
Ζαν-Πολ Σαρτρ: Ηδονικά μελαγχολικός
«Μόνη μου έγνοια ήταν να σωθώ —μ' άδεια τα χέρια κι' άδειες τις τσέπες— χάρη στη δουλειά και στην πίστη»
Στις 15 Απριλίου 1980 απεβίωσε στο Παρίσι ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, διάσημος φιλόσοφος, λογοτέχνης (πεζογράφος, δοκιμιογράφος, θεατρικός συγγραφέας) και κριτικός, μείζων πνευματική φυσιογνωμία του περασμένου αιώνα.

Το όλο έργο και η σθεναρή πολιτική στράτευση του Σαρτρ (είχε γεννηθεί στη γαλλική πρωτεύουσα στις 21 Ιουνίου 1905), του διαπρεπέστερου εκπροσώπου του υπαρξισμού στη Γαλλία, έμελλε να ασκήσουν καταλυτική επίδραση σε πολυάριθμους στοχαστές και σε αμέτρητους αναγνώστες.

Το 1964 κυκλοφόρησαν «Οι Λέξεις» (Les Mots), το περίφημο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Σαρτρ που του χάρισε το Νομπέλ Λογοτεχνίας την ίδια χρονιά (εκείνος πάντως προέβη στην αποποίησή του).

«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 21.11.1964, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Στις «Λέξεις» του Σαρτρ, την αριστουργηματική αυτοβιογραφία του, ήταν αφιερωμένη μια σειρά δημοσιευμάτων του «Ταχυδρόμου» με την υπογραφή του Κώστα Σταματίου (1929-1991), διακεκριμένου δημοσιογράφου, λογοτεχνικού κριτικού και μεταφραστή.
Από τα εν λόγω άρθρα, που είχαν δημοσιευτεί το Νοέμβριο του 1964, προέρχονται τα ακόλουθα αποσπάσματα (η μετάφραση διά χειρός Σταματίου):
Το βιβλίο «Οι Λέξεις» (Les Mots) κυκλοφόρησε φέτος την Πρωτοχρονιά και σ’ ελάχιστους μήνες έκανε το γύρο του κόσμου. Αστραπιαίο «μπεστ-σέλλερ», απασχόλησε την κριτική σκέψη σ’ όλα τα μήκη και πλάτη, δώθε και κείθε απ’ τη διαχωριστική γραμμή των δύο συνυπαρχόντων πολιτικοκοινωνικών συστημάτων. Βιβλίο της τσέπης στην Αμερική, επιφυλλίδα σε συνέχειες στο σοβιετικό «Νόβυ Μιρ» (σ.σ. λογοτεχνικό περιοδικό), ο τελευταίος αυτός καρπός της ογκώδους σαρτρικής παραγωγής κατάφερε να συνενώση θαυμαστές και αρνητές του φιλοσόφου. Πολλοί έγραψαν: είναι το αριστούργημά του.



«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 14.11.1964, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Γιατί άρεσαν «Οι Λέξεις»; Για δυο, κυρίως, λόγους: το απλά ανθρώπινο περιεχόμενό τους και την κλασική τους μορφή. Είναι μια αυτοβιογραφία· πλησιάζοντας στα 60, σ’ όλη την ωριμότητα του στοχασμού του, ο Σαρτρ αναλύει και κατατάσσει τις αναμνήσεις του, σχεδόν από… έμβρυο κι’ ως την πρώτη εφηβεία. Γιατί, όμως, να σταθή στην παιδική του ηλικία; Δεν θάταν πιο ενδιαφέρουσα η γυμνασιακή ή η πανεπιστημιακή νιότη του, το στρατιωτικό του, ο πόλεμος, η αιχμαλωσία του, η αντίσταση; Σίγουρα, κάποτε κι’ αυτές οι αναμνήσεις, κατασταλαγμένες, θ’ ακολουθήσουν. Το μυστικό της εκλογής, ωστόσο, βρίσκεται αλλού: μαρξιστής αλλά και μεταφροϋδικός, ο Σαρτρ ανακαλύπτει και τοποθετεί στην παιδική του ηλικία το «κλειδί» για την όλη ζωή του και το έργο του. Η διαμόρφωση ενός χαρακτήρα, η πορεία ενός παιδιού απ’ τον κλοιό της μικροαστικής παράδοσης κι’ ως την αναζήτηση της πιο ασυμβίβαστης ελευθερίας, η εμπειρική συγκρότηση μιας ηθικής — όλ’ αυτά είναι «Οι Λέξεις».
«Ο Ταχυδρόμος», 14 Νοεμβρίου 1964
«Η ιστορία είχε δύο καταλήξεις» γράφει ο Σαρτρ. «Διάλεγα τη μια ή την άλλη ανάλογα με τη διάθεσή μου. Στις κατσούφικες μέρες μου με έβλεπα αποθνήσκοντα σ’ ένα σιδερένιο κρεβάτι, μισημένο απ’ όλους, απελπισμένο την ώρα ακριβώς που η Δόξα ξεβούλωνε την τρομπέττα της για να σαλπίση προς τιμή μου. Άλλες φορές πάλι μου επέτρεπα ολίγην ευτυχία: πενηντάρης πια, για να δοκιμάσω μια καινούργια πέννα, έγραφα το όνομά μου σ’ ένα χειρόγραφο που λίγο αργότερα χανόταν. Το έβρισκε κάποιος τυχαία σε μια σοφίτα, στο δρόμο, σ’ ένα ντουλάπι του σπιτιού που μόλις είχα εγκαταλείψει, το διάβαζε, το έφερνε αναστατωμένος στον Αρτέμ Φαγιάρ, τον διάσημο εκδότη του Μιχαήλ Ζεβακό. Θρίαμβος: δέκα χιλιάδες αντίτυπα ανάρπαστα σε δυο μέρες. Τι τύψεις στις καρδιές των ανθρώπων! Εκατό δημοσιογράφοι εξαπολύονται σ’ αναζήτησή μου και δεν με έβρισκαν. Αποκλεισμένος, αγνοούσα για καιρό αυτή τη μεταστροφή της κοινής γνώμης. Τέλος, μια μέρα μπαίνω σ’ ένα καφενείο για να προφυλαχτώ απ’ τη βροχή, παίρνω μιαν εφημερίδα παρατημένη σ’ ένα τραπέζι και το βλέπω: «ΖΑΝ ΠΩΛ ΣΑΡΤΡ Ο ΚΡΥΜΜΕΝΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ». Στην τρίτη σελίδα, εξάστηλος τίτλος, με κεφαλαία. Πανηγυρίζω. Όχι: είμαι ηδονικά μελαγχολικός. Επιστρέφω στο σπίτι μου, κλείνω και δένω με σπάγγο, με τη βοήθεια της νοικοκυράς μου, το μπαούλο με τα τετράδια και το στέλνω στον Φαγιάρ χωρίς να γράψω τη διεύθυνσή μου. Αυτή τη στιγμή της ιστορίας μου διέκοπτα τον εαυτό μου για να ριχτώ σε γοητευτικούς συνδυασμούς: αν έστελνα το δέμα απ’ την πόλη όπου έμενα, οι δημοσιογράφοι σύντομα θ’ ανακάλυπταν το ερημητήριό μου. Κουβαλούσα, λοιπόν, το μπαούλο στο Παρίσι και τόστελνα μ’ ένα χαμάλη στον εκδοτικό οίκο· προτού να πάρω το τραίνο, ξαναγύριζα στους χώρους της παιδικής μου ηλικίας, στην οδό Λε Γκοφ, στην οδό Σουφλό, στο Λουξεμβούργο… Έμπαινα σε μια μπυραρία και παράγγελνα ένα ποτό. Στο διπλανό τραπέζι, νέες κι’ όμορφες γυναίκες μιλούσαν ζωηρά, πρόφεραν τ’ όνομά μου. Α, έλεγε η μια τους, μπορεί να είναι γέρος, να είναι άσχημος, αλλά τι πειράζει; Θα έδινα τριάντα χρόνια απ’ τη ζωή μου για να γίνω γυναίκα του! Της απηύθυνα ένα περήφανο και θλιμμένο χαμόγελο, μου απαντούσε μ’ ένα έκπληκτο χαμόγελο, σηκωνόμουν, εξαφανιζόμουν».
[…]

«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 28.11.1964, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Η επαφή με τον έξω κόσμο, με την πραγματικότητα, άλλαξε τον νεαρό στοχαστή, τον χαρακτήρα του, αλλά δεν μετέβαλε την —επίκτητη, αν μπορή να πη κανείς— κλίση του: έγινε συγγραφέας. «Απογυμνώθηκα απ’ τις ψευδαισθήσεις μου, αλλά δεν αποσχηματίσθηκα: γράφω πάντα. Τι άλλο να κάνω; Nulla dies sine linea. Ούτε μέρα χωρίς μια γραμμή. Είν’ η συνήθειά μου, η δουλειά μου. Για πολύ καιρό εξέλαβα την πέννα μου για ξίφος· τώρα ξέρω την αδυναμία μας. Τι σημασία έχει; Γράφω και θα γράφω βιβλία· χρειάζονται· ναι, χρειάζονται, όπως και να το πάρουμε. Η κουλτούρα δεν σώζει τίποτα και κανέναν, δεν δικαιώνει. Είναι, όμως, ένα προϊόν του ανθρώπου: προβάλλει σ’ αυτήν το πρόσωπό του, αναγνωρίζει τον εαυτό του· μόνον αυτός ο κριτικός καθρέφτης τού προσφέρει την εικόνα του».
Και ο Σαρτρ τελειώνει τις «Λέξεις» με την παρακάτω «εξομολόγηση-πιστεύω»: «Αυτό που μ’ αρέσει στην τρέλλα μου είναι που με προστάτεψε απ’ την πρώτη μέρα απ’ τους πειρασμούς της ελίτ: ποτέ δεν πίστεψα τον εαυτό μου ευτυχή κάτοχο ενός ταλέντου. Μόνη μου έγνοια ήταν να σωθώ —μ’ άδεια τα χέρια κι’ άδειες τις τσέπες— χάρη στη δουλειά και στην πίστη. Μεμιάς, η ξεκάθαρη αυτή εκλογή μου δεν μ’ ύψωσε πάνω από κανέναν: δίχως εξοπλισμό, δίχως εφόδια, ρίχτηκα με τα μούτρα, ολοκληρωτικά, στη δουλειά, για να σωθώ ολοκληρωτικά. Αν βάλω την αδύνατη (μεταφυσική) Σωτηρία στην αποθήκη των αχρήστων, τι απομένει; Ένας ακέραιος άνθρωπος, καμωμένος απ’ όλους τους ανθρώπους, που αξίζει όσο όλοι — κι’ όσο ο οποιοσδήποτε». Σ’ αυτό το «φινάλε» συνοψίζει την ηθική του, τη βιοθεωρία του, ο πλατύτερα γνωστός φιλόσοφος της εποχής μας, ο μόνος που αποδεδειγμένα επηρέασε κι’ επηρεάζει με το πολύπλευρο έργο του εκατομμύρια σκεπτόμενων ανθρώπων σ’ όλη τη γη.
«Ο Ταχυδρόμος», 28 Νοεμβρίου 1964
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις