Το noir μυθιστόρημα, παρέμεινε για μεγάλο διάστημα ένα «λευκό» είδος. Οι ήρωες στα κλασικά μυθιστορήματα των Χάμετ, Τσάντλερ, Κέιν είναι κατά βάση λευκοί – αρκεί να σκεφτούμε τον Σαμ Σπέιντ και τον Φίλιπ Μάρλοου. Ακόμη και πολύ μεταγενέστεροι συγγραφείς με πολύ μεγαλύτερη επίγνωση των φυλετικών διακρίσεων και συγκρούσεων και της βαρύτητάς τους στη διαμόρφωση της αμερικανικής κοινωνίας, όπως ο Τζέιμς Έλροϊ θα δίνουν πάντα μεγαλύτερο βάρος σε λευκούς ήρωες. Βεβαίως, η πραγματική ιστορία είναι κάπως πιο σύνθετη, καθώς ήδη από το 1932 έχουμε το πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημα με ήρωες αποκλειστικά μαύρους, το “The Conjure Man Dies”, του Ρούντολφ Φίσερ.
Ωστόσο, όντως για αρκετό καιρό η πραγματικότητα του ρατσισμού ήταν περισσότερο ένα φόντο, παρά το κέντρο των κλασικών αστυνομικών μυθιστορημάτων (και κινηματογραφικών ταινιών), κάτι που κυρίως θα αρχίσει να αλλάζει από τη δεκαετία του 1960 μετά, όπου πληθαίνουν οι περιπτώσεις μαύρων πρωταγωνιστών, ακόμη και σε μυθιστορήματα λευκών συγγραφέων – αρκεί αν θυμηθούμε τον Άλεξ Κρος στα μυθιστορήματα του Τζέιμς Πάτερσον ή τον Ντέρεκ Στρέιντζ στα μυθιστορήματα του Τζορτζ Πελεκάνος.
Σε αυτή την κατεύθυνση βαδίζει και ο γεννημένος το 1974 Τόμας Μόλλεν στο μυθιστόρημα του Darktown, που κυκλοφόρησε το 2016 και είναι το πρώτο μέρος μιας νουάρ τριλογίας που διαδραματίζεται στον αμερικανικό Νότο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το οποίο μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση της Χίλντα Παπαδημοτρίου.
Το γεγονός ότι μεταξύ των πρωταγωνιστών είναι δύο από τους πρώτους οκτώ αφροαμερικανούς αστυνομικούς στην Αστυνομική Διεύθυνση της Ατλάντα στη Τζόρτζια, μια Πολιτεία του Νότου διαβόητη για τις ενεργές φυλετικές διακρίσεις σε εκείνη την περίοδο επιτρέπει στον Μόλλεν να βάλει τον ρατσισμό στον κέντρο της ιστορίας που αφηγείται: τόσο σε σχέση με το έγκλημα που απασχολεί τους ήρωες, τη δολοφονία μιας μαύρης κοπέλας που αρχικά κανείς δεν έχει μεγάλη διάθεση να την εξιχνιάσει και που βρίσκεται τελικά στο επίκεντρο μιας συνολικότερης υπόθεσης διαφθοράς, όσο και σε σχέση με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ίδιοι, από τις πιο πρακτικές και άμεσες έως τις πιο ουσιαστικές σε μια κοινωνία που δεν αντιμετωπίζει ούτε πλήρως ως πολίτες, ούτε πολύ περισσότερο ως πραγματικούς αστυνομικούς.
Στην πραγματικότητα όλο το μυθιστόρημα είναι μια διαρκής διαπραγμάτευση με τα εμπόδια, τους κινδύνους και τις τρικλοποδιές που βάζει στους ήρωες ο συνδυασμός ανάμεσα στον ρατσισμό, τη βαναυσότητα και τη βαθιά διαφθορά που αντιμετωπίζουν, όπως και η δυσκολία να έχουν μια εγγύηση για τα όρια όσων φαίνονται να διαφοροποιούνται από τη ρατσιστική πεπατημένη, όπως του λευκού αστυνομικού που επιλέγει να συνεργαστεί μαζί τους, σε αντίθεση με τους συναδέλφους του.
Το σημαντικό λογοτεχνικό επίτευγμα του Μόλλεν είναι καταφέρνει να γράψει ένα συναρπαστικό αστυνομικό μυθιστόρημα, με σαφή και κοφτή γραφή, και με όλα τα απαραίτητα στοιχεία που δίνουν στο καλό νουάρ μυθιστόρημα την ξεχωριστή του γοητεία, τους διάσπαρτους υπαινιγμούς, τις διαρκείς ταλαντεύσεις, τις αποχρώσεις του γκρίζου ως προς την ηθική ακεραιότητα, τις αναγκαίες εκρήξεις βίας και προφανώς τις διαρκείς αφηγηματικές ανατροπές, την ώρα που κατορθώνει να προσφέρει ένα ολόκληρο σχόλιο για το βάθος και την έκταση του ρατσισμού που είχε ακόμη ο ρατσισμός σε μια Αμερική που δεν είχε ακόμη αρχίσει να συγκλονίζεται από το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα.
Με αυτό τον τρόπο ξαναπιάνει ένα νήμα πολύ σαφές στη νουάρ παράδοση ήδη από τα χρόνια του Χάμετ και του Τσάντλερ, δηλαδή το συνδυασμό ανάμεσα στις τυπικές απαιτήσεις του αστυνομικού μυθιστορήματος και την κριτική προσέγγιση για την κοινωνική πραγματικότητα, αποδεικνύοντας έτσι ότι η νουάρ λογοτεχνική παράδοση κάθε άλλο παρά έχει κλείσει τον κύκλο της.