Βενεζουέλα: Πώς από πιστός σύμμαχος μετατράπηκε σε υπ’ αριθ. 1 εχθρό των ΗΠΑ
Κάποτε τις πουλούσαν όπλα και κάνανε τα στραβά μάτια σε αυταρχικούς ηγέτες της και στη διαφθορά, Σήμερα όμως οι ΗΠΑ εντείνουν το ακήρυχτο πόλεμο στη Βενεζουέλα.
Την τελευταία φορά που αμερικανικό αεροπλανοφόρο κινήθηκε με στόχο τη Βενεζουέλα ήταν το 1958 -επί προεδρίας Ντουάιτ Αϊζενχάουερ- για ενδεχόμενη αποστολή διάσωσης του αντιπροέδρου Ρίτσαρντ Νίξον ο οποίος κινδύνευσε να προπηλακιστεί κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στη χώρα. Οι σχέσεις των δύο χωρών όμως δεν ήταν τεταμένες πάντα, το αντίθετο.
Το θερμόμετρο στην Καραϊβική ανεβαίνει επικίνδυνα με τις ΗΠΑ να προχωρούν σε δεύτερη κατάσχεση δεξαμενόπλοιου μεταφοράς πετρελαίου στα ανοιχτά της Βενεζουέλας, ενώ ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ απειλεί με επίθεση στη Βενεζουέλα αν ο Νικολάς Μαδούρο, δεν εγκαταλείψει την εξουσία.
Όπως αναφέρουν οι New York Times, οι άλλοτε φίλοι μπορεί να βρίσκονται στο χείλος ενός ολοκληρωτικού πολέμου, κλείνοντας τον κύκλο της σχέσης τους.
Φίλοι πότε όμως;
Μπορεί η κρίση του Μαΐου 1958 στο Καράκας να αμαύρωσε την περιοδεία καλής θέλησης του Νίξον στη Λατινική Αμερική, ωστόσο, είχε μια παράξενα θετική επίδραση στις σχέσεις ΗΠΑ–Βενεζουέλας.
Η κυβέρνηση τότε της Βενεζουέλας επέρριψε τις ευθύνες για το επεισόδιο στους υποκινητές και κομμουνιστές που «έστησαν ενέδρα στην αδυναμία της νεοσύστατης κυβέρνησης. Αφού ο Νίξον χαρακτήρισε το επεισόδιο «μια αναγκαία θεραπεία-σοκ που μας τίναξε έξω από επικίνδυνο εφησυχασμό» κάπως έτσι ξεκίνησε μια συμμαχία ΗΠΑ-Βενεζουέλας που θα διαρκούσε τέσσερις δεκαετίες, μέχρι που δραματικές πολιτικές αλλαγές στο Καράκας την έφεραν σε απότομο τέλος πριν από περίπου 25 χρόνια.
«Υπήρχε μια τεράστια σύμπλευση» μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βενεζουέλας κατά τον 20ό αιώνα, δήλωσε ο Μπράιαν Φονσέκα, επίκουρος καθηγητής στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Φλόριντα και ειδικός στη Βενεζουέλα. Η σχέση αυτή, είπε, βασιζόταν στον ανταγωνισμό των ΗΠΑ με τη Σοβιετική Ένωση στον Ψυχρό Πόλεμο — και στα τεράστια αποθέματα πετρελαίου της Βενεζουέλας.
Ιδανικός εταίρος
Καθώς η νέα κυβέρνηση της Βενεζουέλας έβρισκε τα πατήματά της, αναδείχθηκε γρήγορα σε ιδανικό εταίρο για τις ΗΠΑ: σταθερή, δημοκρατική και πλούσια σε πετρέλαιο. Ήταν επίσης έντονα αντικομμουνιστική, κάτι ιδιαίτερα ελκυστικό στα χρόνια που ακολούθησαν τον θρίαμβο της επανάστασης του Φιντέλ Κάστρο στην Κούβα το 1959.
Μέχρι το 1963, ο πρόεδρος Τζον Φ. Κένεντι -νωπός από την αντιπαράθεση με την Αβάνα στην Κρίση των Πυραύλων της Κούβας- θα φιλοξενούσε επίσημο δείπνο για τον πρόεδρο της Βενεζουέλας, Ρομούλο Μπετανκούρ, τον οποίο αποκάλεσε «τον καλύτερο φίλο της Αμερικής» στη Νότια Αμερική.
Σύντομα η Ουάσιγκτον πουλούσε όπλα στο Καράκας, ενώ αμερικανικές ενεργειακές εταιρείες εξόρυσσαν βενεζουελανό πετρέλαιο. Τα δύο αυτά συχνά συνδέονταν: καθώς ο πρόεδρος Νίξον εξέταζε την πώληση μαχητικών F-4 Phantom II στη χώρα το 1971, ένας βοηθός του Λευκού Οίκου τον προειδοποίησε ότι η απόφαση θα μπορούσε να επηρεάσει νομοθεσία στο Κογκρέσο της Βενεζουέλας που «ενδέχεται να πλήξει δυσμενώς τα αμερικανικά πετρελαϊκά συμφέροντα».
Ο Νίξον κατέληξε να πουλήσει στη Βενεζουέλα ένα ακόμη πιο προηγμένο αεροσκάφος, όμως τα αμερικανικά πετρελαϊκά συμφέροντα υπέστησαν ζημιές ούτως ή άλλως, όταν το Καράκας εθνικοποίησε τη βιομηχανία πετρελαίου του λίγα χρόνια αργότερα. Παρ’ όλα αυτά, η αντίδραση των ΗΠΑ ήταν συγκρατημένη.
Η Βενεζουέλα ήταν μία από πολλές αναπτυσσόμενες χώρες που εθνικοποίησαν τους πόρους τους εκείνη την περίοδο, και το Καράκας κατέβαλε στις αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες πάνω από 1 δισ. δολ. σε αποζημιώσεις. Ήταν επίσης προς το συμφέρον των ΗΠΑ να διατηρούν καλές σχέσεις με ένα βασικό μέλος του πετρελαϊκού καρτέλ του OPEC, όπως η Βενεζουέλα.
Και υπήρχαν ακόμη οι Σοβιετικοί να απασχολούν. Ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν επαινούσε δημοσίως το Καράκας ως δημοκρατική «έμπνευση για το ημισφαίριο», την ώρα που έδινε μάχες με κομμουνιστικά κινήματα στην περιοχή — έναν αγώνα που η κυβέρνηση της Βενεζουέλας υποστήριζε, ιδίως στο Ελ Σαλβαδόρ.
Ο Ρίγκαν αντάμειψε αυτή τη στήριξη με την πώληση 24 μαχητικών F-16 στη Βενεζουέλα το 1981, έναντι ποσού που αντιστοιχεί σε περίπου 1,75 δισ. δολάρια σε τιμές 2025. Ήταν η σημαντικότερη πώληση αμερικανικών όπλων στην περιοχή εδώ και πάνω από μια δεκαετία.
Η ώρα των πραξικοπημάτων
Την ίδια στιγμή όμως οι Αμερικανοί έκαναν τα στραβά μάτια στα αναρίθμητα φαινόμενα διαφθοράς και του αυταρχισμού στη χώρα. «Οι Αμερικανοί ανησυχούσαν πολύ λιγότερο για πράγματα όπως η διαφθορά και τα ανθρώπινα δικαιώματα και πολύ περισσότερο για την πολιτική συγγένεια» λέει η Φονσέκα στην αμερικανική εφημερίδα.
Το αμερικανικό ενδιαφέρον απομακρύνθηκε από τη Λατινική Αμερική μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Η Βενεζουέλα παρέμεινε κρίσιμος προμηθευτής πετρελαίου, έχοντας αθόρυβα επιτρέψει σε ιδιωτικές εταιρείες -συμπεριλαμβανομένων μεγάλων αμερικανικών- να υπογράψουν επικερδείς συμφωνίες εκμετάλλευσης και κατανομής κερδών. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η Βενεζουέλα είχε ξεπεράσει τη Σαουδική Αραβία ως ο κορυφαίος προμηθευτής πετρελαίου των ΗΠΑ.
Όπως αναφέρει η WSJ λίγοι στην Ουάσιγκτον είχαν συντονιστεί με την άνοδο του χαρισματικού στρατιωτικού Ούγκο Τσάβες, ο οποίος κέρδισε τις προεδρικές εκλογές του Δεκεμβρίου 1998 στη Βενεζουέλα. Οι ΗΠΑ μάλιστα στην αρχή φιλοξένησαν τον νέο πρόεδρο της χώρας το 1999 επί προεδρίας Μπιλ Κλίντον. Ωστόσο, η Ουάσιγκτον ενίσχυσε εκείνα τα κέντρα εξουσίας στο Καράλας -πολιτικοί, στρατηγοί και επιχειρηματίες- που επιχείρησαν να ανατρέψουν ανεπιτυχώς τον Τσάβες τον Απρίλιο του 2002. Αμερικανική έκθεση του 2002 παραδεχόταν ότι «το NED, το Υπουργείο Άμυνας και άλλα αμερικανικά προγράμματα βοήθειας παρείχαν εκπαίδευση, ενίσχυση θεσμών και άλλες μορφές υποστήριξης σε άτομα και οργανώσεις που ήταν γνωστό ότι συμμετείχαν ενεργά στη σύντομη ανατροπή της κυβέρνησης Τσάβες».
Ο Ομπάμα στέλνει τον στόλο
Μετά το φιάσκο του 2002 η κυβέρνηση Μπους και οι διάδοχες κυβερνήσεις εφάρμοσαν το μότο του Paul Morand «τα σαλόνια και οι ακαδημίες ξεκάνουν περισσότερους επαναστάτες απ’ όσους οι φυλακές και τα κανόνια». Ο Roger F. Noriega, πρώην Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών για θέματα του δυτικού ημισφαιρίου των ΗΠΑ, μέσω τις οργάνωσης National Endowment for Democracy (NED), την οποία είχε ιδρύσει ο Ρόναλντ Ρέιγκαν, χρηματοδοτούσε δραστηριότητες στη Βενεζουέλα δήθεν για την προώθηση των δημοκρατικών θεσμών. Και όταν αυτά τα χρήματα τα δίνει ο Λευκός Οίκος του Μπους και του Τραμπ σε μια κυρία που συμμετείχε σε πραξικόπημα γίνεται αντιληπτό πως αξιοποιούνται. Η Ουάσινγκτον και οι ακόλουθοί τους σε Λατινική Αμερική και ΕΕ τονίζουν συνεχώς εδώ και χρόνια ότι στη Βενεζουέλα δεν λειτουργεί η δημοκρατία σωστά και οι εκλογές νοθεύονται, όπως για παράδειγμα στο πρόσφατο δημοψήφισμα. Είναι περίεργο. Ο Τζίμυ Κάρτερ έχει πει ότι η Βενεζουέλα ακολουθεί τις «καλύτερες δημοκρατικές διαδικασίες στον κόσμο».
Το 2007 ο Τσάβες εθνικοποίησε τη βιομηχανία πετρελαίου της Βενεζουέλας, υποχρεώνοντας ξένες εταιρείες να δεχθούν μειοψηφικά ποσοστά σε νέες κοινοπραξίες υπό την κυριαρχία της κρατικής πετρελαϊκής. Όταν οι αμερικανικοί πετρελαϊκοί κολοσσοί Exxon Mobil και ConocoPhillips αρνήθηκαν, ο Τσάβες κατέσχεσε τα περιουσιακά τους στοιχεία. Οι κινήσεις του Τσάβες ήταν πολιτικά δημοφιλείς στο εσωτερικό, βοηθώντας να παγιώσει την εξουσία του.
Η κυβέρνηση Ομπάμα συνέχισε την πολιτική Μπους κηρύσσοντας μάλιστα τη χώρα σε «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» λόγω της «ασυνήθιστης και έκτακτης απειλής για την εθνική ασφάλεια και την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ». Ήταν μάλιστα η πρώτη κυβέρνηση που το 2008, για χάρη της Βενεζουέλας, οι ΗΠΑ επανασύστησαν τον 4ο Αμερικανικό Στόλο αναγκάζοντας την κυβέρνηση Τσάβες να προβεί σε αγορές όπλων που κόστισαν πολλά δισεκατομμύρια ευρώ στους Βενεζουελάνους
Μετά τον θάνατό του τον Μάρτιο του 2013, ο προστατευόμενός του, ο κ. Μαδούρο, συνέχισε τις πολιτικές του, θέτοντας τις βάσεις για χρόνια αυξανόμενης απομόνωσης και τιμωρίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Όλα αυτά τα χρόνια παρουσιάστηκαν πολιτικοί και ακτιβιστές που επιστράτευσαν κάθε μέσο να ανατρέψουν τον Μαδούρο με τη στήριξη των ΗΠΑ: Αντόνιο Λεντέζμα, Χουάν Γκουαϊδό, Leopoldo López, Μαρία Κορίνα Μακάδο είναι οι πιο εμβληματικές φιγούρες. Όλοι τους απέτυχαν και πλέον ήρθε η ώρα των αεροπλανοφόρων.