
«Δεξαμενή υπόπτων» για παιδιά
Τι ακριβώς σημαίνει το τυχαίο και αδιάκριτο φακέλωμα 128 ανηλίκων από την Αστυνομία στη Θεσσαλονίκη;
Είναι ακόμα φρέσκος ο οδηγός του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την πρόληψη της παράνομης κατάρτισης προφίλ· μόλις το 2018 εκδόθηκε και η ελληνική του μετάφραση ακολούθησε ακόμα πιο μετά, το 2021. Η κυκλοφορία του ίσως να μαρτυρά μία διογκούμενη και μάλλον δικαιολογημένη ανησυχία για τις πρακτικές που ακολουθούν οι αρχές ανά την Ευρώπη στη διαχείριση των συνόρων και την καθημερινή αστυνόμευση, ιδίως όσον αφορά τις εθνοτικές διακρίσεις στη συλλογή στοιχείων.
Σε κάθε περίπτωση, το συγκεκριμένο πολυσέλιδο πόνημα αποτελεί την κατ’ εξοχήν συμπύκνωση και ερμηνεία των σχετικών νομικών δικλείδων της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στην κατάχρηση του profiling, δηλαδή τη συλλογή βασικών δεδομένων για πρόσωπα και την κατάταξή τους σε κατηγορίες για χρήση από τις υπηρεσίες του νόμου. Ήδη από την περιγραφή του, δεν θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη σε κανέναν που ο οδηγός δεν έχει παρά μόνο κάποιες ελάχιστες σελίδες από τις 170 περίπου που τον αποτελούν στις οποίες να μην προειδοποιεί για τους κινδύνους καταπάτησης θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων από αυτή την πρακτική.
Έχει όμως ειδικό ενδιαφέρον να διαβάσουμε σε αντιπαραβολή με τον πολυσέλιδο οδηγό, τη λιτή ανακοίνωση με την οποία η Ελληνική Αστυνομία ανακοίνωσε τη διενέργεια «ειδικής επιχειρησιακής δράσης για την πρόληψη της παραβατικότητας των ανηλίκων, η οποία υλοποιήθηκε απογευματινές και βραδινές ώρες χθες (30-03-2025), στην Πλατεία Αριστοτέλους» στη Θεσσαλονίκη.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, ελέγχθηκαν και καταγράφηκαν τα στοιχεία 128 ανηλίκων με σκοπό τη «συλλογή στοιχείων και χαρτογράφηση της κίνησης ανηλίκων που ενδεχομένως εμπλέκονται σε περιστατικά παραβατικότητας» τα οποία στοιχεία «θα αποτελέσουν αντικείμενο αξιολόγησης, αξιοποίησης και διερεύνησης για το σχεδιασμό στοχευμένων δράσεων σε περιοχές όπου διαπιστώνεται συσσώρευση περιστατικών ανήλικης παραβατικότητας».
Δεν χρειάζεται να σταθούμε ιδιαίτερα στο εντυπωσιοθηρικό της υπόθεσης: γνωρίζουμε πολύ καλά ότι τα τελευταία χρόνια, τόσο η κυβέρνηση, όσο και η Αστυνομία έχουν κηρύξει έναν ανεπίσημο πόλεμο στις νεότερες ηλικίες, πιθανώς στην αρχή ως αντίποινα στην αποδοκιμασία που υπέστησαν από αυτές ιδίως την περίοδο της πανδημίας, ύστερα ως κλασικό και διαχρονικό τρικ της δεξιάς ατζέντας. Κι όσο κι αν πυκνώνει η περιπτωσιολογία για τη μία ή άλλη υπόθεση «ανήλικης παραβατικότητας», ακόμα δεν έχουμε δει κάποιο έγκυρο στοιχείο ότι αυτή πράγματι σημειώνει αυξητικές τάσεις – και σίγουρα κανένα επιχείρημα της προκοπής που να εξηγεί γιατί μπορεί να συμβαίνει αυτό.
Ωστόσο, πέρα από το συμβολικό, υπάρχει και το πρακτικό που παράγει ακόμα πιο ισχυρά αποτελέσματα. Γιατί αυτό που συνέβη χθες είναι μια μαζική εξακρίβωση στοιχείων που δεν αντιστοιχούσε σε καμία συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη που έχει τελεστεί, αλλά προσπαθούσε -και αναπόφευκτα θα κατέληγε- να χαρτογραφήσει αδιακρίτως τα παιδιά που βρίσκονται εκεί ως δυνητικούς υπόπτους για μελλοντικά αδικήματα με μόνα επιβαρυντικά στοιχεία την ηλικία τους και το γεγονός ότι κάθονται μια Κυριακή απόγευμα στην πιο πολυσύχναστη πλατεία της Θεσσαλονίκης.
Αν δυσκολεύεται να καταλάβει κανείς τι συνεπάγεται αυτό, θα άξιζε να δει τις «δεξαμενές υπόπτων» που καταρτίζει η ΕΛΑΣ εδώ και μία τριακονταετία για τον αντιεξουσιαστικό χώρο. Με όχημα τις προληπτικές προσαγωγές και τις εξακριβώσεις στοιχείων -σαν αυτή που έγινε και στην Αριστοτέλους χθες- διατηρεί ένα αρχείο υπόπτων το οποίο χτίζεται σε έωλες βάσεις, φτάνει να συμπεριλαμβάνει συγγενείς και φίλους και έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον στη σχεδόν τυχαία αντιστοίχιση προσώπων σε αδικήματα, όπως αποδεικνύουν και οι τρανταχτές και απανωτές υποθέσεις σκευωρίας και ενίοτε κακοδικίας που έχουν συνδεθεί διαχρονικά με τον αντιεξουσιαστικό χώρο.
Στην πιο συστηματική έρευνα που έχει γίνει για τις δεξαμενές υπόπτων της ΕΛΑΣ προ ετών στο περιοδικό UNFOLLOW, οι δημοσιογράφοι Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου και Αυγουστίνος Ζενάκος έγραφαν σχετικά με το αρχείο που τηρεί η ΕΛΑΣ για την κάθε τέτοια δεξαμενή:
«Σταδιακά μεταβάλλεται ο χαρακτήρας της τήρησης αυτού του «αρχείου», από μια «καταγραφή» σε μια «χαρτογράφηση». Η μεταβολή αυτή έχει σημασία διότι αντανακλά την αλλαγή της στόχευσης από την αποκάλυψη των «γνωστών-αγνώστων», η οποία αποτελεί την κυρίαρχη ατζέντα της δημόσιας τάξης τη δεκαετία του 1990, στην εξάρθρωση της «τρομοκρατίας» η οποία κυριαρχεί μετά το 2000.
Αυτή τη νέα στόχευση τη συνοδεύει μια ανορθόδοξη εφαρμογή τακτικών αστυνομικής αντιμετώπισης του οργανωμένου εγκλήματος, δηλαδή η χαρτογράφηση, πλέον, συγγενικών και φιλικών σχέσεων — μόνο που εδώ το κριτήριο είναι αμιγώς πολιτικό: το «ανήκειν» στον αναρχικό/αντεξουσιαστικό χώρο. Έτσι, η «δεξαμενή» που έχει προκύψει βάσει των μαζικών προσαγωγών εκλεπτύνεται και διευρύνεται ως προς την περιγραφή των σχέσεων των προσαχθέντων με άλλους, είτε έχουν προσαχθεί είτε όχι. Αντικείμενο της αστυνομικής πρακτικής πλέον γίνεται ένα «δίκτυο» που όμως δεν είναι εγκληματικό –δεν διερευνάται η σχέση συγκεκριμένων υπόπτων με συγκεκριμένα αδικήματα– αλλά πολιτικό — διερευνάται η σχέση των υπόπτων μεταξύ τους ως προς την πολιτική τους συμπόρευση, από την οποία θα προκύψει συν τω χρόνω η ποινικοποίηση.» (UNFOLLOW, τ. 67, Ιούλιος 2017)
Ενδιαφέρον έχει, δε, ότι και για τον αντιεξουσιαστικό χώρο, η «δεξαμενή υπόπτων» γεννιέται με τη μαζική προσαγωγή περίπου 500 ατόμων το 1995, έκτοτε εμπλουτίζεται με αμφιλεγόμενους (στην πραγματικότητα τελείως αυθαίρετους) τρόπους και μέσω αυτής αντιστοιχίζονται κατά το δοκούν άνθρωποι σε αδικήματα.
Ο οδηγός του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως είπαμε μπορεί να δίνει έμφαση στις ρατσιστικές προκαταλήψεις στην κατάρτιση προφίλ (γιατί με αυτά τα προφίλ θα αντιστοιχηθεί η δεξαμενή υπόπτων που «χαρτογραφεί» τους ανήλικους), όμως οι ηλικιακές προκαταλήψεις εμφανίζονται κι αυτές συχνά στην αστυνόμευση. Εν προκειμένω, ηλικιακή προκατάληψη είναι αδιαμφισβήτητα η ίδια η «χαρτογράφηση» των ανηλίκων στη βάση του ότι είναι απλά ανήλικοι και βρίσκονται στον δημόσιο χώρο, χωρίς να τους συνδέει κάτι με τελεσμένα αδικήματα.
Σύμφωνα με τον οδηγό, η συλλογή και επεξεργασία δεδομένων μπορεί να είναι εν γένει παράνομη «εάν δεν παρέχονται ειδικές εγγυήσεις, συμπεριλαμβανομένης της ύπαρξης αντικειμενικής και βάσιμης αιτιολόγησης για την κατάρτιση προφίλ» – μια αιτολόγηση που μάταια θα αναζητήσουμε στην ανακοίνωση της ΕΛΑΣ.
Όπως τονίζει κατ’ επανάληψιν ο Οργανισμός μάλιστα, οι καταχρήσεις του profiling, δεν είναι κάτι που αντιβαίνει στη μία ή την άλλη πρόσκαιρη νομική διάταξη, αλλά σε πολύ πιο θεμελιακά κείμενα δικαιωμάτων, όπως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.
Για να το πούμε αλλιώς, αυτό που έκανε η ΕΛΑΣ χθες ήταν να δημιουργήσει ένα εργαλείο για την αυθαίρετη εμπλοκή των ελεγχθέντων ανηλίκων σε μελλοντικές ποινικές έρευνες για εγκλήματα που δεν έχουν καν συντελεστεί ακόμα. Κοινώς, να εμφανιστεί το όνομά τους ξανά και ξανά στο μέλλον σε μία λίστα ονομάτων που θα είναι οι πιθανοί ύποπτοι για αδικήματα τα οποία δεν ξέρουμε καν ποια και τι είναι.
Εδώ είναι που ταιριάζει η δημοφιλής στους δημοσιολογούντες της «ανήλικης παραβατικότητας» ρήση «μα καλά, γονείς δεν έχουν;» – όχι φυσικά για να «μαζέψουν τα παιδιά τους», αλλά για να τα βάλουν με το κράτος και τις αρχές που τόσο αυθαίρετα και ασύδοτα παραβιάζουν τις βασικότερες ελευθερίες τους.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις