«Η πόλη των εργένηδων» – Τα «τρελά χρόνια» του κοσμοπολίτικου προπολεμικού Παρισιού ζωντανεύουν
Μία βάση δεδομένων με 8 εκατομμύρια χειρόγραφες καταχωρήσεις απογραφής σκιαγραφεί την εικόνα του Παρισιού, της πόλης που ήταν κέντρο διανοουμένων, καλλιτεχνών και νέων, ανύπαντρων ανθρώπων
Το 1926, ο Τζέιμς Τζόις εργαζόταν στο μυθιστόρημά του Finnegans Wake, ενώ ζούσε σε ένα ευρύχωρο σπίτι στο 7ο διαμέρισμα του Παρισιού με την σύντροφό του, Νόρα Μπάρνακλ, και τα δύο ενήλικα παιδιά τους, Τζιόρτζιο και Λουκία.
Στους γείτονες του Τζόις, στο κομψό πέτρινο κτίριο στο «2 Square de Robiac», περιλαμβάνονταν μια οικογένεια από την Συρία με τρία παιδιά που είχαν μια Αγγλίδα νταντά (σ.σ. άλλες εποχές) ονόματι Τζέσι, Ρώσοι μετανάστες, ένας Αιγύπτιος βιομήχανος και οι Αμερικανοί συγγραφείς Γουίλιαμ και Ελίζαμπεθ Πλασίντα Μαλ.
Οι λεπτομέρειες αυτές αποτελούν μέρος μιας νέας έκθεσης που σκιαγραφεί την εικόνα της γαλλικής πρωτεύουσας πριν από έναν αιώνα, όταν ήταν κέντρο καλλιτεχνών, διανοουμένων και νέων ανύπαντρων ανδρών και γυναικών κατά τη δεκαετία που έγινε γνωστή ως les années folles (τα τρελά χρόνια ή τα φασαριόζικα 20s).
Οι επιμελητές του Musée Carnavalet βασίστηκαν στο έργο ερευνητών του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας (CNRS), χρησιμοποιώντας τεχνητή νοημοσύνη για να δημιουργήσουν μια βάση δεδομένων με 8 εκατομμύρια χειρόγραφες καταχωρήσεις από τις απογραφές του 1926, 1931 και 1936.
Το μητρώο του 1926 δείχνει τον Τζέιμς Τζόις, τη Νόρα Μπάρνακλ και τα παιδιά τους Τζιόρτζιο και Λουκία στο κάτω μέρος της δεξιάς σελίδας – Πηγή: Handout
Πρωτοποριακή απογραφή του Παρισιού των εργένηδων
Το αποτέλεσμα είναι ένας σχεδόν πλήρης κατάλογος των ατόμων που καταγράφηκαν ως κάτοικοι των 80 συνοικιών των 20 διαμερισμάτων του Παρισιού, σε μια εποχή που ο πληθυσμός της πόλης έφτανε τα 2,9 εκατομμύρια άτομα. Μόνο τα στοιχεία των ατόμων που βρίσκονταν σε φυλακές, νοσοκομεία ή θρησκευτικά ιδρύματα δεν έχουν δημοσιοποιηθεί.
«Είναι απολύτως συναρπαστικό. Για πρώτη φορά μπορούμε να ονομάσουμε σχεδόν κάθε άτομο που ήταν εγγεγραμμένο ως κάτοικος του Παρισιού κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου», δήλωσε η Valérie Guillaume, διευθύντρια του Musée Carnavalet.
«Από τις πληροφορίες, βλέπουμε ότι το Παρίσι ήταν μια πόλη ανύπαντρων, νεαρών ενηλίκων και ότι υπήρχαν πολλές διαφορετικές εθνικότητες. Υπήρχαν πολύ λίγα παιδιά στην πόλη εκείνη την εποχή», περιγράφει στον βρετανικό Guardian.
Καθώς η Γαλλία ανακάμπτει από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Παρίσι προσελκύει ένα κοσμοπολίτικο πλήθος συγγραφέων, καλλιτεχνών και μουσικών που αναμειγνύονται με ανθρώπους που φεύγουν από την επανάσταση, τη γενοκτονία και τις διώξεις, εργάτες από τις αποικίες της Γαλλίας, καθώς και νέους από την επαρχία που αναζητούν εργασία.
Ενώ ο Πάμπλο Πικάσο, ο Μαρκ Σαγκάλ και ο Αμεντέο Μοντιλιάνι ήταν απασχολημένοι με την αναδιαμόρφωση του κόσμου της τέχνης, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, η Γερτρούδη Στάιν και ο Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ ζούσαν την καλή ζωή στη γαλλική πρωτεύουσα και ο Τζορτζ Όργουελ ήταν άφραγκος.
Πλήρης απογραφή με τη βοήθεια της AI
Πριν από το 1926, είχαν πραγματοποιηθεί απογραφές πληθυσμού στο Παρίσι, αλλά η απογραφή εκείνης της χρονιάς ήταν η πρώτη που έδωσε ακριβείς λεπτομέρειες για τους κατοίκους της πόλης, συμπεριλαμβανομένης της ημερομηνίας και του τόπου γέννησης, των εξαρτώμενων μελών και του επαγγέλματος.
Μέχρι τώρα, το κοινό μπορούσε να συμβουλευτεί τις απογραφές στα αρχεία του Παρισιού, αλλά αυτό απαιτούσε χειροκίνητη αναζήτηση.
«Η τεχνητή νοημοσύνη εκπαιδεύτηκε να αναγνωρίζει γράμματα και αριθμούς στις χειρόγραφες καταχωρήσεις της απογραφής, προκειμένου να δημιουργηθεί μια βάση δεδομένων που μπορούμε να αναζητήσουμε στοιχεία. Οι καταχωρήσεις που ήταν ασαφείς ελέγχθηκαν από άνθρωπο», εξήγησε η Guillaume, προσθέτοντας πως «δεν έχει γίνει ποτέ πριν, επειδή είναι μια τεράστια δουλειά, πολύ μεγάλη για να γίνει χωρίς ψηφιακή βοήθεια».
Το Μουσείο Carnavalet, το οποίο είναι αφιερωμένο στην ιστορία του Παρισιού, δήλωσε ότι οι απογραφές έφεραν στο φως ένα «μωσαϊκό διαφορετικών ιστοριών ζωής σε έναν κυκεώνα αναμνήσεων και συναισθημάτων».
Εκτός από τους διάσημους, όπως η Αμερικανίδα ηθοποιός και καλλιτέχνιδα Τζόσεφιν Μπέικερ, οι τραγουδιστές Εντίθ Πιαφ (γεννημένη Gassion) και Σαρλ Αζναβούρ (γεννημένος Shahnour Vaghinag Aznavourian) και το διάσημη μοντέλο Kiki de Montparnasse (Alice Prin), η έκθεση επικεντρώνεται στους απλούς Παριζιάνους.
«Ονόματα ανθρώπων που ζούσαν στο κτίριό σας πριν από έναν αιώνα»
Τα στοιχεία αποκαλύπτουν επίσης ενδιαφέρουσες συγκρίσεις μεταξύ της δεκαετίας του 1920, όταν ο μέσος όρος ζωής ενός κατοίκου του Παρισιού ήταν 50-60 χρόνια, και του σήμερα, όταν οι κάτοικοι ζουν περίπου 80 χρόνια.
Εκτός από έγγραφα και φωτογραφίες της εποχής, πολλά από τα οποία δεν έχουν ξαναδει το φως της δημοσιότητας, οι επισκέπτες της έκθεσης θα μπορούν να συμβουλευτούν τη βάση δεδομένων της απογραφής.
«Οι άνθρωποι θα μπορούν να αναζητήσουν λεπτομέρειες για συγγενείς τους που ζούσαν στο Παρίσι εκείνη την εποχή ή τα ονόματα των ανθρώπων που ζούσαν στο κτίριό τους πριν από έναν αιώνα», τόνισε χαρακτηριστικά η Guillaume για την έκθεση, η οποία ανοίγει τον Οκτώβριο.
Η έκθεση «Οι κάτοικοι του Παρισιού 1926-1936» θα περιλαμβάνει επίσης ειδησεογραφικά ντοκιμαντέρ και εκπομπές της εποχής, καθώς και ηχογραφήσεις Παρισινών που αναπολούν τη ζωή στην πόλη στις δεκαετίες του 1920 και 1930, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο ενός έργου του Δημαρχείου τη δεκαετία του 1990.
Ο Τζόις έζησε στο Παρίσι για 19 χρόνια, αλλάζοντας συχνά διεύθυνση, μέχρι την κατάληψη της Γαλλίας από τους Ναζί το 1940, οπότε η οικογένεια μετακόμισε στην Ζυρίχη, όπου ο διάσημος συγγραφέας πέθανε τον επόμενο χρόνο. Το Finnegans Wake τελικά εκδόθηκε το 1939. Για την ιστορία, η καταχώριση της οικογένειας Τζόις στην απογραφή του 1926 δεν είναι απολύτως σωστή: τα παιδιά έχουν καταχωριστεί λανθασμένα ως γεννημένα στην Ιρλανδία αντί για την Τεργέστη της Ιταλίας, και ο Τζιόρτζιο έχει καταχωριστεί ως Ζορζ.
«Όλο αυτό το έργο είναι συναρπαστικό και ζωντανό. Για πρώτη φορά μπορούμε να δώσουμε ένα όνομα σε όσους είναι καταχωρημένοι ως κάτοικοι του Παρισιού κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας», σημείωσε η διευθύντρια του Musée Carnavalet, εξηγώντας πως «από τη μία πλευρά, πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο όγκο πληροφοριών και, από την άλλη, είναι προσωπικό, επειδή εξετάζουμε μεμονωμένα άτομα και τις ιστορίες τους».