Λονδίνο: Διεθνής ομάδα ερευνητών ανακοίνωσε ότι αναγνώρισε πέντε γονίδια που προδιαθέτουν τους φορείς για εμφάνιση διαβήτη τύπου ΙΙ, μια ανακάλυψη που ανοίγει το δρόμο για την αναγνώριση και την προστασία των ανθρώπων που κινδυνεύουν περισσότερο.
Λονδίνο: Διεθνής ομάδα ερευνητών ανακοίνωσε ότι αναγνώρισε πέντε γονίδια που προδιαθέτουν τους φορείς για εμφάνιση διαβήτη τύπου ΙΙ, μια ανακάλυψη που ανοίγει το δρόμο για την αναγνώριση και την προστασία των ανθρώπων που κινδυνεύουν περισσότερο.
Η έρευνα αποκάλυψε μεταλλάξεις που αντιστοιχούν στο 70% του γενετικού (κληρονομικού) κινδύνου για την εκδήλωση της νόσου, αναφέρει στο περιοδικό Nature η ομάδα των Βρετανών, Γάλλων και Καναδών ερευνητών, με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Πολυχρονάκο του Πανεπιστημίου McGill στο Μόντρεαλ.
«Τα ευρήματά μας σημαίνουν ότι μπορούμε να αναπτύξουμε ένα αποτελεσματικό γενετικό τεστ για να προβλέπουμε τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει κανείς να εμφανίσει αυτή τη μορφή του διαβήτη» δήλωσε ο Φίλιπ Φρόγκελ του Κολεγίου Imperial στο Λονδίνο, μέλος της ομάδας.
Ο διαβήτης είναι μια χρόνια νόσος στην οποία ο οργανισμός δεν παράγει αρκετή ινσουλίνη ή αδυνατεί να την χρησιμοποιήσει σωστά. Ως αποτέλεσμα, τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα αυξάνονται και προκαλούν βλάβες στα αγγεία που οδηγούν τελικά σε τύφλωση, καρδιοπάθεια, ακρωτηριασμό και ηπατική ανεπάρκεια.
Ο διαβήτης τύπου ΙΙ, ή διαβήτης των ενηλίκων, γίνεται όλο και συχνότερος στις δυτικές χώρες και συνδέεται άμεσα με την παχυσαρκία και την καθιστική ζωή. «Η ταχύτατη εξάπλωση του σακχαρώδους διαβήτη τύπου ΙΙ πιστεύεται ότι οφείλεται σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως η αυξημένη διαθεσιμότητα τροφής και οι μειωμένες ευκαιρίες και κίνητρα για φυσική δραστηριότητα, οι οποίοι επιδρούν σε γενετικά προδιαθετειμένα άτομα».
Οι ερευνητές, αναφέρει το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων, χρησιμοποίησαν «τσιπ γονιδίων» για να αναλύσουν μαζικά το γονιδίωμα 7.000 ασθενών και 7.000 υγειών ατόμων. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώθηκαν με τη γενετική εξέταση ακόμα 5.000 ατόμων με διαβήτη τύπου ΙΙ και οικογενειακό ιστορικό της νόσου.
Αναγνωρίστηκαν τέσσερα γονίδια που εμπλέκονται στην έκκριση ινσουλίνης και την ανάπτυξη του παγκρέατος, όπου παράγεται η ορμόνη. Επιπλέον, επιβεβαιώθηκαν οι προηγούμενες υποψίες ότι ένα ακόμα γονίδιο, το TCF7L2, σχετίζεται με την ασθένεια.
Ένα από τα νέα γονίδια που ενοχοποιούνται περιέχει την πληροφορία για μια πρωτεΐνη που υπάρχει αποκλειστικάστο πάγκρεας και μεταφέρει ιόντα ψευδαργύρου. Η επιδιόρθωση της πρωτεΐνης αυτής με νέες θεραπείες πιθανώς θα αύξανε τα επίπεδα ινσουλίνης.
Όπως επισημαίνει το Reuters, πολλές από τις μεταλλάξεις που σχετίζονται με το διαβήτη φαίνεται να είναι εξελικτικά πιο «αρχαίες» από τις φυσιολογικές αλληλουχίες και ίσως είχαν διαδοθεί κάποτε λόγω της φυσικής επιλογής. Η διαπίστωση αυτή, γράφουν οι ερευνητές, συνειγορεί στην υπόθεση ότι οι γενετικές ποικιλομορφίες που κάποτε προστάτευαν τον άνθρωπο από τον λιμό προκαλούν τελικά ασθένειες σε καιρούς ευημερίας.