«Δάγκωνα τα χείλη μου για να μην κλάψω. Δεν τα κατάφερα. Τα δάκρυα τρυπήσανε τα μάτια μου — με νικήσανε. Και για όλα έφταιγε εκείνη η γερόντισσα —80 ετών;— η μικροκαμωμένη. Που ανέβηκε στη σκηνή τού Παλλάς κι έπιασε να τραγουδάει μερικά υπέροχα τραγούδια από τη Σμύρνη, το Αϊβαλί και την Πόλη. Με μια φωνή καθαρή, κοριτσίστικη. Που ευώδιαζε μπαχτσέ, από άλλες, μακρινές εποχές.
Ήταν μεσάνυχτα, 6 Μαρτίου 1992. Μπροστά και δεξιά μου βρισκόταν η κ. Ιωάννα Τσάτσου. Η γυναίκα του Κωνσταντίνου Τσάτσου. Η αδελφή του Γιώργου Σεφέρη. Που είχε τρέξει στο Παλλάς για ν’ ακούσει τα τραγούδια της Κλεονίκης Τζοανάκη, της Αλατσατιανής, αλλά και των άλλων μεγάλων τραγουδιστών, που πήραν μέρος στην πρώτη —καταπληκτική— συναυλία του κύκλου Μέρες μουσικής (οργάνωση της πολιτιστικής εταιρείας Σινασός), με πρώτο τον Χρόνη Αηδονίδη.
Ήταν συγκινημένη και η κ. Τσάτσου. Και ο κ. Ισαάκ Λαυρεντίδης, ο πρώην αντιπρόεδρος της Βουλής. Κι ένα πλήθος, ακόμη, προσωπικοτήτων. Αλλά και απλών ανθρώπων. Δύο χιλιάδων, περίπου. Που γεννήθηκαν στην Ιωνία και τον Πόντο ή κρατάνε από τα Άγια Μέρη. Και δεν μπορούν να λησμονήσουν».
Όσα διαβάσατε ανωτέρω ήταν το εισαγωγικό τμήμα ενός κειμένου του αξεπέραστου Λευτέρη Παπαδόπουλου, που έφερε τον τίτλο «Το τραγούδι της προσφυγιάς τραγούδι της Ελλάδας» και είχε δημοσιευτεί στον «Ταχυδρόμο» στις 18 Μαρτίου 1992.
Μία μόλις εβδομάδα αργότερα, στο τεύχος του περιοδικού που είχε κυκλοφορήσει στις 25 Μαρτίου 1992, η αναφερόμενη στο κείμενο του Παπαδόπουλου Ιωάννα Τσάτσου είχε καταθέσει τη δική της —λακωνική— μαρτυρία για τη γενέτειρά της, τη Σμύρνη:
«Έχω γεννηθεί στη Σμύρνη, αλλά την καταστροφή της δεν την έζησα, την επώδυνη αυτή εμπειρία. Βρισκόμουν, ξέρετε, στην Αθήνα. Μέναμε στην Αθήνα από το 1914 ήδη. Είχαμε μεταφερθεί οικογενειακώς. Έτσι κράτησα μέσα μου τις πιο όμορφες αναμνήσεις, τότε που παιδούλα, μαζί με τον αδελφό μου τον Γιώργο (σ.σ. τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη), πηγαίναμε για διακοπές.
Την τελευταία φορά που θυμάμαι ότι πήγαμε διακοπές ήταν το ’21. Τον επόμενο χρόνο, που είχε αρχίσει πια η κατάρρευση, μας απέτρεψαν φίλοι και γνωστοί: Όλοι φεύγουν από τη Σμύρνη, εσείς πού πάτε; Ποτέ δεν θέλησα να ξαναπάω στη Σμύρνη. Ο αδελφός μου ο Γιώργος, πολύ αργότερα, όταν υπηρετούσε διπλωμάτης στην πρεσβεία στη Βηρυτό, πήγε στα Βουρλά και βρήκε το σπιτάκι μας. Ήταν ακατοίκητο. Βρήκε ακόμη και τα αρχικά του, Γ. Σ., που ο ίδιος είχε χαράξει στη σκάλα…»
Η Ιωάννα Τσάτσου (το γένος Σεφεριάδη), αδελφή του νομπελίστα ποιητή Γιώργου Σεφέρη και σύζυγος του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Τσάτσου, γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1909 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 30 Σεπτεμβρίου 2000.
Η Ιωάννα Τσάτσου ανέπτυξε έντονη κοινωνική και ανθρωπιστική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του επακολουθήσαντος Εμφυλίου.
Η λογοτεχνική δραστηριότητα της Ιωάννας Τσάτσου άρχισε όταν εκείνη βρισκόταν σε ώριμη πλέον ηλικία, κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Βεβαίως, η πρώτη εμφάνισή της στη λογοτεχνική σκηνή, με το ημερολογιακό κείμενο Φύλλα Κατοχής, ήλθε πολύ αργότερα, το 1965.
Η Ιωάννα Τσάτσου συνέγραψε λογοτεχνικά και ταξιδιωτικά κείμενα, καθώς και ιστορικές μονογραφίες. Η πρώτη ποιητική συλλογή της, τα Λόγια της σιωπής, δημοσιεύτηκε το 1968.
Το 1973 εξέδωσε το βιογραφικό αφήγημα «Ο αδελφός μου Γιώργος Σεφέρης», με το οποίο κέρδισε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορηματικής Βιογραφίας το 1974.
Έργα της Ιωάννας Τσάτσου μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες, ενώ η ίδια τιμήθηκε κατ’ επανάληψιν με ελληνικά και διεθνή βραβεία (μεταξύ αυτών, με το Χρυσό Μετάλλιο της Γαλλικής Ακαδημίας, το 1976).
Με βάση τα θέματα που πραγματεύεται και τα εκφραστικά μέσα που μετέρχεται, η Ιωάννα Τσάτσου συγκαταλέγεται στους λογοτέχνες της Α’ Μεταπολεμικής Γενιάς.
Κύριοι θεματικοί άξονες του ποιητικού έργου της είναι ο θάνατος, το πέρασμα του χρόνου, η φθορά της ομορφιάς, η αγάπη και ο έρωτας, το νόημα της ύπαρξης, η αποξένωση, η απουσία, η μεταφυσική αναζήτηση, το αίσθημα του φευγαλέου, η θρησκευτικότητα.