Στη σύγχρονη νοσολογία δεν υπάρχει πιο τρανταχτό παράδειγμα αποτυχίας των εφαρμοσμένων μεθόδων πρόληψης από την αυξητική τάση που εμφανίζει ο καρκίνος του πνεύμονα παγκοσμίως, την εποχή που τα κρούσματα οποιασδήποτε άλλης κακοήθειας δείχνουν να μειώνονται.
Ακόμη, βέβαια, και αν όλοι οι καπνιστές απαρνιόταν οριστικά τη βλαβερή αυτή συνήθεια σήμερα κιόλας, η νόσος θα εξακολουθούσε να είναι κοντά μας για αρκετά χρόνια ακόμα...
Στη σύγχρονη νοσολογία δεν υπάρχει πιο τρανταχτό παράδειγμα αποτυχίας των εφαρμοσμένων μεθόδων πρόληψης από την αυξητική τάση που εμφανίζει ο καρκίνος του πνεύμονα παγκοσμίως, την εποχή που τα κρούσματα οποιασδήποτε άλλης κακοήθειας δείχνουν να μειώνονται. Είναι πραγματική απογοήτευση, για οποιονδήποτε επαγγελματία του χώρου της υγείας, να συνειδητοποιεί ότι εκατομμύρια συνάνθρωποί του αγνοούν την από καιρό τεκμηριωμένη συσχέτιση μιας επιβλαβούς συνήθειας, του καπνίσματος, με ένα θανατηφόρο νόσημα, τον καρκίνο του πνεύμονα.
Τα επιδημιολογικά στοιχεία σοκάρουν: περισσότερο από το 87% των πνευμονικών κακοηθειών οφείλεται στο κάπνισμα. Στις ΗΠΑ οι θάνατοι από τη συγκεκριμένη νόσο ξεπερνούν αυτούς που προκαλούν αθροιστικά ο καρκίνος του προστάτη, του μαστού και του παχέως εντέρου σε ετήσια βάση. Οι εκτιμήσεις για το έτος 2002 είναι ότι, ενώ από τα νεοδιαγνωσθέντα περιστατικά καρκίνου μόλις το 13% θα αφορά τον πνεύμονα, ποσοστό 28% των θανάτων από καρκίνο θα οφείλεται στη συγκεκριμένη κακοήθεια. Μεταξύ των ετών 1960 και 1990 ο αριθμός των γυναικών που απεβίωσε από τη νόσο αυξήθηκε κατά 400%.
Σίγουρα, μεταξύ αυτών που εκδηλώνουν τη νόσο υπάρχουν και μη καπνιστές, αποτελούν όμως αναμφισβήτητη μειοψηφία. Επίσης, νοσούν συχνά και πρώην καπνιστές, ο κίνδυνος όμως γι’ αυτούς μειώνεται σταδιακά όσο περνά ο χρόνος από τη διακοπή του καπνίσματος. Έχει υπολογιστεί ότι απαιτείται η πάροδος 15ετίας προκειμένου να εξομοιωθούν οι πιθανότητες νόσησης με αυτές ενός μη καπνιστή. Κάποιες μελέτες που έχουν γίνει σχετικά με το παθητικό κάπνισμα, έχουν δείξει ότι και αυτό αυξάνει τον κίνδυνο, αν και η ακριβής εκτίμηση του ποσοστού είναι δύσκολη.
Άλλες αιτίες που έχουν ενοχοποιηθεί είναι η έκθεση σε βαρέα μέταλλα όπως το ουράνιο, το χρώμιο και το νικέλιο, κυρίως σε επαγγελματικά πλαίσια, αλλά και στο ραδόνιο, μια ραδιενεργό ουσία, που βρίσκεται στα δομικά υλικά ορισμένων κτιρίων. Όσον αφορά τον αμίαντο, που χρησιμοποιούταν ευρέως παλαιότερα σε αρκετά βιομηχανικά προϊόντα (π.χ. φρένα αυτοκινήτων), εδώ και χρόνια έχει γίνει προσπάθεια για αντικατάστασή του από άλλα υλικά.
Η ακτινοβολία παίζει κι εδώ το ρόλο της, όπως και σε όλες τις κακοήθειες, προκαλώντας μεταλλάξεις στο γενετικό υλικό, κάποιες εκ των οποίων έχουν ως αποτέλεσμα τον ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό των κυττάρων. Τελευταία έγιναν προσπάθειες να διερευνηθεί και η ατμοσφαιρική ρύπανση ως αιτιολογικός παράγων, όμως η εικόνα δεν είναι σαφής. Κάποια συσχέτιση φαίνεται, όμως, να υπάρχει.
Κάτω από τον όρο «καρκίνος του πνεύμονα» κρύβονται αρκετές μορφές της νόσου, με διαφορετική συμπεριφορά ως προς την ταχύτητα εξέλιξης, τον κίνδυνο τοπικής ή απομακρυσμένης επέκτασης και την ανταπόκριση στη θεραπεία.
Η βασική διάκριση είναι ιστολογική, προκύπτει δηλαδή από τον τύπο των κυττάρων που αποτελούν τον όγκο όπως αυτός προσδιορίζεται μετά από μελέτη στο μικροσκόπιο. Έτσι διαχωρίζουμε το μικροκυτταρικό από το μη-μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα.
Στην πρώτη περίπτωση, που εμφανίζεται περίπου στο 1/4 των περιπτώσεων, έχουμε γρήγορη ανάπτυξη και επέκταση του όγκου. Αν και τυπικά διακρίνονται δύο στάδια, η περιορισμένη και η εκτεταμένη μορφή, εν τούτοις στην πράξη όλα τα περιστατικά αντιμετωπίζονται ως ανήκοντα στη δεύτερη κατηγορία. Αυτό διότι, ακόμα και με τη χρήση των σύγχρονων απεικονιστικών μεθόδων, δεν είναι δυνατό να ειπωθεί με βεβαιότητα ότι έστω και ελάχιστα κύτταρα δεν έχουν διαφύγει από την πρωτοπαθή εστία. Η υιοθέτηση μιας συντηρητικότερης θεραπευτικής προσέγγισης ενέχει τον κίνδυνο της ανεπαρκούς αντιμετώπισης της νόσου, η οποία με τη σειρά της μπορεί να μειώσει σημαντικά την επιβίωση του ασθενούς. Το τίμημα γι’ αυτό είναι οι αυξημένες παρενέργειες της θεραπείας, που μπορούν να υποβιβάσουν την ποιότητα ζωής του ασθενούς.
Στη δεύτερη περίπτωση κατατάσσονται τρεις τύποι καρκινωμάτων: το αδενοκαρκίνωμα (30-35%), το επιδερμοειδές καρκίνωμα (30-35%) και το μεγαλοκυτταρικό (15%). Η συμπεριφορά τους και η θεραπευτική τους αντιμετώπιση είναι παρόμοια και η πορεία τους είναι σε γενικές γραμμές καλύτερη από αυτή του μικροκυτταρικού. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκει και το αδιαφοροποίητο καρκίνωμα, που σημαίνει ότι τα κύτταρα στη βιοψία βρίσκονται σ’ ένα πρώιμο στάδιο ανάπτυξης και δεν είναι δυνατό να ενταχθούν σε έναν από τους παραπάνω τρεις τύπους. Ως προς την αντιμετώπισή του πάντως δεν προκύπτει καμιά διαφορά σε σχέση με αυτούς.
Πέρα από το είδος των κυττάρων που αποτελούν τον όγκο, σημαντικότατο ρόλο όσον αφορά την εξέλιξη της νόσου παίζει το στάδιο στο οποίο βρίσκεται όταν ανιχνευθεί. Η σταδιοποίηση του όγκου λαμβάνει υπ’ όψη το μέγεθος του όγκου, την επέκτασή του ή όχι στους λεμφαδένες και την ύπαρξη ή όχι τοπικών ή απομακρυσμένων μεταστάσεων (σύστημα ΤΝΜ). Ευνόητο είναι ότι όσο πιο νωρίς τεθεί η διάγνωση, τόσο το καλύτερο για τον ασθενή. Το τελευταίο δεν είναι πάντα εύκολο και έχει να κάνει με δύο παράγοντες:
1. Τα συμπτώματα της νόσου είναι ποικίλα και μη ειδικά, δηλαδή μπορούν να προκαλούνται από σωρεία άλλων παθήσεων με αποτέλεσμα την καθυστερημένη προσέλευση του ασθενούς για εξέταση. Μερικά απ’ αυτά είναι:
· Βήχας επίμονος που εμμένει για διάστημα μεγαλύτερο των δύο εβδομάδων ή που η έντασή του αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου · Πόνος στο θώρακα, τον ώμο ή την πλάτη που δεν σχετίζεται με βήχα · Αλλαγές στο χρώμα ή τον όγκο των πτυέλων ή παρουσία αίματος σ’ αυτά · Συρίττουσα αναπνοή · Υποτροπιάζουσες λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος (πνευμονίες, βρογχίτιδες)
Κάποια άλλα μπορεί να μην εντοπίζονται στο αναπνευστικό αλλά να αφορούν όλο τον οργανισμό, όπως:
2. Δεν έχει βρεθεί ακόμη αρκετά ευαίσθητη αλλά και ακίνδυνη μέθοδος προληπτικής διαγνωστικής εξέτασης. Μια τέτοια εξέταση πρέπει να συνδυάζει πληθώρα χαρακτηριστικών, όπως: μεγάλη ευαισθησία και αξιοπιστία, μικρό κόστος, ευκολία τέλεσης και αμελητέο κίνδυνο για τον υποβαλλόμενο σ’ αυτή.
Η ακτινογραφία θώρακα, πέρα από την ακτινοβόληση του ασθενούς, δεν είναι αρκετά ευαίσθητη ώστε να ανιχνεύσει τη νόσο σε αρκετά πρώιμα στάδια.
Η αξονική τομογραφία έχει καλύτερη ευαισθησία αλλά επιβαρύνει τον οργανισμό του εξεταζόμενου με μεγαλύτερα ακόμη ποσά ακτινοβολίας.
Άλλες απεικονιστικές τεχνικές, όπως η μαγνητική τομογραφία (MRI) και η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET), είναι μεν πιο ευαίσθητες αλλά το κόστος τους είναι απαγορευτικό για μαζικό έλεγχο όλου του πληθυσμού. Η κυτταρολογική εξέταση πτυέλων είναι αρκετά χρονοβόρα, ενώ η βρογχοσκόπηση είναι επεμβατική τεχνική και εφαρμόζεται μόνο όταν υπάρχει ήδη υποψία νόσησης.
Τελευταία γίνονται έρευνες πάνω σε δύο νέες απεικονιστικές τεχνικές, την τομογραφία χαμηλής ακτινοβολίας και τη σπειροειδή τομογραφία. Τα πρώτα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά, αλλά μένει να επιβεβαιωθούν σε βάθος χρόνου.
Για να γίνει κατανοητή η σημασία της έγκαιρης διάγνωσης αρκεί μια παράθεση των ποσοστών πενταετούς επιβίωσης για τα διαφορετικά στάδια της νόσου. Η πενταετής επιβίωση είναι ένα μέγεθος που αντικατοπτρίζει τη βαρύτητα της νόσου και εκφράζεται με το ποσοστό των ατόμων που επιβιώνουν πέντε χρόνια από τη στιγμή που τίθεται η διάγνωση της κακοήθειας. Τα νούμερα έχουν ως εξής:
· Πρώιμο στάδιο, όγκος χειρουργικά εξαιρέσιμος 85% · Εντοπισμένος στον πνεύμονα 50% · Με επέκταση σε γειτονικά όργανα 20% · Με απομακρυσμένες μεταστάσεις 2,2%
Στη θεραπεία της νόσου, πέρα από τις τρεις κλασικές προσεγγίσεις, δηλαδή τη χειρουργική, τη χημειοθεραπεία και την ακτινοθεραπεία, δοκιμάζονται και νέες μέθοδοι, όπως τα μονοκλωνικά αντισώματα, η φωτοδυναμική θεραπεία, αναστολείς της αγγειογένεσης και «εμβόλια» που έχουν στόχο την ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος του οργανισμού κατά των κυττάρων του όγκου. Τα αποτελέσματά τους βρίσκονται ακόμα υπό διερεύνηση.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε παραπάνω και μέχρι νέες επιστημονικές εξελίξεις να επιτρέψουν την έγκαιρη διάγνωση και την αποτελεσματικότερη θεραπεία του καρκίνου του πνεύμονα, η μόνη επιλογή είναι η έμφαση στην πρόληψη της νόσου. Η αποφυγή των αιτιολογικών παραγόντων και κυρίως του καπνίσματος, αφού αυτό ευθύνεται για τη συντριπτική πλειοψηφία των περιστατικών, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη διατήρηση των πνευμόνων σας έξω από την ακτίνα δράσης του. Η συνειδητοποίηση του πραγματικού μεγέθους των συνεπειών της βλαβερής αυτής συνήθειας είναι οπωσδήποτε ένα θετικό βήμα.