
Τζέιμς Τζόις: Το ανεξάντλητο των πιθανών αναγνώσεων
Ό,τι πιο «μοντέρνο» κατέθεσε στο επίπεδο της λογοτεχνίας ο 20ός αιώνας
Στις 13 Ιανουαρίου 1941 απεβίωσε στη Ζυρίχη ο ιρλανδός συγγραφέας Τζέιμς Τζόις (James Augustine Aloysius Joyce), πνευματική και λογοτεχνική προσωπικότητα που κυριάρχησε στο α’ μισό του περασμένου αιώνα.
Ο Τζόις, ο οποίος είχε γεννηθεί σε προάστιο του Δουβλίνου στις 2 Φεβρουαρίου 1882, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το 1922 εκδόθηκε το πλέον γνωστό και αντιπροσωπευτικό έργο του, ο «Οδυσσέας» (Ulysses).
Ακολούθησε, ανάμεσα σε άλλα έργα του (πεζά και ποιητικά), το εμβληματικό «Η αγρύπνια των Φίνεγκαν» (Finnegans Wake, 1939).

Αποτελεί κοινή παραδοχή ότι ο Τζέιμς Τζόις σφράγισε τη μοντερνιστική λογοτεχνία και άλλαξε για πάντα τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζουμε τη λογοτεχνική δημιουργία.
Ένας από τους ανθρώπους του πνεύματος που έχουν εντρυφήσει κατά καιρούς στο έργο του Τζόις είναι ο διακεκριμένος συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος και μεταφραστής Άρης Μαραγκόπουλος (έχει δηλώσει χαρακτηριστικά ότι για εκείνον «ο Ιρλανδός υπήρξε η στοιχειώδης, η μέση και η ανώτατη εκπαίδευση»).
Στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει την Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 1997 υπήρχε ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο του Μαραγκόπουλου για τον «Οδυσσέα» του Τζέις Τζόις, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου Ulysses – A Reader’s Edition (επιμέλεια Danis Rose, εκδόσεις Picador, 1997).

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 28.9.1997, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Εκκινώντας από την πεποίθηση ότι αυτό που καθιστά το κείμενο του Τζόις εξαιρετικά προκλητικό και ενδιαφέρον είναι το ανεξάντλητο των πιθανών αναγνώσεών του, ο Μαραγκόπουλος, στο εν λόγω άρθρο του υπό τον τίτλο «Χειρουργώντας τον Τζόις», έγραφε μεταξύ πολλών άλλων τα εξής:
[…] Η τάση του γλωσσικού εκσυγχρονισμού κατατρύχει και την Εσπερίαν. Η ειρωνεία μάλιστα του πράγματος θέλησε ώστε η πρόσφατη «γλωσσική αποκατάσταση» να αφορά τον συγγραφέα που οι «αρχαϊσμοί» του αποτέλεσαν στην κυριολεξία ευαγγέλιο αναφοράς για ό,τι πιο μοντέρνο κατέθεσε στο επίπεδο της λογοτεχνίας ο 20ός αιώνας! Η «διόρθωση» του οποιουδήποτε κειμένου όμως συνιστά και νόμιμη αφορμή για την επικερδή εκμετάλλευση μιας νέας κυκλοφορίας. Όταν μάλιστα το βιβλίο αυτό πουλάει ετησίως —επί εβδομήντα πέντε χρόνια συνέχεια!— πάνω από 100.000 αντίτυπα, όταν η βιβλιογραφία γύρω απ’ αυτό έρχεται δεύτερη σε έκταση παγκοσμίως μετά από εκείνη για τα βιβλία του Σαίξπηρ, τότε πραγματικά γίνεται κατανοητό το αντίστοιχο εκδοτικό ενδιαφέρον. Το βιβλίο είναι βεβαίως ο «Οδυσσέας» του Τζόις και η «διορθωμένη» έκδοση εμφανίστηκε πανηγυρικά την Bloomsday, δηλαδή τη 16η Ιουνίου, με τον χαρακτηριστικό υπότιτλο A Reader’s Edition (=Έκδοση για τον Αναγνώστη).

Η Reader’s Edition δικαιολογεί τις «αποκαταστάσεις» του τζοϊσικού κειμένου με την ίδια επιχειρηματολογία που προβάλλεται για παρόμοιες «εγχειρήσεις» σε δικούς μας συγγραφείς. Ο Danis Rose, ο ιρλανδός επιμελητής της έκδοσης, τονίζει ευθαρσώς (συνέντευξη στους Irish Times, 16.6.1997): «Θέλω να κάνω το βιβλίο readerfriendly (=φιλικό για τον αναγνώστη, λογοπαίγνιο με τον όρο userfriendly —φιλικός στον χρήστη— που χρησιμοποιείται στους προσωπικούς υπολογιστές). Θέλω να βοηθήσω τον κόσμο, τον μέσο αναγνώστη, να διαβάσει το βιβλίο. Θέλω να καθαρίσω το κείμενο».

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 28.9.1997, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Η νέα αυτή εκδοχή ήρθε να ταράξει ακόμη μία φορά τα νερά της σκανδαλώδους τυπογραφικής και εκδοτικής ιστορίας του βιβλίου, που στην πρώτη του κιόλας έκδοση πριν από 75 χρόνια, τον Φεβρουάριο του 1922, περιείχε αυτό το σημείωμα: «Ο εκδότης ζητεί την ανοχή του αναγνώστη για πιθανά τυπογραφικά λάθη που στις παρούσες συνθήκες ήταν αδύνατον να αποφευχθούν». Πραγματικά αυτές οι «παρούσες συνθήκες» ήταν ιδιαιτέρως δύσκολες.

Το βιβλίο είχε απαγορευτεί de jure στην Αμερική και de facto στην Αγγλία. Η εκδότρια ήταν μια αμερικανίδα βιβλιοπώλις στο Παρίσι, η Σίλβια Μπιτς, η οποία δεν είχε εκδώσει άλλο βιβλίο στη ζωή της· το τυπογραφείο ήταν γαλλικό και ο συγγραφέας του βιβλίου διόρθωνε δοκίμια ενώ ακόμη δεν είχε καλά καλά τελειώσει το βιβλίο! Το τυπογραφείο του Μορίς Νταραντιέρ στη Λυόν, από τα καλύτερα της εποχής, δεν ήταν σε θέση να ελέγξει τα συνηθισμένα τυπογραφικά παροράματα, όχι μόνο επειδή στοιχειοθετούσε ένα κείμενο σε ξένη γλώσσα, αλλά επειδή το βιβλίο εγκαινίαζε τη χρήση χιλιάδων καινοφανών λέξεων, μεταχειριζόταν γαελικές λέξεις, μεσαιωνικά αγγλικά, βικτωριανά και εν γένει αναχρονιστικά αγγλικά της βρετανικής περιφέρειας και όχι του Λονδίνου, αγγλικά με συνειδητά λάθος την προφορά ή (και) τη γραφή, με πρωτοφανείς συναιρέσεις, συνηχήσεις, συζεύξεις και συντμήσεις λέξεων, με προγραμματική αδιαφορία στη γραμματική, στη σύνταξη και στη στίξη κ.ο.κ.
Εδώ να υπενθυμίσουμε ότι ο συγγραφέας προχώρησε —στο τελικό στάδιο των δοκιμίων— σε μια αύξηση της έκτασης των τριών τελευταίων κεφαλαίων της τάξεως του 20% ως 40%! Πράγμα που με τη σειρά του προκάλεσε νέες διορθώσεις και προσθήκες στα πρώτα (ήδη στοιχειοθετημένα!) κεφάλαια κ.ο.κ.

Ο Τζόις την εποχή των τελικών διορθώσεων παρουσίαζε σοβαρά προβλήματα κόπωσης και (κυρίως) όρασης· στις 21 Νοεμβρίου 1921 σε γράμμα του στην προστάτιδά του κυρία Γουίβερ τονίζει ότι «από τότε που τέλειωσα τον Οδυσσέα αισθάνομαι όσο πάει και πιο κουρασμένος, αλλά θα πρέπει ν’ αντέξω ωσότου θεωρήσω όλα τα δοκίμια. Με εκνευρίζουν τρομερά όλα αυτά τα λάθη των τυπογράφων. Έτσι όπως δουλεύω μέσα σε σωρούς σημειώσεων στο τραπέζι ενός ξενοδοχείου, πιθανότατα να μην μπορέσω να φέρω σε πέρας αυτή τη μηχανική δουλειά με το καταραμένο μου ενάμισι μάτι».

Ο Άρης Μαραγκόπουλος
Αυτή είναι πολύ συνοπτικά η Οδύσσεια της πρώτης (και τυπογραφικά ατελέστατης) έκδοσης. Έκτοτε επακολούθησαν καμιά δωδεκαριά άλλες εκδόσεις, που οι περισσότερες, αντί να αφαιρούν, κατά κανόνα προσέθεταν στα υπάρχοντα και νέα λάθη.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις