Τετάρτη 30 Απριλίου 2025
weather-icon 21o
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος: Η αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής ιστορίας

Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος: Η αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής ιστορίας

Αρχαιότητα - Βυζάντιο - Νέος Ελληνισμός

Ο άγγλος ιστορικός G. P. Gooch (σ.σ. George Peabody Gooch, 1873-1968), στην επισκόπηση της ευρωπαϊκής ιστοριογραφίας του δεκάτου ενάτου αιώνα, μνημονεύει στην τελευταία παράγραφο του κεφαλαίου το οποίο επιγράφει «Ελάσσονες χώρες» την «εθνική ιστορία» του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Οι παρατηρήσεις του Gooch αναδεικνύουν στη συγκριτική οπτική της ιδεολογικής λειτουργίας της ευρωπαϊκής ιστοριογραφίας του δεκάτου ενάτου αιώνα τις ιστορικές ανάγκες τις οποίες ήλθε να πληρώσει το έργο του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Το ενδιαφέρον των διαπιστώσεών του έγκειται στο ότι μας αποκαλύπτουν ότι η ανάγκη της ιστορικής γνώσης ως περιγράμματος για τη διαμόρφωση του εθνικού αυτοπροσδιορισμού δεν υπήρξε ιδιάζον χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας. Αν και στη χώρα μας η ανάγκη αυτή υπήρξε ίσως καθοριστικότερη από ό,τι σε άλλες, παλαιότερα συγκροτημένες, κοινωνίες, εξέφραζε εν τούτοις τις γενικότερες πολιτισμικές απαιτήσεις μιας ρομαντικής εποχής. Ποια ήταν ακριβώς αυτά τα αιτήματα στην περίπτωση της Ελλάδας και πώς ανταποκρίθηκε σε αυτά το έργο του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου μάς απεκάλυψε η συνθετική μονογραφία την οποία αφιέρωσε στον εθνικό ιστοριογράφο ο Κ. Θ. Δημαράς. Αίτημα ήταν η διαμόρφωση της ιδεολογίας του νεότερου ελληνισμού σε ένα δέσιμο οργανικό και συγκινησιακά λειτουργικό, ώστε να δημιουργηθεί το αναγκαίο διανοητικό υπόβαθρο για την πολιτική της εθνικής ενότητας που ακολουθούσε το ελληνικό κράτος, όχι μόνο εξωτερικά αλλά και εσωτερικά.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 27.10.1991, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η υποδοχή της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους από την ελληνική κοινωνία και η «εμπιστοσύνη του εθνικού συλλογικού σώματος προς το έργο» (δανείζομαι εδώ την έκφραση από τον Κ. Θ. Δημαρά), που διερμηνεύθηκε έμπρακτα από τους επίσημους φορείς, μαρτυρούν ότι το όλο εγχείρημα, ως σύλληψη, ως εκτέλεση και ως ιδεολογική θέση, ανταποκρινόταν σε αισθητές ανάγκες της εποχής και του κοινωνικού περιβάλλοντος. Θυμίζω απλώς όσα στοιχεία σχετικά με την υποδοχή και την αποδοχή της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους από την επίσημη Ελλάδα παρά τις όποιες επικρίσεις και διαφωνίες των λογίων έχει καταγράψει ο Κ. Θ. Δημαράς στο βιβλίο του: εκτός από την καλή υποδοχή του κοινού, που φαίνεται από τις πολλαπλές ανατυπώσεις των τόμων αμέσως μετά την πρώτη κυκλοφορία τους, η κρατική ενίσχυση εκδηλώθηκε σε πλείστα επίπεδα σύσταση προς τις νομαρχίες και τους δήμους το 1861 για αγορά και διάδοση του έργου «όσον οίον τε πληρέστερον», οι δήμοι παροτρύνονται να αγοράσουν αντίτυπα τα οποία να διατίθενται προς βράβευση των «εις προκοπήν και μάθησιν διακρινομένων μαθητών». Στον κρατικό προϋπολογισμό το 1872 και το 1877 εγγράφονται κονδύλια για άμεση ενίσχυση του έργου του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Το Πανεπιστήμιο ενισχύει ποικιλότροπα το έργο του καθηγητή της ιστορίας του ελληνικού έθνους. Αλλά και κατ’ εξοχήν εκφραστές της εθνικής ιδεολογίας στον ευρύτερο κοινωνικό και παιδευσιακό χώρο, ο Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων και οι ευεργέτες της Διασποράς, έρχονται αρωγοί της έκδοσης της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους.

Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να λεχθούν πολύ περισσότερα για να θεμελιωθεί η άποψη ότι η έκδοση της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους υιοθετήθηκε από την πολιτεία ως το κατ’ εξοχήν ιδεολογικό στοιχείο του προγράμματος οικοδόμησης της εθνικής κοινότητας. Το πρόγραμμα αυτό, υπαγορευμένο από επιτακτικές ανάγκες του νεοπαγούς κράτους που αναδύθηκε από την επανάσταση, είχε εκφραστεί μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος, των κρατικών μηχανισμών ελέγχου πάνω στην ατίθαση παραδοσιακή κοινωνία (δικαιοσύνη, στρατολογία, διοικητικός συγκεντρωτισμός), τη δημιουργία της εθνικής εκκλησίας, το πανεπιστήμιο, την επιβολή ενός ενιαίου γλωσσικού οργάνου. Αυτά τα μέτρα της εθνικής ενοποίησης απέκτησαν το ιδεολογικό τους υπόβαθρο με την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, η οποία συνέτεινε στην αρτίωση (σ.σ. τελείωση, τελειοποίηση) της ιδέας μιας ενιαίας εθνικής κοινότητας που εκτεινόταν εντός και εκτός του κράτους. Έτσι είναι, νομίζω, επιτρεπτός ο ισχυρισμός ότι η έκδοση της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους στις δεκαετίες του 1860 και του 1870, ακριβώς μετά τα μέσα του αιώνα, με άμεσο ιστορικό προηγούμενο όσα συντελέστηκαν κατά τη δεκαετία του 1850 και ακριβώς πριν από τις εθνικές εξορμήσεις του τέλους του αιώνα και της αυγής του νέου, ολοκλήρωσε μια ταλάντωση της ελληνικής συνείδησης προς νέες κρυσταλλώσεις, διαφορετικές από εκείνες της ιστοριογραφίας του Διαφωτισμού. Το αίτημα της καλλιέργειας εθνικής συνείδησης, που να συνέχει σε μια ενιαία εθνική κοινότητα τόσο τα κοινωνικά στοιχεία και τις περιοχές που συναπάρτισαν το ανεξάρτητο κράτος όσο και τον εκτός του κράτους πληθυσμό της Νότιας Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας που μιλούσε ελληνικά, επέβαλε ως πρωταρχικό ζητούμενο προς ιστοριογραφική θεμελίωση την ενότητα: ενότητα στον χώρο, ενότητα στον χρόνο, ενότητα στην εθνική ιδεολογία.


Όποιος διαβάζει τα διαγράμματα των περιεχομένων της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους θα τα βρει πράγματι τόσο οικεία, ώστε θα συνειδητοποιήσει αμέσως πόσο βαθιά αγκυροβολημένη εξακολουθεί να παραμένει η ιστορική μας σκέψη στη θεωρία του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Στις λιγοστές γραμμές αυτών των διαγραμμάτων συμπυκνώνεται το σώμα, η περιοδολόγηση, η γενικότερη σύλληψη της ελληνικής ιστορίας που μάθαμε στα σχολεία. Το τρίσημο σχήμα της ελληνικής ιστορίας, Αρχαιότητα – Βυζάντιο – Νέος Ελληνισμός, ως μια αδιάσπαστη συνέχεια, που καθιέρωσε ο Παπαρρηγόπουλος, παραμένει ζωντανό βίωμα στη συνείδησή μας. Βέβαια, η ευστάθεια της ιδεολογίας, η αποδοχή της ως αυτονόητης και η αναχρονιστική προβολή της στο παρελθόν μάς κάνουν να ξεχνούμε ότι το τρίσημο σχήμα και τα ιδεολογικά του παρεπόμενα, για παράδειγμα τα «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη», αποτελούν σχετικά πρόσφατη ιδεολογική κατασκευή. Επιπλέον, η καθολική επιβολή του θεωρήματος είχε και μια άλλη συνέπεια: η θεωρία ευτελίστηκε από τη ρητορική χρήση και συχνά καταρρακώθηκε από την καπηλεία την οποία έχει υποστεί από τους κατά καιρούς θιασώτες της.

Θα ήταν βέβαια κωμικό οι ρητορικές καταχρήσεις που συχνά εξυπηρέτησαν συγκυριακές πολιτικές σκοπιμότητες να καταλογιστούν στον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο ή η καπηλεία των «ελληνοχριστιανικών ιδεωδών» να επιβαρύνει τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο, που πρώτος διετύπωσε τον όρο, όπως εξίσου κωμική υπήρξε στο παρελθόν η καταγγελία του Αδαμαντίου Κοραή από την «προοδευτική» διανόηση για τις υπερβολές της καθαρεύουσας. Ο ευτελισμός και οι καταχρήσεις του ιδεολογικού σχήματος που επεξεργάστηκαν οι ρομαντικοί ιστοριογράφοι του δεκάτου ενάτου αιώνα σε τίποτα δεν μειώνουν τη σημασία της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους ως μνημείου του ελληνικού λόγου. Η ιστορικότητα του έργου δεν μειώνει, αλλά υπογραμμίζει τη σημασία του ως ενός από τα λίγα πράγματι μνημειώδη συνθετικά επιτεύγματα του νεοελληνικού πνευματικού βίου. Στοιχείο της ιστορικότητας του έργου είναι και η κριτική ματιά του ιστοριογράφου επάνω στην κοινωνία και τα πολιτικά ήθη της εποχής του.


Για να υπογραμμίσω τη σημασία του ιστοριογραφικού επιτεύγματος του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, θα περιοριστώ σε μια συγκριτική παρατήρηση. Η σύγκριση άλλωστε στην Ιστορία είναι η καλύτερη μέθοδος αποτίμησης και κατανόησης. Οι άλλοι βαλκανικοί λαοί, που αντιμετώπισαν προβλήματα αντίστοιχα με εκείνα του Ελληνισμού στη σύμπηξη των εθνικών τους κοινοτήτων και στην καλλιέργεια της συλλογικής τους ταυτότητας, δεν μπόρεσαν παρά πολύ αργότερα, ή καθόλου, να παράγουν συνθετικά έργα εθνικής ιστορίας συγκρίσιμα ως προς την εμβέλεια και τη μνημειακότητά τους με το έργο του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Το μόνο παράδειγμα που μπορώ να παραθέσω είναι εκείνο της Ιστορίας των Ρουμάνων του Νικολάε Γιόργκα, ο οποίος είχε ως πρότυπο το επίτευγμα του Παπαρρηγόπουλου, αλλά παρήγαγε το δικό του πολύτομο συνθετικό έργο περισσότερο από μισό αιώνα μετά την ολοκλήρωση του ελληνικού του υποδείγματος και χωρίς την κριτική διάσταση η οποία συχνά διακρίνει την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους.

*Κείμενο του ακαδημαϊκού Πασχάλη Κιτρομηλίδη, που έφερε τον τίτλο «Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος και η ιστορική συνείδηση του Ελληνισμού» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 27 Οκτωβρίου 1991. Το εν λόγω κείμενο ήταν βασισμένο σε ομιλία που είχε εκφωνήσει ο (γεννημένος στη Λευκωσία το 1949) Κιτρομηλίδης σε επετειακή εκδήλωση για τα εκατό χρόνια από το θάνατο του Παπαρρηγόπουλου (την είχε διοργανώσει το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 14 Οκτωβρίου 1991).

Ο Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, νυν ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του ΕΚΠΑ, έχει να επιδείξει, πέραν της εξαίρετης πανεπιστημιακής διδασκαλίας του, ένα ιδιαίτερα αξιόλογο συγγραφικό έργο, ελληνικό και ξενόγλωσσο.


Ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης

Ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος απεβίωσε στην Αθήνα στις 14 Απριλίου 1891, σε ηλικία 76 ετών.

Ο Παπαρρηγόπουλος, που θεωρείται η σημαντικότερη μορφή της νεοελληνικής ιστοριογραφίας, υπήρξε εκείνος που θεμελίωσε αφενός την ιστορία ως επιστήμη στη νεότερη Ελλάδα και αφετέρου την ενότητα του ελληνισμού μέσα στο χρόνο.

Η κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου προέρχεται από τις ψηφιοποιημένες συλλογές του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου/ΕΛΙΑ (δημιουργός: Π. Μωραΐτης, πηγή: οικογένεια Ευκλείδη).

Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

in.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθύντρια Σύνταξης: Αργυρώ Τσατσούλη

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ALTER EGO MEDIA A.E.

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 800745939, ΔΟΥ: ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: in@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

ΜΗΤ Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ.232442

Τετάρτη 30 Απριλίου 2025
Απόρρητο