Η κατανάλωση ψαριών κατά την κύηση ωφελεί το έμβρυο
Λονδίνο: Τα παιδιά των οποίων οι μητέρες κατά τη διάρκεια της κύησης κατανάλωναν τακτικά ψάρια, αναπτύσσουν καλύτερες λεκτικές και επικοινωνιακές ικανότητες, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Epidemiology.
Λονδίνο: Τα παιδιά των οποίων οι μητέρες κατά τη διάρκεια της κύησης κατανάλωναν τακτικά ψάρια, αναπτύσσουν καλύτερες λεκτικές και επικοινωνιακές ικανότητες, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Epidemiology.
Ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνα με επικεφαλής τη Δρ Τζούλι Ντάνιελς μελέτησε τις διατροφικές συνήθειες περισσοτέρων από 7.400 μητέρων και καταμέτρησε τα επίπεδα υδραργύρου στον ομφάλιο λώρο.
Ο λόγος που προέβησαν στη μέτρηση ήταν μια πρόσφατη οδηγία που εξεδόθη από τις υγειονομικές αρχές των ΗΠΑ για την αποφυγή κατανάλωσης ψαριών από τις εγκύους λόγω πιθανής δηλητηρίασης του εμβρύου από τα υψηλά ποσοστά υδραργύρου.
Ωστόσο Βρετανοί επιστήμονες αμφισβητούν την παραπάνω οδηγία, συστήνοντας στις εγκύους να καταναλώνουν ψάρια κατά τη διάρκεια της κύησης, καθώς ο κίνδυνος είναι αμελητέος.
Η Δρ Ντάνιελς άντλησε στοιχεία από γυναίκες που είχαν λάβει μέρος στη μελέτη Children of the 90s του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ.
Από την επεξεργασία των δεδομένων διαπίστωσε ότι το 70% των γυναικών κατανάλωναν ψάρια τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα. Αυτό πρακτικά μεταφραζόταν σε καλύτερη ικανότητα των παιδιών να κατανοούν λέξεις.
Συγκεκριμένα, σε εξετάσεις που έγιναν σε νήπια 15 μηνών των οποίων οι μητέρες έτρωγαν ψάρι τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα διαπιστώθηκε ότι είχαν 7% καλύτερη απόδοση συγκριτικά με παιδιά των οποίων οι μητέρες δεν έτρωγαν ποτέ ψάρι.
Παρόμοια αποτελέσματα σημειώθηκαν και σε τεστ που αφορούσαν την κοινωνικοποίηση και την λεκτική ανάπτυξη.
Με δηλώσεις της στο BBC η Δρ Ντάνιελς επισημαίνει ότι «το ψάρι είναι πηγή πολύτιμων θρεπτικών συστατικών που κάνουν καλό κατά τη διάρκεια της κύησης, αλλά είναι και πηγή μολυσματικών παραγόντων όπως ο υδράργυρος.
Αυτό μας οδήγησε να εξετάσουμε περισσότερα από 1.2000 δείγματα ομφάλιων λώρων για την παρουσία του συγκεκριμένου στοιχείου. Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι τα ποσοστά ήταν εξαιρετικά χαμηλά στα βρέφη και δεν προέκυπτε σύνδεση με αναπτυξιακά προβλήματα».
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι οι ερευνητές συνεχίζουν τη μελέτη με στόχο τον καθορισμό μιας ασφαλούς ποσότητας εβδομαδιαίας κατανάλωσης σε περιοχές όπου τα ποσοστά υδραργύρου είναι ιδιαίτερα υψηλά.