in.gr > Οικονομία > Φορολογία > «Το νέο τοπίο στις συμβάσεις εργασίας και τους όρους απασχόλησης των εργαζομένων»Β’ Μέρος – Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας
Ο καθορισμός των αποδοχών που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι γίνεται με την σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας (Σ.Σ.Ε.) μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών. Αν αυτό δεν είναι εφικτό, λόγω διαφωνίας εργοδοτών και μισθωτών, γίνεται με διαιτητική απόφαση (Δ.Α.).
Ο Ν. 1876/1990, όπως ισχύει σήμερα με τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 3899/2011, ρυθμίζει όλες τις λεπτομέρειες σχετικά τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας.
Σύμφωνα λοιπόν με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 3 του Ν. 1876/1990, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας διακρίνονται σε:
α. Εθνικές γενικές, που αφορούν τους εργαζόμενους όλης της χώρας.
β. Κλαδικές, που αφορούν τους εργαζόμενους περισσότερων ομοειδών ή συναφών εκμεταλλεύσεων ή επιχειρήσεων ορισμένης πόλης ή περιφέρειας ή και όλης της χώρας.
γ. Επιχειρησιακές, που αφορούν τους εργαζόμενους μιας εκμετάλλευσης ή επιχείρησης.
δ. Εθνικές ομοιοεπαγγελματικές, που αφορούν τους εργαζόμενους ορισμένου επαγγέλματος και των συναφών ειδικοτήτων όλης της χώρας.
ε. Σε τοπικές ομοιοεπαγγελματικές, που αφορούν τους εργαζόμενους ορισμένου επαγγέλματος ή και των συναφών ειδικοτήτων συγκεκριμένης πόλης ή περιφέρειας.
Με επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, οι αποδοχές και οι συνθήκες εργασίας είναι δυνατόν να αποκλίνουν από αυτές της αντίστοιχης κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας και όχι πάντως κατώτερα από το επίπεδο της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας.
Με την ειδική επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας δύνανται να ρυθμίζονται ο αριθμός των θέσεων εργασίας, όροι και προϋποθέσεις μερικής απασχόλησης, εκ περιτροπής εργασίας και διαθεσιμότητας, καθώς και κάθε άλλος όρος εφαρμογής της, περιλαμβανομένης της διάρκειάς τους.
Τονίζεται ότι, οι κλαδικές, επιχειρησιακές και εθνικές ή τοπικές ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις δεν επιτρέπεται να περιέχουν όρους εργασίας δυσμενέστερους για τους εργαζόμενους από τους όρους εργασίας των εθνικών γενικών συλλογικών συμβάσεων.
Η διαφορά μεταξύ ομοιοεπαγγελµατικής και κλαδικής Σ.Σ.Ε. είναι ότι η ομοιοεπαγγελματική ρυθμίζει όρους εργασίας των εργαζομένων του ίδιου ή παρεμφερές επαγγέλματος ανεξάρτητα από το είδος της επιχείρησης που απασχολούνται, ενώ η κλαδική ρυθμίζει τους όρους εργασίας μισθωτών που απασχολούνται σε ορισμένου είδους επιχειρήσεις.
5. Ισχύς Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας
Ο χρόνος ισχύος των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 1876/1990.
Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας συνάπτονται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο. Κάθε συλλογική σύμβαση εργασίας, που προβλέπει διάρκεια ισχύος πέρα από ένα έτος, θεωρείται ότι έχει αόριστη διάρκεια. Η διάρκεια της ισχύος δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα έτος.
Η ισχύς της συλλογικής σύμβασης εργασίας αρχίζει από την ημέρα της κατάθεσής της στην αρμόδια υπηρεσία και λήγει με την πάροδο του χρόνου που συμφωνήθηκε ή με καταγγελία σύμφωνα με διατάξεις του νόμου αυτού.
Αρμόδια υπηρεσία είναι ή το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ανάλογα με τα είδη των Σ.Σ.Ε. ή των Δ.Α., ή η Τοπική Κοινωνική Επιθεώρηση Εργασίας. Οι Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α. καταχωρούνται στο βιβλίο Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και Διαιτητικών Αποφάσεων και θεωρημένα αντίγραφα παραλαμβάνουν οι κοινωνικοί εταίροι. (άρθρο 5 Ν.1876/1990)
Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να ορίσουν για τη συλλογική σύμβαση εργασίας αναδρομική ισχύ έως την ημέρα της λήξης ή της καταγγελίας της προηγούμενης συλλογικής σύμβασης εργασίας, από την οποία αρχίζει να υπολογίζεται η διάρκειά της και, σε περίπτωση που δεν υπάρχει προηγούμενη συλλογική σύμβαση εργασίας, από την έναρξη των διαπραγματεύσεων.
Οι κανονιστικοί όροι συλλογικής σύμβασης, που έληξε ή καταγγέλθηκε, εξακολουθούν να ισχύουν για ένα εξάμηνο και εφαρμόζονται και στους εργαζόμενους που προσλαμβάνονται στο διάστημα αυτό.
Μετά την πάροδο του εξαμήνου οι υφιστάμενοι όροι εργασίας εξακολουθούν να ισχύουν μέχρις ότου λυθεί ή τροποποιηθεί η ατομική σχέση εργασίας.
Οι κανονιστικοί όροι της συλλογικής σύμβασης εργασίας έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ.
• Οι εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας καθορίζουν, σύμφωνα με το άρθρο 8 του Ν. 1876/1990, τους ελάχιστους όρους εργασίας που ισχύουν για τους εργαζόμενους (ημεδαπούς ή αλλοδαπούς) όλης της χώρας.
Στους εργαζόμενους αυτούς περιλαμβάνονται και οι εργαζόμενοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (ορισμένου ή αορίστου χρόνου)που απασχολούνται στο Δημόσιο, τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
• Οι υπόλοιπες συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεσμεύουν τους εργαζόμενους και εργοδότες που είναι μέλη των συμβαλλόμενων συνδικαλιστικών οργανώσεων, τον εργοδότη που συνάπτει συλλογική σύμβαση εργασίας ατομικά και τους εργοδότες που συνάπτουν συλλογική σύμβαση εργασίας με κοινό εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο ή εκπροσώπους.
• Εφ΄ όσον ο εργοδότης δεσμεύεται από επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, οι κανονιστικοί όροι της ισχύουν υποχρεωτικά και στις εργασιακές σχέσεις όλων των εργαζομένων που απασχολούνται από τον εν λόγω εργοδότη.
6. Αρχή ευνοϊκότερης ρύθμισης
Οι όροι που περιλαμβάνουν οι ατομικές συμβάσεις εργασίας και αποκλίνουν από τους κανονιστικούς όρους συλλογικών συμβάσεων εργασίας είναι επικρατέστεροι εφ΄ όσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζόμενους.
Επίσης, οι όροι εργασίας συλλογικών συμβάσεων εργασίας, που είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους, υπερισχύουν των νόμων, εκτός αν πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια.
Συνεπώς, όταν ο καταβαλλόμενος μισθός του εργαζόμενου βάσει της ατομικής του σύμβασης είναι μεγαλύτερος από το σύνολο των προβλεπόμενων αποδοχών (άθροισμα βασικού μισθού και επιδομάτων) από την οικεία Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α., τότε δεν οφείλονται στο μισθωτό επιπλέον του καταβαλλόμενου μισθού και τα επιδόματα που προβλέπονται από τη Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α.. Δηλαδή, τα επιδόματα αυτά συμψηφίζονται στον υψηλότερο μισθό, εκτός αν έχει συμφωνηθεί με την ατομική σύμβαση ή προβλέπεται ρητών στη συλλογική σύμβαση ότι θα καταβάλλονται επιπλέον του συμφωνημένου ανώτερου μισθού.
Στην περίπτωση που οι όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας είναι δυσμενέστεροι των όρων που προβλέπονται στην οικεία Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α., τότε οι ατομικές συμβάσεις εργασίας θεωρούνται άκυρες, και αντί για αυτές εφαρμόζονται οι όροι της Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α..
Αντίθετα, στην περίπτωση που οι όροι της ατομικής σύμβασης είναι ευνοϊκότεροι για τον μισθωτό από αυτούς που ορίζει η Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α., τότε οι όροι της ατομικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι και ισχύουν αυτοί.
Σύμφωνα με την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης που ισχύει στο δίκαιο των συλλογικών συμβάσεων (άρθρο 10 Ν. 1876/1990), αν η σχέση εργασίας ρυθμίζεται από δύο ή και περισσότερες ΣΣΕ ή Δ.Α., ο εργοδότης υποχρεούται να εφαρμόσει την πιο ευνοϊκή για τον εργαζόμενο. Η σύγκριση γίνεται σε δύο ενότητες α) ενότητα αποδοχών και β) λοιπά θέματα.
Από την δικαστηριακή νομολογία έχει γίνει δεκτό ότι είναι δυνατή η κήρυξη ως γενικά υποχρεωτικής μια κλαδικής ή εθνικής ομοιοεπαγγελματικής συλλογικής σύμβασης.
Σημειώνεται ότι, όλοι οι εργοδότες, συμπεριλαμβανομένου και εκείνων που δεν ανήκουν στο σωματείο των εργοδοτών που συνάπτουν την ΣΣΕ, είναι υποχρεωμένοι να εφαρμόσουν την κλαδική ή εθνική ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση αν αυτή κηρυχθεί ως γενικά υποχρεωτική και μάλιστα αναδρομικά από την ημερομηνία κατάθεσής της.
Στην παρ. 2 του άρθρου 10 του Ν.1876/1990 αναφέρεται ρητά και καθοριστικά ότι «Κλαδική ή επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας υπερισχύει σε περίπτωση συρροής με ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση εργασίας».
Για την σωστή επιλογή της Σ.Σ.Ε. που εφαρμόζει ο εργοδότης λαμβάνεται υπόψη: 1) Σε ποία εργοδοτική συνδικαλιστική οργάνωση ανήκει ο εργοδότης,
2) ποιο είναι το κύριο αντικείμενο δραστηριότητας,
3) τι έχει συμφωνηθεί με την ατομική σύμβαση εργασίας του προσωπικού.