
Περικλής Κοροβέσης: Η εκδίκηση διά της αυτοτιμωρίας
Με τίμιο βλέμμα
Ένα μήνυμα άκρας απελπισίας έρχεται από έναν άνθρωπο που μαρτύρησε (και με τις δύο της έννοιες η λέξη μάρτυρας, βασανιζόμενος και καταθέτων ενώπιον της ιστορίας) για το δικαίωμα στην ανθρωπιά. Αναφέρομαι στον σεμνό Περικλή Κοροβέση, που γνωρίζω ότι οι χαρακτηρισμοί μου ήδη αυτοί θα τον κάνουν να νιώθει άβολα. Γιατί αφού κατέθεσε την αιματηρή του εμπειρία στους συνταρακτικούς «Ανθρωποφύλακες», γύρισε την πλάτη του σ’ όλους όσοι, μετά τη μεταπολίτευση, είτε καρπώθηκαν το αίμα των άλλων είτε επαργύρωσαν τις πληγές τους.
Ο Κοροβέσης ακολούθησε μια υπόγεια, αθόρυβη, επώδυνη διαδρομή που μετέφερε τις αγωνίες του στη γλώσσα, στην έκφραση και στο ήθος· όχι, δεν έγινε ούτε επαγγελματίας γραφιάς ούτε διανοούμενος. Με πάθος έσκυψε πάνω στο μέγα πρόβλημα της ψυχής, δηλαδή της ζωής και πώς αυτή βιώνεται.
Δεν θεωρώ τυχαίο το γεγονός πως ο Κοροβέσης κάποια στιγμή στράφηκε προς το παιδικό παραμύθι. Δεν ήταν ούτε φυγή ούτε υπεκφυγή· ήταν επιστροφή για τον ίδιον στις πηγές του λόγου και στις ρίζες της μνήμης· απόπειρα να καταλάβει τον κόσμο από την αρχή και από τις αρχές του.

«ΤΑ ΝΕΑ», 30.3.1987, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Τώρα μας πυροβολεί με το τίμιο βλέμμα του από τη σκηνή του θεάτρου. Η «Θεατρική Σκηνή» του Αντώνη Αντωνίου (σ.σ. του γνωστού ηθοποιού και σκηνοθέτη) μας αποκαλύπτει τη θεατρική ματιά του Κοροβέση. Ο Κοροβέσης υπήρξε ηθοποιός· μετά τη μεταπολίτευση δεν ξαναπάτησε, αν δεν κάνω λάθος, το σανίδι. Ήταν επιλογή, όχι συγκυρία, νομίζω. Τώρα αυτή η επιλογή τον οδηγεί να καταγράψει τα αίτια που ώθησαν μερικούς συνανθρώπους μας να διαλέξουν ελεύθερα την αποχή και την αποτυχία. Το «Τάνγκο Μπαρ» του Π. Κοροβέση είναι οι νύχτες στην αθηναϊκή κόλαση.
Ο Κοροβέσης δεν ανακαλύπτει βέβαια καμιά νέα γραφή. Ακολουθεί τη δόκιμη φόρμα του μονόπρακτου και το δυαδικό σύστημα γραφής. Οι περισσότεροι σύγχρονοι συγγραφείς και εμμόνως οι Έλληνες γράφουν θέατρο για δύο πρόσωπα· και όταν είναι πολλά, στη διανομή διαλέγονται ανά δύο.
Ο Κοροβέσης δραματουργικά παραπέμπει στο γνωστό μας νεορεαλισμό με τη φωτογραφική και φωνογραφική του καταγραφή· στις πιντερικές σχέσεις και στη δραματουργία του Άλμπι. Ιδεολογικά διαβλέπω επιρροές από τον Ζενέ και τα σχήματα του Σαρτρ για τον Ζενέ.
Πράγματι, ο Κοροβέσης μάς μιλά για την πλήρη αποτυχία. Οι δύο αντι-ήρωές του, ένας αποτυχημένος συγγραφέας κι ένας μπάρμαν – πρώην ηθοποιός, αλκοολικοί, ανέστιοι, αδιέξοδοι, έχουν φτάσει στο μηδέν, στον τοίχο, εκεί όπου απουσιάζει ακόμη και η ελπίδα. Ζουν με φαντασιώσεις, με συμφωνημένα ψέματα, βυθίζονται συνειδητά στην καταστροφή, δημιουργούν ο ένας την κόλαση στον άλλον, απογυμνώνονται αδίστακτα και χαίρονται την αποτυχία τους.

Εδώ θέλω να μείνω. Γιατί αυτά τα δύο πρόσωπα έχουν παρελθόν, έχουν έργο, έχουν ταλέντο· δεν είναι άνθρωποι που απέτυχαν γιατί έβαλαν ψηλούς στόχους, γιατί εξαπατήθηκαν. Αντίθετα· η παραίτησή τους από την επιτυχία είναι συνειδητή επιλογή· είναι η εκδίκησή τους που φτάνει σε αυτοκολασμό. Εκδικούνται την εικόνα που οι άλλοι τους επέβαλαν. Εκδικούνται αυτοτιμωρούμενοι τον κόσμο της επιτυχίας, της συναλλαγής, της έπαρσης και της αλαζονείας.
Καταστρέφοντας τον εαυτό τους, καταστρέφουν αυτό που οι άλλοι θέλησαν να τους επιβάλουν.
Είπα στην αρχή πως το μήνυμα είναι αφόρητο. Ο Κοροβέσης δεν κρίνει αυτούς τους ανθρώπους, δεν τους σαρκάζει· τους κατανοεί και τους δέχεται. Φαίνεται να πιστεύει πως καμιά αξία σήμερα, από αυτές που κυκλοφορούν στην αγορά του πνεύματος και της πολιτικής, δεν αξίζει να την έχεις και να την υπερασπίζεσαι.
Προσωπικά διαφωνώ ριζικά· αλλά όταν η διαπίστωση, η τοποθέτηση έρχεται από ανθρώπους σαν τον Κοροβέση, που μέτρησαν αυτές τις αξίες πάνω στο κορμί τους, τρέμω και ανησυχώ. Όταν τέτοιοι άνθρωποι πείθουν πως άδικα σχεδόν μαρτύρησαν, απελπίζομαι και διασκέπτομαι.
Ο Κοροβέσης και στο έργο του βέβαια το θεατρικό βρίσκει παρηγοριά στην επιστροφή· στην παιδικότητα. Πιστεύω όμως πως η λύση αυτή είναι ένας υπέρτατος σαρκασμός, το μαύρο χιούμορ του Κοροβέση, αν δεν είναι αφελής ρομαντισμός.

Εν πάση περιπτώσει ο Κοροβέσης καταθέτει άλλη μια φορά τη μαρτυρία του. Και είναι εξίσου συνταρακτική με τους «Ανθρωποφύλακες». Είναι μια πράξη υπεύθυνη και τίμια. Ελεύθερος τολμά· αυτό είναι η Αρετή του.
Όταν το μήνυμα είναι τόσο ωμό, δεν θα καθίσω τώρα να γκρινιάξω, αν η γραφή μπορούσε να είναι λίγο πυκνότερη και τα γραφικά στοιχεία λιγότερα. Οι πράξεις ζωής (και τέτοιο είναι το «Τάνγκο Μπαρ») δεν έχουν ύφος· έχουν ήθος. Μέσα στο κιτς (εμπροθέτως) σκηνικό του Λεκκού, ο ίδιος ο Αντωνίου, που σκηνοθέτησε το έργο, και ο Τζουμάκης (σ.σ. ο ηθοποιός Δημήτρης Τζουμάκης) έστησαν δύο πρόσωπα έξοχα. Γεμάτα ανοχή, αγάπη, απελπισία, έρωτα θανάτου και ταυτόχρονα κατάφαση ενός λαθραίου ζην.
Στη γνωστή θεματική τού έως τώρα θεάτρου μας, ο Κοροβέσης άνοιξε ένα σκοτεινό λαγούμι. Αν βγάζει στο απόλυτο σκότος ή στο φως, ένας Θεός το ξέρει.
*Κριτικό άρθρο του αειμνήστου Κώστα Γεωργουσόπουλου, που έφερε τον τίτλο «Η ηδονή της αποτυχίας» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» τη Δευτέρα 30 Μαρτίου 1987.
Ο συγγραφέας και διανοούμενος (σ.σ. με όλον τον οφειλόμενο σεβασμό στη μνήμη και στην ανωτέρω εκφρασθείσα άποψη του Γεωργουσόπουλου, θα επιμείνουμε στον τελευταίο χαρακτηρισμό) Περικλής Κοροβέσης έφυγε από τη ζωή στις 11 Απριλίου 2020, σε ηλικία 79 ετών.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις