Στην αρχή, η συγκίνηση κι ο φόβος της ευθύνης απέναντι στην τόση εμπιστοσύνη σας μπλέκονταν με το διάβασμα, και δεν προχωρούσα. Γρήγορα όμως ελευθερώθηκα και το πήρα μονορούφι — μέσα σε τρεις νύχτες. Πιάνοντας την άλλη απ’ εκεί που είχα σταματήσει, ξανάβρισκα ολοζώντανο μέσα μου τον κραδασμό της προηγούμενης.
Εκατό φορές σταμάτησα το διάβασμα για να ρεμβάσω. Είναι πάρα πολλά τα σημεία επαφής, με τους ανθρώπους της γενιάς μου τουλάχιστο: αναφορές στον Καβάφη, τον Σταντάλ, το μύθο του Πρωτέα· το σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα, οι ρόδακες της Notre Dame· η αδιάκοπη παρουσία του Υμηττού· το πρωταντίκρισμα της ελληνικής θάλασσας με το φως της· τα ελληνικά λιμάνια της Ανατολής· το κότερο του Μπενάκη κι η υπηρέτριά του· ακόμα και οι έρωτες της Τούτης ή ο θάνατος του Ραμαζάν. Και πάνω απ’ όλα ο αγώνας για την «αποστράτευση» μέσα σ’ εκείνα τα φοβερά χρόνια κι η άλλη μάχη για το Ψωμί, που στέγνωνε τις ψυχές.
Κεντρικό στημόνι του έργου, που το νιώθει κανείς να διατρέχει και τις πιο άδολες στιγμές φωτεινής έκστασης, είναι αυτός ο αγώνας, ένας μαύρος σπόρος που γονιμοποιεί αλλά δεν εξαντλείται. Είναι αφάνταστο πόσο σφιχτά δένονται οι σελίδες, όλα τα στοιχεία του έργου από τούτη την αγωνία, την ακόμη πιο ισχυρή όταν κυλάει υπόγεια (τ’ ανοιχτό παράθυρο στον Ευαγγελισμό κ.λπ., κ.λπ.).
Διαβάζοντας, εξέταζα τι ήταν αυτό που με παρορμούσε να βάλω τις «Μέρες του 1945-51» κολλητά με τα «Γράμματα στον αδελφό του» του Βαν Γκογκ. Νομίζω πως έχουν το ίδιο στοιχείο ενότητας: έναν αγώνα. Δεν εννοώ μόνο τον αγώνα για την έκφραση, την πάλη με τα υλικά, μπογιές ή λέξεις. Εννοώ περισσότερο τον αγώνα που μέσα από δοσμένες συνθήκες (ιστορικές, κοινωνικές ή βιοτικές) οδηγεί στη φυσική, τη γεμάτη ζωή του ανθρώπου, στην άκρα ευαισθησία, όπου η Κοιμισμένη του Πόρου μπορεί θαυμάσια να τυλίγεται μέσα στα σεντόνια του ποιητή, και τα μουσουλμανικά καλλιγραφήματα της Αγιάς Σοφιάς να τον πληγώνουν τόσο όσο και η έλλειψη λουτρού στον Ευαγγελισμό.
Μου άρεσαν όλες οι πρώτες γραφές στίχων εκεί που βρίσκονται, έτσι όπως έρχονται μέσα στο κείμενο, και θα ’ταν κρίμα να φύγουν όσες έχετε διαγράψει. Ο αναγνώστης συναντά λίγη λίγη την ύλη της «Κίχλης» λόγου χάρη, σαν τα χρώματα του φάσματος πριν να τα ρουφήξει το πρίσμα της σύνθεσης και τα μεταμορφώσει σε «μαύρο» φως.
Άλλη ομορφιά του βιβλίου είναι η ισορροπία των όγκων, η αρχιτεκτονική του. Οι εξαίσιες μέρες του Πόρου —οι αυχμηρές (σ.σ. ξηρές, άνυδρες, τραχιές) της αγκυρανής στέππας—, το ταξίδι με το τζιπ στα βάθη της Ανατολής, το προσκύνημα στη Σμύρνη και τις πόλεις της Ιωνίας. Είναι αστείο να το λέω αυτό για ημερολόγιο, κι όμως υπάρχει μια υποσυνείδητη αρχιτεκτονική. «Ή μήπως καλλιτέχνις εφάνηκεν η Τύχη;»
Η κεραία, που μπαίνει στη θέση του ονόματος όσων δεν θέλετε να πείτε, διασπά το δόσιμο του αναγνώστη και του γεννά την υποψία ενός και μόνου Κ. Κεραία που ξεφυτρώνει κάθε τόσο για να του χαλάσει την απόλαυση. Αν δεν θέλετε να τους δώσετε πρόσωπο, Μαρώ λ.χ., δώστε τους προσωπεία, φανταστικά ονόματα ή αρχικά, ποτέ όμως στερεότυπα το ίδιο. Ο Julien Benda (σ.σ. γάλλος φιλόσοφος, κριτικός λογοτεχνίας και πεζογράφος, 1867-1956) συνήθιζε να τους δίνει ελληνικά ονόματα που κατά κάποιο τρόπο φανέρωναν το χαρακτήρα τους, όπως Eleuthère.
Στην αρχή αρχή θα χρειαζόταν ίσως μια σύντομη ειδοποίηση για τους καλόπιστους αναγνώστες, πως στο ημερολόγιο αυτό για πολύ νόμιμους λόγους, όπως είναι το επαγγελματικό απόρρητο, καταγράφονται μόνο όσα σχετίζονται με τον ποιητή και τον άνθρωπο — όχι το διπλωμάτη στην ειδική του απασχόληση. Αυτό, για ν’ αφοπλισθούν προκαταβολικά οι λογής-λογής περίεργοι.
Ελπίζω να σας μετάδωσα την πεποίθησή μου πως οι «Μέρες του 1945-51» θα έχουν το ίδιο ανάστημα και θ’ αγαπηθούν τόσο όσο και τα «Ποιήματα» και οι «Δοκιμές» σας.
Σας ευχαριστώ θερμά γι’ αυτή σας τη χειρονομία που με σκλάβωσε.
Δικός σας
Σ. Τσίρκας
Υ.Γ. Να σας ευχαριστήσω και για τις «Αντιγραφές», για το «Άσμα Ασμάτων» και τις τόσες άλλες καλωσύνες; Νομίζω πως υπάρχει μια σιωπηλή συνεννόηση: να μην τρώγω τον καιρό σας παρά μόνο για τ’ απαραίτητα.
Ο ίδιος
* Επιστολή του Στρατή Τσίρκα προς τον Γιώργο Σεφέρη αναφορικά με το ημερολόγιο του τελευταίου «Μέρες 1945-1951». Είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Γράμματα και Τέχνες» (μηνιαία επιθεώρηση τέχνης, κριτικής και κοινωνικού προβληματισμού) τον Οκτώβριο του 1982 (αρ. φύλλου 10).
Ο λογοτέχνης Στρατής Τσίρκας απεβίωσε στην Αθήνα στις 27 Ιανουαρίου 1980, ημέρα Κυριακή, ύστερα από πολύωρη χειρουργική επέμβαση σε νοσοκομείο της Αθήνας, με ανεπιτυχές δυστυχώς αποτέλεσμα.
Γεννημένος στο Κάιρο το 1911 (στις 10/23 Ιουλίου), ο Στρατής Τσίρκας (φιλολογικό ψευδώνυμο του Γιάννη Χατζηανδρέα) σπούδασε στην εκεί Αμπέτειο Σχολή και εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα της Αιγύπτου και ως λογιστής σε διάφορες εταιρείες.
Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα νεότατος, το 1927, δημοσιεύοντας το παραμύθι «Το Φεγγάρι» στο αλεξανδρινό περιοδικό «Παναιγύπτια».
Το καλοκαίρι του 1930 γνωρίστηκε με τον Καβάφη, γεγονός που αποτέλεσε τον πρώτο μεγάλο σταθμό της λογοτεχνικής ζωής του.
Το 1937 εκδόθηκε στην Αλεξάνδρεια η πρώτη ποιητική συλλογή του Τσίρκα, που έφερε τον τίτλο «Φελλάχοι».
Στη συνέχεια ο Τσίρκας, που αντίκριζε τα πράγματα από την οπτική γωνία της Αριστεράς, άρχισε να ασχολείται και με άλλα είδη του γραπτού λόγου, το διήγημα, το μυθιστόρημα, το δοκίμιο, τις μελέτες και τις μεταφράσεις ξένων συγγραφέων.
Όπως έγραψε ο ίδιος, η ανάμνηση από τις συνομιλίες του με τον Καβάφη τον προσανατόλισε, είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, στις έρευνες που τον οδήγησαν στη συγγραφή της ογκώδους μελέτης «Ο Καβάφης και η εποχή του» (1958), μιας ιστορικής έρευνας για την Αίγυπτο και τον ελληνισμό της Αλεξάνδρειας.
Η μελέτη αυτή, με τη σειρά της, τον έκανε να στρέψει το ενδιαφέρον του σε ένα χώρο που ούτως ή άλλως γνώριζε καλά: τον ελληνισμό της Αιγύπτου. Από τον προσανατολισμό αυτόν έμελλε να ξεπηδήσει το κορυφαίο έργο του Τσίρκα, η τριλογία «Ακυβέρνητες πολιτείες» (ο τίτλος παραπέμπει σε ένα ποίημα που είχε συνθέσει ο Σεφέρης όταν βρισκόταν εξόριστος μαζί με την ελληνική κυβέρνηση στη Μέση Ανατολή), που τον καθιέρωσε ως σπουδαιότατο πεζογράφο, δίνοντας λάμψη και σε όλα τα άλλα έργα του, προηγούμενα και επόμενα.
Το τρίτομο μυθιστόρημα του Τσίρκα (α’ τόμος «Η λέσχη», 1961, β’ τόμος «Αριάγνη», 1962, γ’ τόμος «Η νυχτερίδα», 1965) αποτέλεσε τομή στην ιστορία του νεοελληνικού μυθιστορήματος χάρη στους νεωτερικούς τρόπους γραφής, στο αριστοτεχνικό μπόλιασμα της ρεαλιστικής γραφής με τις νεότερες τάσεις στην πεζογραφία.
Στα σημαντικότερα έργα του Τσίρκα συγκαταλέγονται τα διηγήματα «Αλλόκοτοι άνθρωποι» (1944), «Ο Απρίλης είναι πιο σκληρός» (1947) και «Ο ύπνος του θεριστή» (1954), η νουβέλα «Νουρεντίν Μπόμπα» (1957), το μυθιστόρημα «Η χαμένη άνοιξη» (1976), συνδεδεμένο με τα Ιουλιανά του 1965, οι ποιητικές συλλογές «Το λυρικό ταξίδι» (1938) και «Προτελευταίος αποχαιρετισμός και το ισπανικό ορατόριο» (1946), καθώς και η μελέτη «Ο πολιτικός Καβάφης» (1971).
Πέρα από την καταξίωσή του στη συνείδηση του κοινού ως ενός αξιόλογου εργάτη του λόγου, ο Τσίρκας τιμήθηκε το 1959 με το Α’ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορηματικής Βιογραφίας για την προαναφερθείσα μελέτη του «Ο Καβάφης και η εποχή του».
Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ο Στρατής Τσίρκας (δεξιά) μαζί με τον Κώστα Βάρναλη (στο μέσον) και τον Μιχάλη Παπαϊωάννου, στην ταβέρνα «Κόκκινη Βάρκα», στο Τουρκολίμανο, το 1958 (πηγή: «Ταχυδρόμος», 14/3/1985).