Τα τεράστια συλλαλητήρια για τα Τέμπη δεν επανάφεραν απλώς το θέμα στο προσκήνιο, δείχνοντας πόσο αβάσιμη ήταν η πεποίθηση της κυβέρνησης ότι οι εκλογές του 2023 αποτέλεσαν για αυτήν ένα είδος απαλλακτικού βουλεύματος.
Έκαναν σαφές, ταυτόχρονα, ότι η κοινωνία απαιτεί να αποδοθεί πραγματικά δικαιοσύνη.
Δεν είμαι βέβαιος ότι αυτό έχει γίνει ακόμη κατανοητό σε κυβερνητικό επίπεδο.
Δεν μπορώ να ερμηνεύσω αλλιώς το γεγονός ότι εξακολουθούμε να βλέπουμε αποπροσανατολιστικές κυβερνητικές διαρροές του τύπου «το πόρισμα των ειδικών δείχνει ότι δεν είναι παραποιημένες οι συνομιλίες», παραβλέποντας ότι ουδέποτε τέθηκε θέμα για τις αυθεντικές συνομιλίες που περιλαμβάνονται στη δικογραφία. Αυτό που τέθηκε – και παραμένει αναπάντητο – είναι ποιος ήταν αυτός που επέλεξε αμέσως μετά την τραγωδία να «διαρρεύσει» ηχητικό που ήταν προϊόν μοντάζ για να ενισχύσει τη «γραμμή» ότι η τραγωδία οφείλεται «σε ανθρώπινο λάθος και μόνο».
Αντιθέτως, με μεγάλο βαθμό βεβαιότητας μπορεί να πει κανείς ότι ήδη από τη συνέντευξη του πρωθυπουργού γίνεται μια προσπάθεια να ανακτήσει η κυβέρνηση τον «έλεγχο του αφηγήματος».
Στο πλαίσιο αυτό, βλέπω να κόβονται οι εξοργιστικές προσπάθειες «αποδόμησης» ή ακόμη και συκοφάντησης των συγγενών των θυμάτων, που μέχρι πρότινος έδιναν τον τόνο, να διατυπώνονται και από κυβερνητικά χείλη ερωτήματα για το τι μετέφερε η εμπορική αμαξοστοιχία, οι εταιρείες που εμπλέκονται να μην είναι πια στο απυρόβλητο και βεβαίως να γίνεται αποδεκτό το ενδεχόμενο ακόμη και προανακριτικών επιτροπών για πολιτικά πρόσωπα που εμπλέκονται.
Η κυβερνητική αυτή μεταστροφή αποτυπώνει σαφή αλλαγή γραμμής.
Αντί για την αρχική τοποθέτηση που ουσιαστικά επικεντρώθηκε στο ανθρώπινο λάθος και εν συνέχεια τη μόνιμη επωδό «η υπόθεση είναι στα χέρια της δικαιοσύνης», πλέον αν δεν αποδίδονται ευθέως ευθύνες, τουλάχιστον δεν αθωώνονται εκ προοιμίου, όπως συνέβη αρχικά, εταιρείες και στελέχη ή ακόμη και πολιτικά πρόσωπα που εμπλέκονται.
Όμως, η στροφή αυτή φαντάζει πολύ περισσότερο ως προσπάθεια διαχείρισης του πολιτικού κόστους, ένα damage control, παρά ως ειλικρινής απόφαση για αυτό που λέμε «να φτάσει το μαχαίρι στο κόκκαλο».
Ή για να το πούμε διαφορετικά: ως αναζήτηση εξιλαστήριων θυμάτων και αποδιοπομπαίων τράγων, ώστε να κυλήσει λίγο αίμα στην αρένα μήπως και ικανοποιηθεί το «κοινό περί δικαίου αίσθημα».
Δεν υποτιμώ τη σημασία να βρεθούν αντιμέτωποι με τη δικαιοσύνη κρατικοί αξιωματούχοι, πολιτικά πρόσωπα και στελέχη των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, τόσο για την καθυστέρηση στη υλοποίηση απαραίτητων για την ασφάλεια έργων, όσο και για την απόπειρα «μπαζώματος» των στοιχείων.
Όμως, αυτό που αναζητά η κοινωνία δεν είναι απλώς κάποια εξιλαστήρια θύματα.
Η κοινωνία αναζητά μια πραγματική ανάληψη της πολιτικής ευθύνης και τιμωρία των ενόχων και για τις καθυστερήσεις στα αναγκαία έργα, που επέτρεψαν το ανθρώπινο λάθος να γίνει μια χωρίς προηγούμενο τραγωδία, και για μια πολυεπίπεδη επιχείρηση συγκάλυψης και χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Ζητά χειροπιαστές αποδείξεις ότι όντως υπάρχει και λειτουργεί το κράτος δικαίου, εγγυώμενο ότι δεν πρόκειται να επαναληφθεί ανάλογη τραγωδία.
Και το περιμένει στο κορυφαίο επίπεδο: πρώτα από όλα από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, που ήδη έχει υποστεί σημαντικό πλήγμα γιατί εκ θέσεως το να δηλώνει «παραπλανημένος», και δη για δύο σχεδόν χρόνια, όχι απλώς δεν εξασφαλίζει συγχωροχάρτι, αλλά είναι εξόχως προβληματικό και άκρως επικίνδυνο.
Διαφορετικά, η κοινωνία -που όπως αποδείχθηκε έχει πολύ γερή μνήμη, η οποία δεν ασθενεί όταν προτάσσονται άλλα προβλήματα και έκτακτα γεγονότα ακόμη και αν αυτό γίνεται με εξαιρετικά άρτιο επικοινωνιακά τρόπο- θα παραμείνει – δικαιολογημένα – οργισμένη.