Σαν σήμερα 13 Μαρτίου του 1913 γεννήθηκε ο «Μπον Βιβέρ» του ελληνικού κινηματογράφου. Ο Λαμπρούκος, ο οποίος και στην τηλεόραση έγραψε ιστορία στο «Εκείνες και Εγώ» ως ο «αγαπήμενος» των ωραίων γυναικών. Ήταν αδελφός της ηθοποιού Μίτσης Κωνσταντάρα και πατέρας του πρώην βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Δημήτρη Κωνσταντάρα, ο οποίος του χάρισε δυο εγγόνια, την […]
Σαν σήμερα 13 Μαρτίου του 1913 γεννήθηκε ο «Μπον Βιβέρ» του ελληνικού κινηματογράφου. Ο Λαμπρούκος, ο οποίος και στην τηλεόραση έγραψε ιστορία στο «Εκείνες και Εγώ» ως ο «αγαπήμενος» των ωραίων γυναικών.
Ήταν αδελφός της ηθοποιού Μίτσης Κωνσταντάρα και πατέρας του πρώην βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Δημήτρη Κωνσταντάρα, ο οποίος του χάρισε δυο εγγόνια, την Παυλίνα το 1974 και τον Λάμπρο το 1979.
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας γεννήθηκε στην οδό Πλουτάρχου 13 στο Κολωνάκι. Το 1930 κατατάχθηκε, μετά από επιμονή της οικογένειάς του και χωρίς την δική του θέληση, στη Σχολή Υπαξιωματικών Ναυτικού στην Κέρκυρα. Πολύ γρήγορα όμως μην αντέχοντας την «στρατιωτική» ζωή δραπέτευσε κολυμπώντας. Ευτυχώς η οικογένειά του μεσολάβησε για να γλυτώσει το ναυτοδικείο.
Ο πατέρας του ήταν χρυσοχόος και το 1934 μετέβη στο Παρίσι προκειμένου να σπουδάσει την τέχνη και για να αναλάβει το χρυσοχοείο στο κέντρο της Αθήνας. Μάλλον δεν ήταν γεννημένος ούτε και γι αυτό το επάγγελμα και «δραπεύτεσε» και πάλι κάνοντας διάφορες δουλειές, ώσπου τον ανακάλυψε ο Γάλλος σκηνοθέτης Λουί Ζουβέ να παίζει ως κομπάρσος σε θεατρική παράσταση.
Ε αυτό ήταν! Του μπήκε το μικρόβιο της υποκριτικής και άρχισε σπουδές στο θέατρο «Ατενέ».
Το καλοκαίρι του 1938 επέστρεψε στην Ελλάδα και ξεκίνησε και επίσημα την καριέρα του ηθοποιού.
Διακρίθηκε στο ρόλο του ώριμου, του πλούσιου και του γυναικά στις ταινίες:
«Ο άνθρωπος που έσπαγε πλάκα»
«Η Βίλα των Οργίων»
» Τι 30, τι 40, τι 50″
ή του «πατέρα» αρκετών γνωστών σταρ της εποχής, όπως στα «Η Αλίκη στο Ναυτικό», «Χτυποκάρδια στο θρανίο», «Υιέ μου, υιέ μου».
ΘΕΑΤΡΟ
Στο ελληνικό θέατρο έπαιξε για 40 χρόνια σε 191 παραστάσεις. Για πρώτη φορά ενώθηκε με τα δεσμά του γάμου με την ηθοποιό Γιούλη Γεωργοπούλου το 1945. Ο γάμος δεν ευοδώθηκε και μετά το διαζύγιό του δεν άργησε να κάνει και δεύτερο γάμο με τη Φιλιώ Κεκάτου το 1971. Τα τελευταία χρόνια του τα πέρασε στην Βάρκιζα.
Κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Ο γνωστός κριτικός Κώστας Γεωργουσόπουλος αναφέρει στον πρόλογο του βίβλιου του γιου του ηθοποιού, Δημήτρη Κωνσταντάρα «Μέσα απ’τα δικά μου μάτια» για τον Λάμπρο Κωνσταντάρα.
Ο Κωνσταντάρας ήταν ένας υπέροχος ηθοποιός ρυθμού. Είχε τη σπάνια αίσθηση του θεατρικού χρόνου. Εβίωνε τις παύσεις και γέμιζε συναίσθημα τις σιωπές. Γνώριζε την αξία του δραστικού λόγου, δηλαδή τον τρόπο να λειτουργούν οι λέξεις, ως ήχοι που κινητοποιούν το σώμα και ωθούν τη δράση. Για αυτό έπαιξε δράμα, κομεντί, κωμωδία και φάρσα χωρίς διάκριση με την αυθεντία που προκύπτει από την τέλεια κατοχή των εκφραστικών μέσων. Το μεγάλο πιθανόν κοινό τον γνώρισε από τις κινηματογραφικές του επιτυχίες, όπου κυριαρχούσε συνήθως η εικόνα ενός πληθωρικού, ώριμου μπον βιβέρ. Ακόμα, μπορεί να τον αναγνώριζε στις έξοχες μπαλαφαρίες του και στους αυτοσχεδιαστικούς οίστρους του. Όμως, πίσω από την καθόλου εύκολη αυτή, από αποψέως τεχνικής, εικόνα, υπήρχε ο Κωνσταντάρας για την άρτια τεχνική, τη δραματική στόφα, τη γαλλική χάρη και την άτεγκτη επαγγελματικότητα. Χαριτωμένος άνθρωπος, καλλιεργημένος, στοχαστικός στην πραγματικότητα, παρόλη τη γλεντζέδικη ζωή του, ένας μοναχικός και εσωστρεφής καλλιτέχνης, γέμισε τη ζωή μας με ρυθμούς, ανεπανάληπτους χαρακτήρες, ευφάνταστους τύπους και πλούτισε την παραστασιολογία με σημάνσεις που δημιούργησαν πρότυπα. Το γεγονός πως δεν μπόρεσε κανείς να τον μιμηθεί και κανείς δεν τον αντικατέστησε σημαίνει ότι προσκόμισε στο θέατρό μας μια σπάνια υποκριτική γνησιότητα και μια βαθιά χαρακτηρολογική ελληνικότητα. Ήταν ένας Ζαν Γκαμπέν, ένας Ζαν Μαραί, ένας Φερναντέλ και ένας Λουί ντε Φινές ταυτοχρόνως!»