
Αλέξης Πολίτης: Αθήνα ή Κωνσταντινούπολη;
Ανάμεσα στο παλιό και το καινούριο
Όπως το ξέρουμε όλοι καλά, είναι εξαιρετικά δύσκολο για εμάς τους Νεοέλληνες, και ακόμα περισσότερο για τους Αθηναίους, να ιδούμε στον Παρθενώνα το καλλιτεχνικό μνημείο. Γιατί νομίζουμε πως τον ξέρουμε, επειδή μέσα στο κεφάλι μας έχουμε κάποια εικόνα προσχηματισμένη, που μας εντυπώθηκε από τα παιδικά κιόλας χρόνια, μια εικόνα που προέρχεται από τα κακότεχνα σχέδια που κοσμούν κουτιά γλυκισμάτων, χαρτιά περιτυλίγματος, σχολικά βιβλία· είτε πάλι θεωρούμε πως τον έχουμε δει, επειδή αντικρύζουμε κάθε μέρα το θολό του περίγραμμα από την οδό Πατησίων ή από κάποιο άλλο σημείο της πόλης. Για να μπορέσουμε να τον δούμε αισθητικά, να τον αποτιμήσουμε, όταν —αν κάποτε— ανεβούμε στον ιερό βράχο, χρειάζεται να αποδυθούμε σε μια διανοητική προσπάθεια ασύγκριτα πιο έντονη και δύσκολη απ’ ό,τι τα πλήθη των τουριστών που ειρωνευόμαστε.
Ανάλογη προσπάθεια χρειάζεται νομίζω προκειμένου να εννοήσουμε το τι εσήμαινε για τους ελληνικούς πληθυσμούς του 1830 ένα ελεύθερο ελληνικό κράτος. Έχουμε τόσο συνηθίσει στην ιδέα, ώστε θεωρούμε αυτονόητο πρώτον πως η επανάσταση θα πετύχαινε οπωσδήποτε, δεύτερον πως η τουρκοκρατία δεν αποτελούσε παρά ένα ιντερμέδιο —πικρό, βαρύ, και πολύχρονο κάπως, αλλά πάντως ιντερμέδιο— στην ελεύθερη πολιτική ζωή του έθνους, και τρίτον πως οι Έλληνες ήταν έτοιμοι, προπαρασκευασμένοι, για να αντιμετωπίσουν την καινούρια αυτή κατάσταση, το ελεύθερο εθνικό κράτος.

Τίποτε από αυτά δεν ανταποκρινόταν στις πραγματικότητες των χρόνων εκείνων: και η επανάσταση, και ο δεκάχρονος πόλεμος, και η εγκαθίδρυση ενός ανεξάρτητου και σε εθνικές βάσεις στηριγμένου κράτους συνιστούσαν ρήξεις, βαθύτατες, με το άμεσο παρελθόν. Ούτε η τουρκοκρατία λογαριαζόταν για ιντερμέδιο. Οι Έλληνες θεωρούσαν ότι ανακτούν την πολιτική τους ανεξαρτησία ύστερα από δύο χιλιάδες και παραπάνω χρόνια — η ελευθερία της Ελλάδας είχε καταλυθεί το 338 π.Χ., στη μάχη της Χαιρώνειας. Έτσι είχαν την αίσθηση ότι βίωναν κάτι το ριζικά καινούριο, που θα πει πως δεν είχαν συνειδητοποιήσει ούτε τι λογής δυσκολίες τούς περίμεναν ούτε υπολόγιζαν πως μπορούσαν να υπάρξουν όρια και φραγμοί στις προσδοκίες τους.
[…]
Να μην φανταστούμε, πάντως, ότι τίποτε στο ελληνικό κράτος δεν θύμιζε την κατάσταση του 1820: θα ήταν αφέλεια κάτι τέτοιο. Αντίθετα, έχει πολύ συχνά επισημανθεί η αναντιστοιχία ανάμεσα στο θεσμικό πλαίσιο που επιβάλλεται με την επανάσταση —και διατηρείται, τροποποιημένο, και στο ελεύθερο κράτος— και τα οικονομικά, κοινωνικά, νοητικά πλαίσια που υπήρχαν. Υπήρχαν πολλοί που υποστήριζαν και τότε πως η ύπαρξη πολιτικών κομμάτων, εκλεγμένης (από το 1844 και ύστερα) κυβέρνησης, ελευθεροτυπίας, αστικών ελευθεριών, ακόμα και του Πανεπιστημίου —όλου δηλαδή του πλέγματος ενός δυτικού, σύγχρονου, αστικού κράτους— ερχόταν σε αντίθεση με τις πραγματικότητες, τις δυνατότητες και το μορφωτικό επίπεδο του ελληνικού λαού. Θα θυμίσω απλώς το γνωστό ανέκδοτο του Κολοκοτρώνη, που μας φέρνει, ακριβώς, στο νοητικό πλαίσιο:
«Είπε μίαν φοράν εις τον Κυβερνήτην, μου χάλασες την Ελλάδα. — Γιατί; του απεκρίθη εκείνος. — Γιατί έπρεπε να το κάμεις 5 φράγκικο και 15 να το αφήσεις τούρκικο· μετά είκοσι χρόνους να το κάμεις 10 φράγκικο και να το αφήσεις 10 τούρκικο, και πάλι μετά είκοσι χρόνους» και τα λοιπά, «ώστε μετά είκοσι άλλους τόσους χρόνους να γένει όλο φράγκικο».
Πολύ έχει συζητηθεί ετούτη η αναντιστοιχία· το πρόβλημα ήταν σοβαρό, τόσο, που επιβίωσε στη σημερινή ιστοριογραφία: ακόμα υπάρχουν εκείνοι που νομίζουν ότι βιαστήκαμε να φραγκέψουμε, κι οι άλλοι που πιστεύουν απλώς ότι αργήσαμε να εξευρωπαϊστούμε. Όμως, αν αποφύγουμε τους σκοπέλους μιας «ιδεολογικής» ανάγνωσης του παρελθόντος —τι θα θέλαμε, ή τι θα ήθελαν οι άνθρωποι εκείνης της εποχής να είχε γίνει— μπορούμε νομίζω να θεωρούμε πως η αναντιστοιχία ανάμεσα στην πολιτική βούληση για εκσυγχρονισμό και στις όποιες κοινωνικές πραγματικότητες στάθηκε βασικό χαρακτηριστικό: δεν μπορούσε τότε η κοινωνία ούτε να μη φραγκέψει ούτε να εξευρωπαϊστεί εντελώς. Ήταν μια κεντρική της αντίφαση, ναι, αλλά κοινωνίες δίχως αντιφάσεις δεν συναντάμε στην ιστορία.
[…]

Τι είδους μορφή θα είχε αυτό το μελλοντικό ελληνικό κράτος; Θα ήταν μια ανάπτυξη του νεοτερικού, του εθνικού κράτους ή θα είχαμε μια αναβίωση του παλαιού, πολυεθνικού μοντέλου, της αυτοκρατορίας; Με άλλα λόγια, Αθήνα ή Κωνσταντινούπολη;
Το ερώτημα δεν είναι χωρίς σημασία. Γιατί ένα νεοτερικό κράτος, όπως το συμβόλιζε η Αθήνα, θα έπρεπε να αποδεχθεί τους εθνικισμούς και επομένως και τις αντιπαλότητες των υπόλοιπων Βαλκάνιων, ενώ μια αναβίωση της βυζαντινής αυτοκρατορίας θα επιχειρούσε να τους ενσωματώσει σε μια καινούρια πολυεθνική —ή σε μια ομοσπονδιακή, αλλά ας αφήσουμε το ζήτημα γιατί είναι περίπλοκο— αυτοκρατορία, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Αν έχω καλά καταλάβει τα πράγματα, οι Έλληνες της εποχής δεν φαίνεται να είχαν συνειδητοποιήσει πως οι δύο λύσεις ήταν αντιφατικές, πως η Αθήνα αντιστρατευόταν την Κωνσταντινούπολη, πως, για να χρησιμοποιήσω μια σκόρπια και αχρονολόγητη σκέψη του Ανδρέα Λασκαράτου, του μόνου, όσο ξέρω, που διέκρινε το ζήτημα, «όταν η Ελλάδα γυρεύει να πάρει την Πόλη, γυρεύει να παρθεί από την Πόλη». Γιατί πραγματικά μια ανασύσταση του Βυζαντίου —εκτός που ήταν αυταπάτη— θα αποτελούσε κατά βάθος μια υποχώρηση και του ελληνικού εθνισμού.
*Αποσπάσματα από το σύγγραμμα του Αλέξη Πολίτη «Ρομαντικά χρόνια – Ιδεολογίες και Νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880» (Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού – Μνήμων, 1998).
Ο διαπρεπής νεοελληνιστής Αλέξης Πολίτης, ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, έφυγε από τη ζωή την περασμένη Παρασκευή, 11 Απριλίου 2025, σε ηλικία 80 ετών.
Ο γεννημένος στην Αθήνα Πολίτης σπούδασε νεοελληνική φιλολογία στο ΑΠΘ και στο Université Paris-Sorbonne (Paris IV). H διδακτορική διατριβή του ήταν αφιερωμένη στην ανακάλυψη των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών.
Από το 1976 έως το 1989 εργάστηκε στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, ακολούθως δε, από το 1989 έως το 2012, υπηρέτησε το Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης (ως πρόεδρος από το 2008 έως το 2012).
Το επιστημονικό έργο του Πολίτη, πνεύματος αντισυμβατικού και σπινθηροβόλου, υπήρξε εκτενέστατο και πολυσχιδές. Οι μελέτες του Αλέξη Πολίτη για το δημοτικό τραγούδι, καρπός φιλολογικής και ιστορικής ανάλυσης, αποτελούν σημείο αναφοράς, το ίδιο και οι οξυδερκείς εργασίες του σε θέματα ιστορίας των ιδεών και των νοοτροπιών της λογοτεχνίας του 18ου και του 19ου αιώνα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις