
«Η άλλη Εδέμ»: μία κοινότητα που πρέπει να «διαγραφεί»
Το μυθιστόρημα «Η άλλη Εδέμ» του Πολ Χάρντινγκ, υποψήφιο για Μπούκερ το 2023, είναι μια ιστορία όπου το παρελθόν εισβάλλει βίαια στο παρόν και οι ευαισθησίες των ανθρώπων συγκρούονται με την κρατική πολιτική
Ο Πολ Χάρντιγκ ήταν ένας από τους τρεις Πολ που έφτασαν ως την πηγή του Μπούκερ πριν από δύο χρόνια. Τελικά το πολυπόθητο βραβείο κέρδισε ο Πολ Λιντς για το «Τραγούδι του προφήτη», που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδ. Gutenberg (μετάφραση Μαρία Αγγελίδου, Άγγελος Αγγελίδης). Ο δεύτερος ήταν ο Πολ Μάρεϊ με το «Τσίμπημα της μέλισσας» (αναμένεται από τον «Ψυχογιό» τον ερχόμενο Απρίλιο). Το ενδιαφέρον ήταν πως και τα τρία ήταν μυθιστορήματα με αρχή, μέση και τέλος, από εκείνα που αναζητούν όσοι αναγνώστες αντιστέκονται στα κατά καιρούς κύματα των «πειραματικών», «πολυφωνικών» και «ακατάτακτων» έργων. Αυτό είναι και το σήμα κατατεθέν του μυθιστορήματος με τίτλο «Η Άλλη Εδέμ» του Χάρντινγκ (εκδ. Διόπτρα, μτφ. Μιχάλης Μακρόπουλος): μια ολοκληρωμένη ιστορία, με πλούσιους χαρακτήρες -ο καθένας από τους οποίους αποκτά βάθος όσο εξελίσσεται η αφήγηση-, «πρωταγωνιστές» και αντιήρωες.
Η αφήγηση εκτυλίσσεται σε τουλάχιστον δύο επίπεδα: το πρώτο αφορά την εγκατάσταση του πρώην σκλάβου Μπέντζαμιν Χάνι και της Ιρλανδής γυναίκας του στο νησάκι Απλ, έναν θύλακα έξω από τις ακτές του Μέιν των ΗΠΑ. Το δεύτερο αφορά την αφήγηση της δισέγγονής τους, Έσθερ Χάνι, από το 1911 κι έπειτα. Ο Χάρντινγκ βασίζεται μάλιστα σε μια πραγματική ιστορία: τη ζωή μιας πολυφυλετικής κοινότητας στο Νησί Malaga και την έρευνα γύρω από αυτήν, αλλά μόνο ως αρχικό ερέθισμα.

Χρονολογικά στην «Άλλη Εδέμ» όλα ξεκινούν με τον μαύρο Μπέντζαμιν, ο οποίος το 1792 φτάνει στο νησάκι Απλ μαζί με την Πέισιενς – Υπομονή (πολλά ονόματα στο βιβλίο έχουν φορτισμένη σημασία ή βιβλική αναφορά). Εκεί στήνουν δέκα χρόνια αργότερα τη δική τους «Εδέμ» φυτεύοντας σπόρους από διαφορετικές ποικιλίες μήλων: έναν μεγάλο κήπο στον οποίο θα βρουν καταφύγιο και άλλοι απόκληροι. Το κυρίως μέρος, ωστόσο, αφορά την εξιστόρηση έναν αιώνα μετά, όταν οι απόγονοι των πρώτων «εποίκων» ζουν σε μια κοινότητα με πολυφυλετική σύνθεση. Η Έσθερ Χάνι είναι η δισεγγονή του Μπέντζαμιν και αναπολεί μονίμως γεγονότα, για να τα αφηγηθεί στις εγγονές της, Σάρλοτ και Ταμπίθα. Ο γιος της -μετά τον βιασμό απ’ τον πατέρα της- είναι ο Έχα, τον οποίο είχε αποπειραθεί να πνίξει όταν ήταν μωρό (σε μια σκηνή που πιθανότητα φέρει στο μυαλό κάποιων αναγνωστών τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη!), καταλήγοντας να σπρώξει από τον βράχο τον πατέρα της. Οι άλλες οικογένειες του νησιού είναι οι Λαρκ και οι Άιρις και Βάιολετ ΜακΝτέρμοτ, δύο δίδυμες που μεγαλώνουν τρία ορφανά παιδιά. Μόνη της ζει η Άνι Πάρκερ και ο Ζάκαρι Μάρτυς Μου ο Θεός Πρόβερμπς, βετεράνος του Εμφυλίου Πολέμου, που μένει σε μια κουφάλα δέντρου με χαραγμένες σκηνές από τη Βίβλο. Βασικός χαρακτήρας επίσης είναι ο Μάθιου Ντάιαμοντ, συνταξιούχος δάσκαλος, που στέλνεται στο νησί για να προσφέρει μαθήματα στα παιδιά.

Ο συγγραφέας Πολ Χάρντινγκ
Η ιστορία αλλάζει τροπή από τη στιγμή που η διοίκηση του Μέιν αποφασίζει να εκκενώσει το νησί και να κατηγοριοποιήσει τα «προβληματικά τέκνα» του ανάλογα με τις σωματικές ή «διανοητικές» παθήσεις τους. Στο όνομα της «δημόσιας υγείας», αλλά στην πραγματικότητα για να χτίσει θέρετρο. Ο δάσκαλος Ντάιαμοντ αποφασίζει τότε να σώσει τον Ίθαν, γιο του Έχα και εγγονό της Έσθερ, ο οποίος είναι μεν απόγονος μαύρων, αλλά με ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα. Τον στέλνει στην έπαυλη του φίλου του Τόμας Χέιλ, όπου ο Ιθαν ζωγραφίζει ορισμένους από τους καλύτερους πίνακές του. Η στενή του σχέση, ωστόσο, με την υπηρέτρια Μπρίτζετ Κάρνι θα τον οδηγήσει στην έξωση, χωρίς να μαθαίνουμε ποτέ τη συνέχεια. Έναν αιώνα αργότερα ανακαλύπτονται τα σχέδιά του και παρουσιάζονται σε έκθεση στη μνήμη των ανθρώπων που ξεριζώθηκαν από το νησί.
Το κυρίαρχο ύφος του βιβλίου βασίζεται στον λυρισμό των εικόνων και των μεταφορών, τις δεκάδες βιβλικές αναφορές -από τον Αδάμ, τον Μωυσή, τον Ιησού Χριστό έως τους αγγέλους-, τους σύντομους διαλόγους και τον ποιητικό ρυθμό στις προτάσεις: «Καθώς αποκοιμιόταν, το αρμυρό κι ευωδιαστό από τα πεύκα αεράκι και το τραγούδι των τριζονιών και τα σμήνη των αστεριών χύθηκαν όλα μες στο μυαλό του και στροβιλίστηκαν εκεί, έτσι η νύχτα έγινε ο νους του και ο νους του η νύχτα, και η μητέρα κουκουβάγια που τον πρόσεχε από ψηλά βούτηξε από το δέντρο της και μέσ’ από τα όνειρά του» (ο μεταφραστής Μ.Μακρόπουλος καταφέρνει τις κατάλληλες λέξεις σε αρκετά σημεία αντλώντας υλικά από το δικό του συγγραφικό εργαστήριο). Πάντως, από περιγραφή σε περιγραφή μπορεί κανείς να διακρίνει και ορισμένα ίχνη overwriting (παράδειγμα η περιγραφή για το ζωγραφικό σχέδιο ενός πουλιού), χωρίς να επηρεάζουν το γενικό ύφος. Είναι σε αυτά τα σημεία που διακρίνεται μια μακρινή απόχρωση από τον Φώκνερ (μεγάλες προτάσεις που καταλαμβάνουν σχεδόν παράγραφο).
Ορισμένα στοιχεία ιντριγκάρουν τον αναγνώστη ανά πάσα στιγμή: η κοινότητα με τους κατοίκους που γίνεται στόχος της κρατικής πολιτικής, ο δάσκαλος και τα ταλαντούχα παιδιά που «πρέπει να σωθούν», η ηλικιωμένη γιαγιά που θυμάται για λογαριασμό όλων, το παρελθόν που εισβάλλει στο παρόν και ανάποδα. Είναι μια ιστορία για «απόκληρους» που ζουν απομονωμένοι και κάποια στιγμή η εξουσία αποφασίζει να ξεγράψει την ταυτότητά τους και να τους «διαγράψει». Χωρίς να το φωνάζει ο συγγραφέας ρίχνει γέφυρες με τη σημερινή εποχή του «all lives matter» -και πάλι όμως χωρίς αυτό να γίνεται σημαία. Η «Άλλη Εδέμ» διασώζεται χάρη στους χαρακτήρες, τις ανατροπές και, κυρίως, την αφηγηματικότητά της. Χάρη στη μελαγχολική διάθεση για τις αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης και την απώλεια της αθωότητας στον κόσμο. Χωρίς να παίρνει θέση ή να προκρίνει ηθικές κρίσεις ο συγγραφέας υποδεικνύει το Καλό και το Κακό που συνυπάρχουν μέσα στον ίδιο κόσμο. Σαν όψεις της ίδιας ταυτότητας, η οποία φυσικά ούτε λέγει, ούτε κρύπτει –απλώς σημαίνει. Η οπτική του Χάρντινγκ πλησιάζει μάλλον προς εκείνη της Μέριλιν Ρόμπινσον, βασισμένη στην ηθική και την προσωπική ευθύνη μέσα στον κόσμο. Οι βιβλικές και χριστιανικές αναφορές είναι διάχυτες μέσα στο κείμενο, όχι όμως ως διακήρυξη των πιστεύω του συγγραφέα, αλλά ως ένα οικουμενικό σχήμα για να αφηγηθεί γεγονότα που επαναλαμβάνονται στην Ιστορία: «Ο ήλιος ανέτελλε κι έδυε κάθε μέρα. Η σελήνη επίσης. Οι παλίρροιες ανέβαιναν και τραβιούνταν. Οι εποχές εναλλάσσονταν με τη σειρά. Μερικά δέντρα έχαναν το φύλλωμά τους το φθινόπωρο και το ξανάβγαζαν την άνοιξη. Οι άνθρωποι έτρωγαν πρωινό και βραδινό όταν είχαν φαΐ και κάπνιζαν κι έπιναν το τσάι τους. Έκαναν μωρά και τα μεγάλωναν. Δούλευαν και κοιμούνταν. Τραγουδούσαν, γελούσαν, κραύγαζαν, έκλαιγαν, καβγάδιζαν, ζευγάρωναν. Από την πρώτη όμως φορά που το ‘χε ακούσει, η Έσθερ Χάνι κατάλαβε πως, αν ο Θεάνθρωπος Χριστός είχε πεθάνει και ταφεί, κι έπειτα στ’ αλήθεια αναστηθεί, ήταν η μόνη φορά που κάτι τέτοιο είχε συμβεί, κι αυτό σήμαινε ότι καθετί άλλο στον κόσμο πήρε το αληθινό του νόημα από εκείνον τον νεαρό άντρα που κειτόταν νεκρός στον τάφο του και ζωντάνεψε ξανά…» (σ.273-74).
Αυτό που ονομάζουμε ανθρώπινη κατάσταση δεν περιγράφεται μονοδιάστατα, αλλά, αντιθέτως, με όσο το δυνατόν περισσότερες αποχρώσεις και αντιφάσεις. Οι σκηνές της σύγκρουσης ανάμεσα στην επιτροπή Ευγονικής που έρχεται στο νησί για να μετρήσει με λαβίδες τα πρόσωπα των κατοίκων και στους τελευταίους είναι από τις πιο δυνατές, όπως και η περιγραφή της πλημμύρας ή η τελευταία αναφορά στην Κιβωτό του Νώε. Από τα πιο δυνατά σημεία και οι σχέσεις ανάμεσα στους χαρακτήρες σε μια ιστορία ταπείνωσης, αγάπης, ενοχών και εξιλέωσης, ελπίδας και ανυπόφορης πραγματικότητας. Ακόμη και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες δεν αφήνονται στο έλεος, αλλά προσφέρουν στις περιπέτειες της πλοκής μέχρι το τέλος. Χωρίς άλλα spoiler, ιδού ο Ζάκαρι, φίλος του Έχα, με τον οποίο μοιράζονται την τέχνη του μαραγκού.
Σημείωση: στο μότο του βιβλίου παρατίθεται η πραγματική ιστορία για τη Νήσο Μάλαγκα, απ’ όπου αντλεί έμπνευση ο συγγραφέας (από εκεί και η βασική φωτογραφία). Εκεί «κατοικούσε μια αλιευτική κοινότητα μεικτής φυλετικής καταγωγής από τα μέσα του 19ου αιώνα έως το 1912, όταν η πολιτεία του Μέιν έκανε έξωση σε 47 κατοίκους από τα σπίτια τους και προχώρησε σε εκταφή και ανακομιδή των οστών των θαμμένων νεκρών τους. Οκτώ νησιώτες εισήχθησαν στο Σχολείο του Μέιν για Νοητικά Καθυστερημένους… Το 2010 το νομοθετικό σώμα του Μέιν εξέφρασε με ένα ψήφισμα τη “βαθιά λύπη” του».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις