Το σπίτι του Κούνδουρου στην Κρήτη είναι το τελευταίο, πριν από τη «Μέδουσα», έργο του. Ένας γερός, μακρύς τοίχος, χωρίς παράθυρα, με την πλάτη προς τα βουνά, για ν’ αντικόβει τους ανέμους. Μέσα στην αγκαλιά του τοίχου φυτρώνει και ανθίζει το σπίτι. Με τις καμάρες του, τις κολώνες, τα σκαλιά και τις ταράτσες, τις βεράντες και το φούρνο (όλο το Αιγαίο στο θόλο του φούρνου αυτού…). Τζάκια πέτρινα, ταβανίσια δοκάρια, ξενώνες για τους ξένους με παράθυρα τόσο μεγάλα και τόσο μικρά όσο να εκτιμάς τη μεγαλοσύνη της θάλασσας, αλλά να μην τη μπουχτίζεις. Πόρτες βαρειές ξύλινες, να κρατάνε έξω τον άνεμο, χωρίς κλειδιά, να μπαίνει μόνος του ο ξένος.
Η πέτρα, η σιδεριά και το ξύλο είναι δεμένα ανάμεσά τους με βασάνισμα του μυαλού και του ματιού. Μια μάχη αγάπης προς τα υλικά, που εδώ δεν σου δίνουν το δικαίωμα να τα πεις άψυχα. Και το αποτέλεσμα είναι τόσο αγαλλιαστικό, που δεν θαυμάζεις. Το κρίνεις φυσικό. Το σπίτι φυτρώνει μέσα από το χώμα, έχει τα ίδια δικαιώματα με τους βράχους και τις χαρουπιές. Δεν παρέχει χαυνωμένες βολές, δεν είναι προφυλαγμένο από τον ήλιο, τη θάλασσα: συζεί με τον ήλιο, τη θάλασσα. Δεν προσφέρεται για ανάπαυση, αλλά για εγρήγορση. Ούτε μπορείς να πεις «ο ιδιοκτήτης του». Το σπίτι δεν έχει αφεντικό, έχει φίλο. Δουλεμένο όλο με την αφή και όχι με το διαβήτη, το βλέπεις και ευφραίνεσαι. Είναι ένα έργο χειροποίητο.
Η μικρή Μέδουσα, Χαρούλα τ’ όνομά της, είναι ένα νεαρό λιγνό πλάσμα (φέτος τελειώνει το γυμνάσιο) με την χορευτικότητα της γάτας και τη χάρη του νεαρού κατσικιού, μακριά μαλλιά και μάτια αστρίτη. Τριγυρνάει ξυπόλυτο, γεμίζουν οι αυλές με τα γέλια της. Έχει καταθέσει στα χέρια του Κούνδουρου όλα τα συστατικά της: τη ζωντάνια, την ομορφιά, τις ευαισθησίες της. Και ο σκηνοθέτης επιλέγει. Μια επίσημη στιγμή που κρατάει ώρες συνέχεια. Η μικρή ηθοποιός μεταβάλλεται σε πρώτες ύλες, απ’ όπου ο δημιουργός ξεδιαλέγει και προχωρεί στο «μοντάζ» της ηρωίδας. Η ίδια διαδικασία και με τους άλλους τρεις «συμπαίκτες» της Μέδουσας. Ώρες ατέλειωτες, γεμάτες με υπομονή, σοβαρότητα. Πίσω από τη μηχανή το μάτι του σκηνοθέτη παραμένει άγρυπνο, σε συναγερμό, ενεδρεύει. Το μάτι της γάτας που παρακολουθεί και ενθαρρύνει τα μικρά της στο παιχνίδι τους, ενώ μαζί ελέγχει ολόγυρα την κάθε γωνιά απ’ όπου μπορεί να φανεί κίνδυνος — γιατί ξέρει πως υπάρχει κίνδυνος. Την ώρα της δημιουργίας ο Κούνδουρος απομονώνεται: «λάθε». Κρατάει όλη την ένταση της ευθύνης για τον εαυτό του.
Οι εργάτες τον Κούνδουρο τον φωνάζουν Μαστρο-Νίκο…
Για τον Κούνδουρο, λένε, εφαρμόζεται η ρήση του Μπρεσόν: «Ο ηθοποιός είναι ένα κομμάτι του ντεκόρ». Αν αυτό υποδηλώνει ότι ο Κούνδουρος δεν αποτιμάει όσο πρέπει τη συμβολή του ηθοποιού στην ταινία, τότε έχει ειπωθεί λαθεμένα.
Ο Κούνδουρος θέλει τους ηθοποιούς του, αρχικά, σε καλή υγεία, άνετα εγκαταστημένους, με τις βασικές βιοτικές τους απαιτήσεις ικανοποιημένες, όσο είναι δυνατό. Διαλέγει τον ηθοποιό του έτσι που, επί τη εμφανίσει, να προσδιορίζει την ταυτότητα του ήρωα. Και επειδή και ο ηθοποιός και ο ήρωας, ως ανθρώπινα όντα, έχουν κοινές τις βασικές ανθρώπινες εμπειρίες και ευαισθησίες, ζητάει από τον ηθοποιό να είναι συνεπής με τον εαυτό του και να προσκομίσει στην ταινία το άθροισμα της προσωπικότητάς του. Έργο του ηθοποιού είναι ο συναγερμός όλων των βασικών του ικανοτήτων και χαρακτηριστικών. Έργο του σκηνοθέτη είναι να βοηθήσει τον ηθοποιό στην συνάθροιση και προβολή αυτών των βασικών του χαρακτηριστικών, όσα ξέρει πως κατέχει, αλλά και όσα δεν υποψιάζεται ή δεν τα κρίνει αξιοποιήσιμα. Και μετά, να επιλέξει απ’ αυτά όσα του χρειάζονται στη σύνθεση του ήρωα.
Εδώ η συνδρομή του Κούνδουρου είναι κεφαλαιώδης. Ο ηθοποιός, με τη συνδρομή αυτή, ανακαλύπτει, κοντά στα στοιχεία που ξέρει ότι κατέχει, και άλλα που δεν τα υποψιαζόταν ή που δεν τα εκτιμούσε. Και τότε ο σκηνοθέτης κάνει ένα συναρπαστικό «κολάζ» πίσω από το φακό. Αποτυπώνει στο φιλμ το ανώτατο δυνατό άθροισμα των θετικών στοιχείων του κάθε ηθοποιού, παραμερίζοντας τα αδύνατα ή ασήμαντα στοιχεία του.
Η πρώτη παγίδα στην κάθε συνεργασία είναι η «αναμέτρηση» ανάμεσα στους συνεργαζόμενους.
Ο Κούνδουρος είναι «φύσει» μια προκαλούσα μονάδα. Προικισμένος πολύ πλούσια, είναι ο ίδιος ένας καταιονισμός από θετικά συστατικά «εν εγρηγόρσει», μια προσωπικότητα που σου δημιουργεί επιθυμία για διαρκή «σχέση» ή που σε σπρώχνει σε αναμέτρηση. Εκ των πραγμάτων.
Η θέση «σχέσης» είναι δημιουργική.
Η «αναμέτρηση» είναι προβληματική.
Η ταινία τούτη σημειώνει για τον σκηνοθέτη την απαρχή μιας σειράς από απαρνήσεις. Εδώ ο Κούνδουρος νικάει (καλύτερα: ολοκληρώνει) μια άλλη νίκη: ξεπερνάει τον πειρασμό να χρησιμοποιεί όλες του τις ικανότητες. Προσπερνάει τη σειρήνα της οπτικής γοητείας, του καλού γούστου. Τον πειρασμό της ελληνικότητας. (Όταν πάει —όταν αναγκαστεί να πάει— στο εξωτερικό, κουβαλάει μαζί του ένα μικρό πολύχρωμο κρητικό προσώμιο, για να ζεσταίνει την απρόσωπη παγεράδα των ξενοδοχείων.) Αυτή τη φορά ο δημιουργός νικιέται από τις επιταγές της ουσίας του έργου του. Αρνιέται να στολίσει τις εικόνες του με τις ομορφιές του μαγικά ωραίου (εσωτερικού και εξωτερικού) χώρου γυρίσματος. Ο πειρασμός της εικόνας για την εικόνα είναι μέγιστος για ένα μάτι-κάμερα. Γι’ αυτό η νίκη έχει αξία.
Στη «Μέδουσα» τα πλάνα υπηρετούν με οδυνηρή γυμνότητα τον μύθο. Στα κάντρα επιτρέπεται μόνο το υλικό το διαλεκτικά αναγκαίο. Η αφήγηση προχωράει με μοναστική λιτότητα. Αφήγηση, όχι εξήγηση. Ο σκηνοθέτης δεν αφήνεται ούτε στιγμή να κάνει τον σχολιαστή.
Ο θεατής θα κληθεί λοιπόν σε αυστηρή εργασία: να παρακολουθήσει, χωρίς ερμηνευτικά επιβοηθήματα, μόνος του, το υλικό του έργου. Να αντιμετωπίσει και εξηγήσει μόνος του τους υπόκωφους τρόμους, με οδηγό τις δικές του ευαισθησίες. Ο διάλογος δεν παίζει εδώ ρόλο ξεναγού, δεν εξηγεί, δεν εξαρτιέται καν από τον συγγραφέα του, αλλά εκπορεύεται αυτόβουλα από τα πρόσωπα. Και τα πρόσωπα της «Μέδουσας» μιλάνε για να κρύβουνε πράγματα.
Η ιστορία χτίστηκε με ελλειπτικότητα. Μόνο τα απόλυτα αναγκαία. Τόσο αναγκαία όσο σε μια φούγκα, σ’ ένα τηλεγράφημα, σε γεωμετρικό θεώρημα ή σ’ ένα μαντρότοιχο. Τόσο υλικό όσο για να φτάσει ο τοίχος στο ύψος της σκεπής, χωρίς διακοσμητικούς γύψους και επιγραφές. Οι καιροί πιέζουν. Η ουσία πιέζει τον Κούνδουρο και είναι τηλεγραφικά πυκνή. Βιάζεται να κατατεθεί.
Γιατί ο Κούνδουρος κάνει έργο μόνο όταν τον αναγκάσει η «ουσία». Δεν είναι ένας σκηνοθέτης-μεσάζων, ένας τεχνίτης που προσφέρει τη δουλειά του επ’ ενοικίω σε κάποιον που διαθέτει μια ιδέα και θέλει να την μεταδώσει στο κοινό. Ο Κούνδουρος είναι σκηνοθέτης «κατ’ ανάγκην».
[…]
*Απόσπασμα από κείμενο του σπουδαίου συγγραφέα Παύλου Μάτεσι(1933-2013), που έφερε τον τίτλο «Το πρόσωπο της Μέδουσας» και είχε δημοσιευτεί στον «Ταχυδρόμο» στις 25 Φεβρουαρίου 1967. Ο Μάτεσις υπήρξε βοηθός του Κούνδουρου στο «Πρόσωπο της Μέδουσας».
Ο Παύλος Μάτεσις
Ο κρητικής καταγωγής σκηνοθέτης και σεναριογράφος Νίκος Κούνδουρος υπήρξε κατά κοινή παραδοχή μια από τις σπουδαιότερες φυσιογνωμίες του ελληνικού κινηματογράφου.
«Το πρόσωπο της Μέδουσας»
Ο Νίκος Κούνδουρος γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1926 και απεβίωσε στις 22 Φεβρουαρίου 2017.
Ο Σπυρίδων Περεσιάδης (1854–1918) ήταν σημαντικός Έλληνας θεατρικός συγγραφέας της ύστερης περιόδου του 19ου αιώνα, γνωστός για την ικανότητά του να συνδυάζει την ηθογραφία με τον λυρισμό, όπως στο έργο «Ο Μαγεμένος Βοσκός».