Από την ηλικία των 12 ετών ξεκινούν τη χρήση ναρκωτικών τα Ελληνόπουλα
Αθήνα: «Διέξοδο» στα ναρκωτικά αναζητούν εκατοντάδες ελληνόπουλα ακόμη και από την ηλικία των 12 χρόνων, σύμφωνα με στοιχεία του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ), που δόθηκαν χθες στη δημοσιότητα.
Αθήνα: «Διέξοδο» στα ναρκωτικά αναζητούν εκατοντάδες ελληνόπουλα ακόμη και από την ηλικία των 12 χρόνων, σύμφωνα με στοιχεία του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ), που δόθηκαν χθες στη δημοσιότητα.
Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα της Ημερησίας της Πέμπτης, η «στροφή» στα ναρκωτικά, μάλιστα, συνδέεται με την ταυτόχρονη εγκατάλειψη του σχολείου, ενώ η συνήθης διαδρομή «περνάει» από την κάνναβη. Η μέση ηλικία έναρξης της χρήσης είναι τα 15,5 έτη, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις ξεκινάει και 3 χρόνια νωρίτερα. Περισσότεροι από 8 στους 10 χρήστες δηλώνουν την κάνναβη ως ουσία έναρξης της χρήσης.
Τρία χρόνια μετά την πρώτη επαφή με τις ουσίες, τα άτομα περνούν στην κύρια ουσία κατάχρησης, που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι η ηρωίνη.
Δέκα χρόνια μετά, τα άτομα αυτά θα απευθυνθούν για πρώτη φορά στις υπηρεσίες θεραπείας και ενώ έχουν στο ενεργητικό τους έξι χρόνια συστηματικής χρήσης ηρωίνης.
Τα παραπάνω στοιχεία παρουσίασαν, χθες, ο πρόεδρος του Δ.Σ. του ΚΕΘΕΑ Ν. Παρασκευόπουλος και ο διευθυντής του Κέντρου Χ. Πουλόπουλος.
Όπως είπαν, το 2003, το ΚΕΘΕΑ εξυπηρέτησε περισσότερα από 8.500 άτομα, χρήστες ουσιών και οικογένειες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, το 84% είναι άνδρες, στην πλειονότητα τους (79,8%) διαμένουν με την γονική τους οικογένεια και μόνο το 18,9% έχει σταθερή απασχόληση.
Οι έξι στους δέκα είναι απόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (33,2% απόφοιτοι γυμνασίου και 27,3% απόφοιτοι λυκείου), ενώ το 15,2% έχει ολοκληρώσει σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Η κύρια ουσία κατάχρησης είναι η ηρωίνη και τα οπιοειδή (ποσοστό 83,4%) και ακολουθούν η κάνναβη (10,9%), η κοκαΐνη-αμφεταμίνες (2,6%) και τα υπνωτικά -κατασταλτικά (2,2%).
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η ηρωίνη επικρατεί ως κύρια ουσία κατάχρησης και στον πληθυσμό των εφήβων και σημειώνει μεγαλύτερα ποσοστά στις έφηβες γυναίκες (62,9%), συγκριτικά με τους άνδρες της ίδιας ηλικίας (49,2%).