εκστρατεία προσέγγισε περισσότερους από 20.000 πολίτες από την έναρξή της στα τέλη Μαΐου μέχρι και σήμερα. Στόχος ήταν να καληφθεί ένα σημαντικό κενό ενημέρωσης σχετικά με δύο από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για το καρδιομεταβολικό σύνδρομο, μέσω ειδικών ενημερωτικών περιπτέρων που στήθηκαν σε κεντρικές πλατείες και ανοιχτών εκδηλώσεων για το ευρύ κοινό με την συμμετοχή επαγγελματιών υγείας.
Ανάλογες δράσεις αναμένονται να υλοποιηθούν σύντομα και στην Αθήνα.
Παράλληλα, δημιουργήθηκε ενημερωτικό υλικό (αφίσες, ενημερωτικά φυλλάδια κ.λπ.) που διατέθηκε απευθείας στο κοινό, μέσω των φαρμακείων και των ιατρείων, ενώ λεωφορεία «ντύθηκαν» με τα εικαστικά της εκστρατείας.
Ακόμα, οι επικοινωνιακοί στόχοι του προγράμματος ενισχύονται με την προβολή ειδικού τηλεοπτικού και ραδιοφωνικού μηνύματος, καθώς και την ιστοσελίδα www.axizi.gr που ενημερώνει το κοινό σχετικά με την πρόληψη και την αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη και της δυσλιπιδαιμίας, παρέχοντας παράλληλα περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το πρόγραμμα.
Κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, με αφορμή το πρόγραμμα «Αξίζει», ο Νικόλαος Παπάνας, αναπληρωτής καθηγητής Παθολογίας ΔΠΘ, στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης και πρόεδρος της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας, ανέφερε ότι «σύμφωνα με τελευταία επιδημιολογικά στοιχεία, υπολογίζεται ότι περίπου 415 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν με διαβήτη παγκοσμίως. Λαμβάνοντας υπόψη τον εντυπωσιακό αυτό αριθμό, καθώς και την αυξητική τάση που παρουσιάζει διαρκώς, αντιλαμβανόμαστε ότι η συγκεκριμένη νόσος αποτελεί πλέον πανδημία σε εξέλιξη. Χωρίς τον κατάλληλο έλεγχο, ο διαβήτης μπορεί να προκαλέσει βλάβες τόσο στα μικρά αγγεία (που υπάρχουν σε μάτια, νεφρούς, νεύρα) όσο και στα μεγάλα αγγεία (που βρίσκονται σε καρδιά, εγκέφαλο, πόδια). Τα άτομα που ζουν με διαβήτη εμφανίζουν διπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου ή εγκεφαλικού επεισοδίου, συγκριτικά με τα άτομα χωρίς διαβήτη. Ως εκ τούτου, κρίνεται απαραίτητη η επαρκής ενημέρωση του κοινού για τους τρόπους πρόληψης της νόσου, αλλά και ο διαρκής επανέλεγχος από τους θεράποντες ιατρούς εκείνων που έχουν ήδη διαγνωσθεί, καθώς πρόκειται για μια εξελικτική νόσο. Η Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία στηρίζει σημαντικές πρωτοβουλίες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης του κοινού, όπως το πρόγραμμα “Αξίζει” της MSD, καθώς μπορούν να συμβάλλουν καθοριστικά στον περιορισμό της αύξησης των ασθενών με διαβήτη αλλά και στον περιορισμό των συνεπειών της νόσου.»
Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας για το Διαβήτη (IDF) για το 2015, ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν με διαβήτη διεθνώς υπολογίζεται ότι θα αγγίξει τα 642 εκατομμύρια έως το έτος 2040. Με αντίστοιχο ρυθμό αυξάνεται και το κόστος αντιμετώπισης της νόσου: ο προσδιορισμός του κόστους για το 2015, σύμφωνα με στοιχεία, ανερχόταν στα 673 δισ. δολάρια, ποσό που, κατά τους αναλυτές, θα εκτοξευτεί στα 802 δισ. δολάρια το 2040. Στην Ελλάδα, περίπου 608.000 άτομα ζουν με σακχαρώδη διαβήτη σήμερα, αριθμός που αναμένεται να ανέλθει στις 697.000 το 2040.
Αναφορικά με την ανάγκη διατήρησης της LDL χοληστερόλης σε χαμηλά επίπεδα, ο Αλέξανδρος Τσελέπης, καθηγητής Βιοχημείας-Κλινικής Χημείας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης, επεσήμανε ότι «τα καρδιαγγειακά νοσήματα αποτελούν την πρώτη αιτία θανάτου παγκοσμίως. Σύμφωνα με πρόσφατα επιστημονικά στοιχεία, γνωρίζουμε ότι όσο πιο χαμηλά είναι τα επίπεδα της “κακής” LDL χοληστερόλης, τόσο μικρότερος ο καρδιαγγειακός κίνδυνος. Στην Ελλάδα, η αυξημένη χοληστερόλη αποτελεί μείζον πρόβλημα για τη Δημόσια Υγεία, με σχεδόν τους μισούς Έλληνες να έχουν αυξημένες τιμές της “κακής” LDL χοληστερόλης, χωρίς μάλιστα αρκετοί να το γνωρίζουν. Ακόμη και από όσους ήδη υποβάλλονται σε θεραπεία για τη ρύθμισή της, το 80% παραμένει εκτός στόχων, αυξάνοντας τις πιθανότητες για εμφάνιση καρδιαγγειακών συμβάντων. Η ανάγκη ενημέρωσης του πληθυσμού είναι, επομένως, επιτακτική. Ιδιαίτερα όσοι ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου, όπως τα άτομα που έχουν υποστεί οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, όσοι ζουν με στηθάγχη, διαβητικοί τύπου 2, όσοι έχουν κάνει επέμβαση bypass αλλά και όσοι ζουν με χρόνια νεφρική νόσο είναι απαραίτητο να συμβουλεύονται συχνά τον θεράποντα ιατρό τους και να κάνουν περιοδικές εξετάσεις. Στην υιοθέτηση αυτού του τρόπου ζωής στοχεύει το πρόγραμμα “Αξίζει”. Η Ελληνική Εταιρεία Αθηροσκλήρωσης αποδεικνύει έμπρακτα, με την υποστήριξή της, την ανάγκη διάδοσης του μηνύματος της εκστρατείας: “Για την καρδιά σου αξίζει να πέσεις πολύ χαμηλά”.»
Τα καρδιαγγειακά νοσήματα αποτελούν την κύρια αιτία θανάτου παγκοσμίως, καθώς σε αυτά οφείλεται το 30% των θανάτων διεθνώς. Στην ευρωπαϊκή ήπειρο, το ποσοστό αυτό ανεβαίνει σχεδόν στο 50% και συνεπάγεται πάνω από 4,3 εκατομμύρια θανάτους ετησίως στα 52 κράτη μέλη της ευρωπαϊκής περιοχής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και περισσότερους από 2 εκατομμύρια θανάτους ετησίως στην ΕΕ. Οι κυριότερες μορφές καρδιαγγειακών νοσημάτων είναι η στεφανιαία νόσος και το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, με περίπου το 50% των θανάτων από καρδιαγγειακά νοσήματα να οφείλονται σε στεφανιαία νόσο και το 1/3 σε αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Τέλος, ο Haseeb Ahmad, διευθύνων σύμβουλος της MSD Ελλάδας, Μάλτας και Κύπρου είπε ότι «Από την πρώτη στιγμή, όλοι εμείς στην MSD αναγνωρίσαμε την ανάγκη που υπάρχει στην Ελλάδα για ενημέρωση που αποσκοπεί στην κάλυψη των κενών γνώσης σχετικά με τον Διαβήτη και τη Δυσλιπιδαιμία. Η θερμή ανταπόκριση του κόσμου σε όλη την Ελλάδα επιβεβαίωσε την αναγκαιότητα ενός τέτοιου προγράμματος».