Όταν οι πρόσφυγες έφτασαν στην Ανατολική Μακεδονία
Στην έκδοση του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων για τους πρόσφυγες καταγράφονται οι επιτυχίες και οι αντιφάσεις της έλευσης 1,2 εκατομμυρίου ανθρώπων που έπρεπε να ενσωματωθούν στον εθνικό κορμό
«Η πόλις μας εγέμισεν από ζητιάνους -όχι τους εξ επαγγέλματος αλλά από ανθρώπους φιλοτίμους, εργατικούς, ντροπαλούς, γυναίκας χήρας πολέμου και εθνικών συμφορών, οι οποίοι τη νύχτα προπαντός γίνονται ανυπόφοροι, χτυπούντες με τη σειρά τις πόρτες των σπιτιών και ζητούντες όχι δραχμούλες και τάληρα αλλά μία φέτα ψωμί για τα ορφανά και κακόμοιρα παιδιά των». Η περιγραφή της εφημερίδας «Θάρρος» (6 Ιανουαρίου 1929) ανήκει στον δημοσιογράφο Πελοπίδα Πινάτση, ο οποίος ήδη από το 1927 κάνει αυτοψία και ρεπορτάζ στους χώρους που ζουν οι πρόσφυγες στη Δράμα. Μαζί του συμφωνεί τέσσερα χρόνια αργότερα ο Δραμινός συνάδελφός του Νίκος Καπετανάκης – Ακρίτας μεταφέροντας τη δική του εικόνα από τους ανήλικους («βρεφοειδείς», όπως τους αποκαλεί) βιοπαλαιστές της μακεδονίτικης πόλης: «Δεν είναι μόνο οι λούστροι οι θλιβεροί ήρωες της σκληράς και απελπιστικής βιοπάλης. Σμήνη ολόκληρα αδέσποτων παιδιών έχουν παντού ξεφυτρώσει… Άλλα πουλούν σιγαρέττα, άλλα καραμέλες και μέντες, άλλα κοκοράκια, άλλα πουλούν κουλούρια, άλλα είναι μαναβάκια, άλλα μοιράζουν φέιγ βολάν και ρεκλάμες» («Θάρρος», 27 Αυγούστου 1933).
Πρόκειται για δύο στιγμιότυπα από την πίσω όψη μιας χρονοβόρας διαδικασίας που πέρασε στην ελληνική Ιστορία ως «θαύμα»: την ένταξη των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής στον εθνικό κορμό και, ειδικότερα, στην Ανατολική Μακεδονία. Τηρουμένων των αναλογιών, συντελέστηκε όντως μία κοσμογονία, αλλά μέσα στα χαλάσματα, την ένδεια, τις ελλείψεις και τα τοπικά πάθη. Όλα αυτά αναδεικνύονται στον συλλογικό τόμο που εξέδωσε το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων με τίτλο «100 χρόνια μετά: οι πρόσφυγες του 1922 και η δημιουργία της νέας Ανατολικής Μακεδονίας», σε επιστημονική επιμέλεια Ευάνθη Χατζηβασιλείου, με τη συνεισφορά 22 ειδικών μελετητών και ιστορικών.
Μέσα από το ενιαίο «αφήγημα» προκύπτει μία διαδικασία που ούτε στιγμιαίο «θαύμα» υπήρξε ούτε προκάλεσε τις εντάσεις που στερεοτυπικά αποδίδονται ως μικροί εμφύλιοι. Ήταν μια κοσμογονία εξαιρετικής δυσκολίας. Και πώς αλλιώς, όταν μέχρι τον Δεκέμβριο του 1924 εγκαθίστανται στη Μακεδονία 638.254 από τους συνολικά 1.220.000 πρόσφυγες (μαζί με τους 45.000 Αρμένιους); Ή όταν το 1928 οι δύο στους τρεις κατοίκους της Καβάλας και της Δράμας είναι προσφυγικής προέλευσης; Οι άνθρωποι αυτοί, υπενθυμίζει ο ιστορικός Ιάκωβος Μιχαηλίδης, καταφτάνουν στην Ελλάδα εντελώς μετέωροι: τα 2/3 έχουν αφιχθεί πριν από την υπογραφή της Σύμβασης για την ανταλλαγή των πληθυσμών -οπότε μένουν εκτός των προνοιών για εκποίηση της ακίνητης περιουσίας τους και μεταφορά της κινητής. «Ένας νέος Γολγοθάς ορθώθηκε αναπόφευκτα μπροστά τους, ο οποίος έκρυβε ακόμα αρκετά επεισόδια διάψευσης ελπίδων και απογοητεύσεων, ιδιαίτερα μετά την ελληνοτουρκική προσέγγιση του 1930 [ανάμεσα στον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Κεμάλ Ατατούρκ] και του συμψηφισμού των ανταλλάξιμων περιουσιών». Στις 10 Ιουνίου του 1930 μάλιστα, οπότε υπογράφηκε το Οικονομικό Σύμφωνο της Άγκυρας οι προσφυγικοί σύλλογοι κήρυξαν «ημέρα προσφυγικού πένθους» δηλώνοντας ότι δίπλα στις «χαμένες πατρίδες» έπρεπε πλέον να προσθέσουν τις «χαμένες περιουσίες» (σ.31).
Από τη στιγμή που ο πόλεμος και η Ιστορία άφηναν πίσω τους τα μη αναστρέψιμα δεδομένα, ο Ελ. Βενιζέλος υποδείκνυε μόνο τον δρόμο του ρεαλισμού και της υποχρεωτικής ανταλλαγής, όσο «τερατώδη» ή «οδυνηρή» και αν την θεωρούσε: «Την ειρήνην αυτή θα την καταπιούμε όπως παίρνουμε το ρετσινόλαδο». Ο άνθρωπός του στη Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας – Θράκης ήταν ο Ιωάννης Καραμάνος (1891 – 1966), γεωπόνος με σπουδές στην Ιταλία, που επίσης αντιμετώπισε την τιτάνια αποστολή για την αποκατάσταση των προσφύγων με ρεαλισμό: «Τόσα χωράφια έχω, δεν μπορώ να τα τεντώσω. Τόσους πρόσφυγες έχω, δεν μπορώ να κόψω κεφάλια. Θα κάμω ό,τι μπορώ» (σ.41). Το συνολικό έργο είχε αναλάβει η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, με πρώτο πρόεδρο τον Αμερικανό Χένρι Μοργκεντάου. Η ΕΑΠ διαχειριζόταν εκείνη την περίοδο προσφυγικό δάνειο ονομαστικού ύψους 12,3 εκατομμυρίων λιρών και τουλάχιστον 5 εκατ. στρέμματα καλλιεργήσιμης γης. Για να πετύχει τους στόχους της, υποστήριξε τη μηχανική καλλιέργεια του εδάφους (εισάγοντας 21 ελκυστήρες στη Μακεδονία και τη Θράκη), χορήγησε ζώα έλξης και εργαλεία, τόνους σπόρων και κτηνοτροφών, δημιούργησε φυτώρια, μονάδες αναπαραγωγής ζώων, ένα κτηνιατρικό ινστιτούτο, εισήγαγε νέες ράτσες ζώων και ποικιλίες φυτών, ενώ εκτέλεσε εγγειοβελτιωτικά έργα. Οι ίδιοι οι πρόσφυγες, σημειώνει η ομότιμη καθηγήτρια Ισμήνη Κριάρη, «εισήγαγαν νέες καλλιέργειες… όπως τριφύλλι, μετάξι, ζωοτροφές, τεύτλα, κεχρί, σταφύλια και ασχολήθηκαν κυρίως με την παραγωγή καπνού».
Η εικόνα αυτή συμβάδιζε με τη νέα ιδεολογική πρόταση που κατέθετε ο Βενιζέλος στην τελευταία του τετραετία (1928 – 1932) όταν συνειδητοποίησε ότι η κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας άφηνε κενό. Αυτό θα μπορούσε να αναπληρωθεί με την ιδέα της ανάπτυξης, όπου η Ανατολική Μακεδονία έπαιζε κρίσιμο ρόλο. Η ιστορική πραγματικότητα, ωστόσο, είναι πάντοτε αμείλικτη και αυτό θυμίζει ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου στη δική του συνεισφορά: «Το πρόγραμμα του Βενιζέλου αποσκοπούσε να βάλει τη χώρα σε ένα διαφορετικό ιστορικό “μονοπάτι”, αλλά η υπόθεση δεν εξελίχθηκε καλά… Το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα κατέρρευσε όταν στα τέλη του 1929 ξεκίνησε η Μεγάλη Ύφεση… Εξάλλου, η Ελλάδα χρεωκόπησε το 1932 και μάλιστα στα χέρια του Βενιζέλου».
Αστικός συνοικισμός Πεντακοσίων στην Καβάλα. Η λεπτομέρεια είναι ότι τα προσφυγικά σπίτια δεν έχουν μπαλκόνια εκείνη την εποχή (Δημοτικό Μουσείο Καβάλας)
Γηγενείς και πρόσφυγες
Η ερώτηση που προκύπτει ακόμη και στις μέρες μας είναι ποιος παράγοντας καθόρισε τις σχέσεις ανάμεσα στους γηγενείς και τους πρόσφυγες, έτσι ώστε τελικά να επιτευχθεί -σε βάθος χρόνου- η ενσωμάτωση. «Πρόσφυγες και γηγενείς ανήκαν στο ίδιο έθνος, στον ίδιο πολιτισμό… Από την άλλη πλευρά, είναι επίσης γεγονός ότι η έλευση των προσφύγων συνοδεύτηκε από τριβές… καθώς και από τη συχνά προσβλητική συμπεριφορά [των γηγενών]» εξηγεί ο Ε. Χατζηβασιλείου. «Ωστόσο, οι τριβές αυτές δεν ήταν πρωτίστως πολιτισμικές και δεν εμπεριείχαν πραγματική αμφισβήτηση της εθνικής ταυτότητας των προσφύγων. Τα αίτια των τριβών ήταν περισσότερο οικονομικά και αφορούσαν κυρίως τη γαιοκτησία στην ύπαιθρο και την αγορά εργασίας στις πόλεις». Ο δρ. Ιστορίας και αρχειονόμος (ΓΕΚ) Γιάννης Γκλαβίνας επιλέγει διαφορετικές αποχρώσεις όσον αφορά το πολιτισμικό υπόβαθρο: «Η διεκδίκηση της ίδιας γης, απαραίτητης για την επιβίωσή τους, από πρόσφυγες και γηγενείς θα αποτελέσει καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου τη βασική αιτία έντασης… οξύνοντας το χάσμα που προκάλεσε στις παραδοσιακές κοινωνίες της ελληνικής υπαίθρου το πολιτισμικό σοκ της επαφής τους με τη διαφορετική κουλτούρα, τις διαφορετικές κοινωνικές πρακτικές και ενίοτε τη διαφορετική γλώσσα των προσφύγων».
Στη μεγάλη αυτή εικόνα η καλλιέργεια καπνού αναδεικνύεται σε ζήτημα ζωτικής σημασίας. Σε σημείο που σύμφωνα με τα πρακτικά της Βουλής τον Απρίλιο του 1946, όπως θυμίζει η αρχιτέκτων μηχανικός Σαπφώ Αγγελούδη – Ζαρκάδα: «εάν δεν υπήρχε ο καπνός, δεν θα ήταν δυνατόν να αντιμετωπιστή το δημογραφικό πρόβλημα, το οποίον προέκυψε μετά την Μικρασιατικήν συμφοράν». Την πρώτη περίοδο πάντως οι φορείς της ελληνικής διοίκησης ανησυχούν ότι οι πρόσφυγες δεν θα μπορέσουν να αντικαταστήσουν επάξια τους μουσουλμάνους καπνοπαραγωγούς, οι οποίοι επίσης εγκαταλείπουν τα σπίτια τους. Ωστόσο, οι φόβοι διαψεύδονται και ο καπνός καταλήγει προσοδοφόρος όσο καμία άλλη καλλιέργεια, όταν τη δική τους τεχνογνωσία μεταφέρουν οι πρόσφυγες από τα μέρη της Σμύρνης, των Σωκίων, της Σαμψούντας, της Μπάφρας και της Νικομήδειας, όπως τονίζει ο ιστορικός Κυριάκος Λυκουρίνος (σ. 113). Πέρα από την οικονομική διάστασή της βέβαια η καπνοκαλλιέργεια θα αποκτήσει και βαθύτατα πολιτική, όπως υποδεικνύει ο πολιτικός επιστήμων Κώστας Ελευθερίου στο δικό του σημείωμα για την «κόκκινη δημαρχία» του Μήτσου Παρτσαλίδη στην Καβάλα το 1934: «Με την εκλογή του επιβεβαιώθηκε η σύνδεση της μαζικής επιρροής του ΚΚΕ στην πόλη με την ανάπτυξη ενός μαχητικού εργατικού κινήματος, που είχε σφυρηλατηθεί διαμέσου αλλεπάλληλων συνδικαλιστικών αγώνων με αποκορύφωμα την καπνεργατική εξέγερση του Ιουλίου του 1933, έξι μήνες πριν από τις δημοτικές εκλογές. Στον συνδυασμό του Παρτσαλίδη ήταν εμφανές το αποτύπωμα της προσφυγικής ταυτότητας και ιδιαίτερα της καπνεργατικής ιδιότητας» (320).
Το αφήγημα του συλλογικού τόμου είναι ένα αφήγημα που ξεκινάει με την καταστροφή και τον ξεριζωμό στα νώτα 1,2 εκατομμυρίου ανθρώπων. Με την αβεβαιότητα πάνω σε ένα πλοίο. Με την ελπίδα να χρειάζεται στέγη, νερό και φαγητό. Η θέληση για επιβίωση -τώρα πια το ξέρουμε με το προνόμιο που έχουν οι «απόγονοι»- στάθηκε για άλλη μια φορά κανόνας ζωής. Μέχρι να συμβεί αυτό οι περισσότεροι πρόσφυγες είχαν βιώσει την απόλυτη ένδεια, την απόρριψη, την εκμετάλλευση -που έφτανε ως την παιδική πορνεία και τη σωματεμπορία-, την περιθωριοποίηση των γυναικών που είχαν χάσει τον σύζυγό τους και έμειναν εκτός κοινωνικής κινητικότητας. Κατοίκησαν σε παράγκες ή καπναποθήκες των 1000 ατόμων (με μόλις τρεις τουαλέτες), έχασαν αδέρφια ή γονείς από ελονοσία, ιλαρά ή οστρακιά. Καλλιεργούσαν στην αρχή με το ησιόδειο άροτρο, δεν γνώριζαν καν τη μέθοδο λίπανσης της γης. Δύσκολα επιβίωναν σε περίπτωση κακής σοδειάς. «Αναγκασμένος ο γεωργός να δανειστεί για να περάσει τον χειμώνα, γινόταν βορά των τοκογλύφων. Όπου η γεωργία δεν συμπληρωνόταν από λίγη κτηνοτροφία, οι γεωργοί στερούνταν το κρέας και τα γαλακτοκομικά, επομένως υποσιτίζονταν» θυμίζει η δρ. Ιστορίας Γεωργία Μπακάλη. Όλοι και όλες μετέφεραν το διαγενεακό τραύμα ως συστατικό στοιχείο της νεότερης ελληνικής ταυτότητας. Είναι αυτό που λειτουργεί μέχρι τις μέρες μας ως ερέθισμα διαρκούς αναστοχασμού. Όχι μόνο επειδή επήλθε το «θαύμα». Αλλά και επειδή όλα ξεκίνησαν με μια ήττα.
Σημείωση: στον τόμο, εκτός άλλων, περιλαμβάνεται και το σημείωμα του Τούρκου ερευνητή Αχμέτ Τσουλού, ο παππούς του οποίου, Ιμπραχίμ Χουσεΐν Χουσνού, είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στην Καβάλα, για να καταλήξει στη Σμύρνη με την ανταλλαγή πληθυσμών.